Ο Τιτανικός (επίσημο όνομα:RMS Titanic) ήταν Βρετανικό επιβατηγό υπερωκεάνιο που αποτελούσε τμήμα του στόλου της White Star Line, το οποίο βυθίστηκε στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό στις 15 Απριλίου 1912 μετά από σύγκρουση με ένα παγόβουνο κατά το παρθενικό ταξίδι του από το Σαουθάμπτον προς τη Νέα Υόρκη. Η βύθισή του προκάλεσε τον θάνατο πάνω από 1.500 ατόμων σε ένα από τα πιο θανατηφόρα ναυτικά δυστυχήματα σε καιρό ειρήνης στη σύγχρονη ιστορία. Το πλοίο RMS Titanic ήταν το μεγαλύτερο πλοίο εν πλω όταν εισήλθε σε υπηρεσία. Ο Τιτανικός ήταν το δεύτερο από τρία υπερωκεάνια της κλάσης Olympic που χρησιμοποιούσε η White Star Line (Τα άλλα δύο ήταν το RMS Olympic (Δεν αναφέρεται με ένα συγκεκριμένο όνομα στα Ελληνικά, αλλά μπορεί κάλλιστα να μεταφραστεί σε "Ολυμπιακός" ή "Ολύμπιος".) και RMS Britannic (Βρεταννικός, ουδέποτε λειτούργησε σαν υπερωκεάνιο, αλλά ως πλωτό νοσοκομείο, λόγω του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.)), και κατασκευάστηκε από το ναυπηγείο Harland and Wolff στο Μπέλφαστ με ναυπηγό αρχιτέκτονα τον Τόμας Άντριους. Ο Άντριους έχασε τη ζωή του στο ναυάγιο. Στο παρθενικό του ταξίδι μετέφερε 2.224 επιβάτες και πλήρωμα.
Με πλοίαρχο τον Έντουαρντ Σμιθ, οι επιβάτες του περιελάμβαναν μερικούς από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, καθώς και εκατοντάδες μετανάστες από την Μεγάλη Βρετανία και την Ιρλανδία, τη Σκανδιναβία και άλλες περιοχές σε όλη την Ευρώπη, οι οποίοι αναζητούσαν μια καινούρια ζωή στη Βόρεια Αμερική. Οι εγκαταστάσεις της πρώτης θέσης είχαν σχεδιαστεί για να αποτελέσουν την κορωνίδα της άνεσης και της πολυτέλειας, με ένα γυμναστήριο, πισίνα, βιβλιοθήκες, ακριβά εστιατόρια και πολυτελείς καμπίνες. Ένας ασύρματος τηλέγραφος φρόντιζε τις ανάγκες των επιβατών και χρησίμευε επίσης για επιχειρησιακή χρήση. Αν και ο Τιτανικός είχε προηγμένα χαρακτηριστικά ασφάλειας, όπως στεγανά διαμερίσματα και ενεργοποιούμενες εξ αποστάσεως υδατοστεγείς πόρτες, δεν υπήρχαν αρκετές σωστικές λέμβοι για όλους όσους επέβαιναν στο πλοίο, λόγω παρωχημένων κανόνων ναυτικής ασφάλειας. Ο Τιτανικός είχε αρκετές λέμβους μόνο για 1.178 άτομα - αριθμός λίγο μεγαλύτερος από το μισό του αριθμού των επιβαινόντων, και ίσος μόλις με το ένα τρίτο της μέγιστης συνολικής χωρητικότητας επιβατών του πλοίου.
Αφότου απέπλευσε από το Σαουθάμπτον την 10η Απριλίου 1912, ο Τιτανικός σταμάτησε στο Χερβούργο στη Γαλλία και στο Κουίνσταουν (Το οποίο σήμερα ονομάζεται Κοβ) στην Ιρλανδία, προτού κατευθυνθεί δυτικά προς τη Νέα Υόρκη.[1] Στις 14 Απριλίου 1912, μετά από τέσσερις ημέρες διάσχισης και 375 μίλια (600 km) νότια της Νέας Γης, συγκρούστηκε με ένα παγόβουνο στις 11:40 μ.μ. ώρα πλοίου. Η παταγώδης σύγκρουση προκάλεσε κάμψη προς τα μέσα στις πλάκες του κύτους του Τιτανικού κατά μήκος της δεξιάς πλευράς (starboard) και διέρρηξε 5 από τα 16 υδατοστεγή διαμερίσματα, εκθέτοντάς τα στη θάλασσα. Εν τω μεταξύ, οι επιβάτες και μερικά μέλη του πληρώματος επιβιβάστηκαν σε σωστικές λέμβους, πολλές από τις οποίες κατέβηκαν στη θάλασσα μερικώς φορτωμένες, λόγω ανεπαρκούς συντονισμού και ενός φόβου αρκετών επιβατών να επιβιβαστούν σε αυτές. Ένας δυσανάλογος αριθμός ανδρών έμεινε στο πλοίο, επειδή ακολουθήθηκε ένα πρωτόκολλο «πρώτα γυναίκες και παιδιά» από μερικούς αξιωματικούς που φόρτωναν τις βάρκες.[2] Λίγο πριν τις 2:20 π.μ. το πλοίο έσπασε στα δύο και άρχισε να βυθίζεται ταχύτερα, με περισσότερα από χίλια άτομα ακόμη εν πλω. Κατά την διάρκεια της βύθισης, οι τσιμινιέρες (φουγάρα) του πλοίου αποκολλήθηκαν (ενδεχομένως σκοτώνοντας όσους βρίσκονταν κοντά σε αυτές.). Μία ώρα και είκοσι λεπτά αφότου βυθίστηκε ο Τιτανικός, το επιβατηγό πλοίο RMS Carpathia της Cunard Line έφτασε στο σημείο της βύθισης, όπου περισυνέλεξε 705 επιζώντες.
Το ναυάγιο του Τιτανικού παραμένει στο βυθό, σπασμένο στα δύο, και σταδιακά αποσυντιθέμενο σε βάθος 12.415 ft (3.784 m). Από την ανακάλυψή του, το 1985, χιλιάδες αντικείμενα έχουν ανασυρθεί και εκτίθενται σε μουσεία σε όλο τον κόσμο. Ο Τιτανικός έχει γίνει ένα από τα διασημότερα πλοία στην ιστορία και η μνήμη του διατηρείται ζωντανή από πολυάριθμα βιβλία, τραγούδια, ταινίες, εκθέματα και μνημεία.
Η βύθιση του πλοίου ήταν η αφορμή για να θεσπιστούν νέα μέτρα ασφαλείας και η υπογραφή της Σύμβασης Ασφάλειας Ζωής στη Θάλασσα. Πολλά πλοία μετασκευάστηκαν ως προς τις προδιαγραφές, έτσι ώστε να διαθέτουν περισσότερες σωσίβιες λέμβους ή/και στεγανά και υδατοστεγείς θύρες.[3]
Το ναυάγιο του πλοίου ανακαλύφθηκε το 1985 (πάνω από 70 χρόνια από την βύθιση) από τον Ρόμπερτ Μπάλαρντ. [4][5]