Ο Θεόπιστος και η Σκαντζοχοιρίνα

Ο Θεοπιστος είναι ένας μικρός βοσκός που ζει στο χωριό στις παρυφές του μεγάλου βουνού.
Κάθε πρωί μόλις ο ήλιος σηκωθεί, μαζεύει τις κατσίκες όλων των χωριανών και τις οδηγεί στα χλοερά λιβάδια του φιλικού βουνού. Την άνοιξη που ο καιρός είναι ευνοϊκός δοκιμάζει και ψάχνει νέους τόπους να οδηγήσει το κοπάδι να βοσκήσει.
Έτσι μια μέρα τ Απρίλη όπως κάθε άλλη μάζεψε τις αίγες, πήρε τον αγαπημένο του αυλό κι άρχισε να σκαρφαλώνει σαν αγριοκάτσικο. Έτρεχε ελαφρύς σαν τον άνεμο χορεύοντας πάνω στα χόρτα και τους αιχμηρούς βράχους. Όμως σε έναν βράχο κόπηκε και αίμα άρχισε να τρέχει ποτάμι.
Όταν έφτασε στο λιβάδι , άραξε κάτω από μια αγριοκερασιά έβγαλε από το ταγάρι του λίγο καπνό και τον άπλωσε πάνω στην πληγή. Ο καπνός σταμάτησε το αίμα. Ο πόνος όμως από την πληγή δεν έφυγε.
Ο πόνος του έφερε σκέψεις..
-Κάθε μέρα κάνω τα ίδια πράγματα, κάθε μέρα κάνω την ίδια δουλειά, με συνέπεια και αγάπη όμως κανείς δεν με ρωτάει πως τα περνάω. Θλίψη απλώθηκε στο μυαλό του στην σκέψη της μοναξιάς. Τα μάτια του 'χασαν την ζωντάνια και το χαμόγελο μαράθηκε. Μια σκαντζοχοιρίνα που περνούσε από κει με αργό ρυθμό στάθηκε μπροστά του και τον ρώτησε:
-Τι έχεις αγόρι γιατί στέκεις κατσούφης?
Ο Θεοπιστος κοίταξε από εδώ κοίταξε από κει να δει ποιος μίλησε. Κανείς. Τότε κοίταξε την σκαντζοχοιρίνα
Αυτή ξανάπε
-Γιατί βοσκόπουλο το πρόσωπο σου είναι πονεμένο?
- Ωχ εσύ μιλάς , είπε τ' αγόρι. Δεν έχω ξανακούσει σκαντζόχοιρο να μιλάει.
- Είμαι θηλυκή , απάντησε το ζώο με στόμφο.. Και δεν έχεις ακούσει πολλά πράγματα νεαρέ μου..
Το αγόρι έπιασε την πληγή του που είχε αρχίσει πάλι να τρέχει αίμα.
- Τι έπαθες; ρώτησε πάλι η σκαντζοχοιρίνα.
- Χτύπησα στους βράχους και μάτωσε το γόνυ μου και πονάω..
Έγινε μια μακρά παύση και πάλι το αγόρι είπε.
-Νιώθω τόσο μόνος, τόσο μόνος.
-Μοναξιά, ε? επανέλαβε η σκαντζοχοιρίνα. Πως είναι η μοναξιά στο σώμα σου ? Πως νιώθει κάποιος στο σώμα του την μοναξιά?
- Ε, σκέφτηκε ο μικρός, να μοιάζει σαν να μαζεύονται όλα τα όργανα μου σε ένα σημείο, στην κοιλιά μου και σμίγονται εκεί το ένα δίπλα στο άλλο κολλητά και γω σαν να μην μπορώ να ανασάνω καλά καλά.
-Το ξέρεις πως οι σκέψεις σου δημιουργούν αυτήν την αίσθηση? Το ξέρεις πως ο τρόπος που διαλέγεις να δεις τα πράγματα αναδύουν τέτοια συναισθήματα., είπε με σιγουριά η σκαντζοχοιρίνα. Αλλά ας είναι, νιώσε το  όλο. Νιώσε την μοναξιά να σε κατακλύζει, να γεμίζει όλακερο το μέσα και το έξω σου. Να πλημμυρίζει όλο το λιβάδι μοναξιά, να βυθίζονται όλα τα ζώα και τα πτηνά, τα φυτά και τα λουλούδια σε μοναξιά. Ζηστο απόλυτα. Ζήστο βαθιάα
- Τι εννοείς, ρώτησε απορημένο το αγόρι
- Κοίτα όλα στην φύση είναι μόνα τους. Μοιάζουν απομονωμένα. Η αγριοκερασιά που κάθεσαι από κάτω, είναι μόνη της . Ο αγέρας που την φυσά, είναι μόνος του. Οι μέλισσες τρυγάν η κάθε μια μοναχιά της ένα άνθος, ακόμη και ο ήλιος μόνος του βγαίνει. Όλα είναι μόνα τους. Όλα όμως αλληλοεπιδρούν. Ο ήλιος φουντώνει την αγριοκερασιά κι άνεμος την σείει, απλώνοντας παντού το άρωμα της. Οι μέλισσες το μυρίζουν κι τρέχουν να την τρυγήσουν πάτωντας με τα μικροσκοπικά ποδαράκια τους τα άνθη. Γεμίζουν τότε ολόκληρες με γύρη και πετώντας στο επόμενο άνθος, μεταφέρουν την γύρη, ετσι γίνεται η γονιμοποίηση των λουλουδιών, η επικονοίαση που λένε!! Και η φύση με αυτόν τον θαυμαστό τρόπο πολλαπλασιάζεται.
Βλέπεις παρόλο που φαίνονται όλα μόνα κανένα πλάσμα στην φύση δεν είναι στα αλήθεια μονάχο του. Όλα αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους.
Ούτε εσύ είσαι μόνος, είσαι μοναδικός αλλά όχι μόνος. Είσαι ένα κομμάτι τούτης της στιγμής. Ένα κομμάτι του χωριού και της κοινωνίας. Ένα ξεχωριστό μα απαραίτητο πρόσωπο για να υπάρχει αυτή η κοινωνία. Μπορεί να μην το καταλαβαίνεις όμως είσαι τόσο πολύτιμος γιατί χωρίς εσένα όλα θα ήταν αλλιώς.
Και ο Θεοπιστος χαμογέλασε και έβγαλε τον αυλό και άρχισε να παίζει. Έπαιξε για τον άνεμο, για τον ήλιο, για την αγριοκερασιά, για τις μέλισσες. Έπαιξε μελωδίες για την σκαντζοχοιρίνα.
28/3/2016