Η νοημοσύνη των ζώων Του Αζίζ Νεσίν

Σήμερα, στην Ελλάδα, η ανάγνωση κάποιου βιβλίου για ψυχαγωγία ή για τροφή προς σκέψη δείχνει δύσκολη υπόθεση. Οι στατιστικές έρευνες δείχνουν ότι  αυτοί που διάβασαν τουλάχιστον ένα βιβλίο μέσα σε ένα χρόνο, στη χώρα μας αποτελούν το 48,8%. Στον αντίποδα, το ποσοστό των ανθρώπων που διάβασαν πάνω από 10 βιβλία τον χρόνο (ηλικίες 25-64) είναι 7,8% (στοιχεία 2015).

Επηρεασμένος από τα στοιχεία αυτά,  σκέφτηκα να μοιραστώ μαζί σας (αναγνώστες, μαθητές/τριες), τις 3 μικρές παρακάτω αφηγήσεις - ιστορίες του φιλέλληνα συγγραφέα Αζίν Νεσίν, από το βιβλίο του η Νοημοσύνη των ζώων.

Με το λιτό και απέριττο ύφος του, που είναι διαποτισμένο από τα προοδευτικά ιδανικά, στο σπάνιο και δυσεύρετο βιβλίο αυτό, υπάρχουν 66 ιστορίες που αναδεικνύουν την νοημοσύνη των ζώων, τις σχέσεις τους με τα άλλα ζώα ή και με τον άνθρωπο.

Ο Νεσίν αναφέρει στον πρόλογο ότι όλες οι ιστορίες είναι αληθινές που είτε ο ίδιος βίωσε είτε του τις έχουν περιγράψει.

Η γάτα, ο ποντικός, ο άνθρωπος

Μια μέρα ένας φυλακισμένος στις φυλακές του Χαρμπιέ είχε πιάσει ένα μεγάλο ποντικό των λαγουμιών, καπακώνοντας τον με γκαζοντενεκέ.  Μαζεύτηκαν οι φυλακισμένοι του θαλάμου γύρω στον ποντικό. Ένας από αυτούς πρότεινε το εξής παιχνίδι:

- Να δέσουμε στην ουρά του ποντικού άδειο κονσερβοκούτι. Να δέσουμε και στην ουρά μιας γάτας παρόμοιο κουτί. Ύστερα να αμολήσουμε ποντικό και γάτα στην αυλή. Να δούμε τι θα γίνει!

Την πρόταση τη βρήκαν όλοι γουστόζικη. Έβαλαν τα δύο ζώα απέναντι τόνα στο άλλο. Και κλείσανε τις δύο αντικριστές πόρτες της αυλής. Επομένως, ο ποντικός και η γάτα δεν μπορούσαν να φύγουν πουθενά. Αμολήσανε με μιας και τα δύο ζώα. Μόλις είδε η γάτα τον ποντικό, ρίχτηκε πάνω του. Ο ποντικός το ‘ βαλε στα πόδια. Εκείνη τη στιγμή χάλασε ο κόσμος!  Στην αυλή άρχισε ένας περίεργος αγώνας δρόμου. Δεν ήξερε κανείς, ποιος ποιόνα κυνηγάει.

Και τα δύο ζώα φοβισμένα από το πατιρντί των κονσερβοκουτιών που ήταν δεμένα στις ουρές τους, έτρεχαν σαν δαιμονισμένα.

Ακουμπισμένοι στον μαντρότοιχο της αυλής, σπαρταρούσαν απ’ τα γέλια οι φυλακισμένοι. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια αυστηρή φωνή: - Τι ρεζιλίκια είναι αυτά, βρε σεις!...Δεν τα λυπάστε τα ζώα, βρε!...

Αυτός που φώναζε ήτανε καταδικασμένος σε θάνατο. Γι’ αυτό του είχαν δώσει το παρατσούκλι «θανατοποινίτης». Το πολύ σε έναν μήνα θα τον κρεμάγανε.  - Λύστε αμέσως τα τενεκεδόκουτα! Τους πρόσταξε. Ό,τι κι αν έλεγε το εκτελούσανε. Λύσανε τα κουτιά. Τους μάλωσε και πάλι:

- Δεν λυπηθήκατε καθόλου τα ζώα;  Μου φάνηκε πως υγράνθηκαν τα μάτια του «θανατοποινίτη».

Μάθημα καλής διαγωγής από αρκούδα

Προτού ιστορήσουμε αυτό το περιστατικό, να πούμε δυο λόγια για τις συνήθειες της αρκούδας. Κι αυτή, όπως ο άνθρωπος, ξέρει να χαστουκίζει και να φτύνει!

Ο δημοσιογράφος Ογούζ Τοκταμίς, λέει: «Ο παππούς μου, που είναι από κάποιο χωριό του Γκεντίζ, καθώς δούλευε στο χωράφι του, θέλησε να κάνει την ανάγκη του. Έψαξε και βρήκε κατάλληλο μέρος και για να μη φαίνεται, και για να πλυθεί εύκολα. Ήταν σε συστάδα από δέντρα, κοντά σε μια πηγή. Σε λίγο ακούστηκε ένας θόρυβος, κάτι σαν βηματισμοί. Ανάμεσα απ’ τις ιτιές και τις πυκνές καλαμιές, πρόβαλε μια μεγάλη αρκούδα. Τα χρειάστηκε ο παππούς μου, απ’ το φόβο «του κόπηκαν τα ήπατα…»

Η αρκούδα θέλησε να πιει νερό απ’ την καθαρή πηγή. Μόλις ακούμπησε το στόμα της στο νερό, τραβήχτηκε μεμιάς. Κάτι της μύριζε άσκημα. Κείνη τη στιγμή έπεσε η ματιά της πάνω στον παππού μου. Καθώς ήταν αυτός καθισμένος ανακούρκουδα, θέλησε να σηκωθεί, δεν τα κατάφερε όμως. Τότε, τον πλησίασε η αρκούδα, στηρίχτηκε όρθια στα πίσω πόδια της, κι αφού τον ζύγισε με τη ματιά της, του άστραψε δυο χαστούκια και τον έφτυσε κατάμουτρα. Και δίχως να πιει νερό απ’ την πηγή, κουνάμενη - σεινάμενη, έφυγε βαδίζοντας αργά-αργά».

 

Τις όμορφες όλοι τις αγαπούν

Ένα βράδυ του 1949, είχαμε πάει για βεγγέρα στο σπίτι του φίλου μου τυπογράφου Οσμάν Ιλκμπασαν, που έμενε στο Οσμάν Μπέη. Η γυναίκα του Αντριγιέν Χανούμ αγαπούσε πολύ τις γάτες. Έτσι, στο ευρύχωρο διώροφο τους κυκλοφορούσαν πάνω από είκοσι γάτες. Η μαγείρισσα του σπιτιού ετοίμαζε χωριστό φαΐ για τις γάτες αυτές.

Όλες οι γάτες αυτού του σπιτιού ήταν άσχημες. Ανάμεσα σε αυτές, δεν υπήρχε καμία όμορφη ή συμπαθητική γάτα. Φαίνεται, πως κόπιασε πολύ η Αντριγιέν Χανούμ για να μαζέψει αυτές τις άσχημες γάτες. Μη μπορώντας να κρατήσω την απορία μου, τη ρώτησα την ώρα του φαγητού:

-Πώς καταφέρατε, Χανούμ, να μαζέψετε τόσες γάτες; - Δεν είναι τόσο εύκολο, μου απάντησε. Ψάχνω σε όλες τις γειτονιές για να τις πετύχω.Πρόσεξα τις γάτες που κυκλοφορούσαν στο σπίτι, άλλες τυφλές, άλλες κουτσές, αρρωστιάρικες, κακομοιριασμένες. Ρώτησα πάλι την Αντριγιέν Χανούμ, με την πλούσια συλλογή της από άσχημες γάτες:

-Δεν μου λέτε, γιατί ανάμεσα τους δεν υπάρχει καμία όμορφη;

-Διότι, μου απάντησε, τις όμορφες γάτες όλοι τις αγαπούν, τις παίρνουν σπίτι τους και τις κρατάνε. Τις καημένες τις άσχημες, κανείς δεν τις προσέχει. Για αυτό και εγώ, γυρίζω τα σοκάκια, ψάχνω και βρίσκω τις πιο άσχημες γάτες και τις φέρνω σπίτι μου.

Αζίζ Νεσίν (1979:82-83) Η ΝΟΗΜΟΣΎΝΗ ΤΩΝ ΖΏΩΝ, Εκδόσεις  Κέδρος, Αθήνα.