Ηταν by far που λεν’ και στο χωριό μου (και χωριό του buzzer beater σκόρερ Γιώργου Βαγιαννίδη, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε!) ο χειρότερος τελικός Κυπέλλου μετά από τα αλησμόνητα της «γέφυρας» στο ίδιο γήπεδο, το 2017. Αγωνιστικός χώρος κάκιστος, άδειες εξέδρες, αποστραγγισμένες ομάδες, πολλά και σκληρά μαρκαρίσματα, φοβική διαιτητής, ελάχιστες καλές φάσεις… Ενας τελικός ο οποίος θα έμενε στη μνήμη όλων για ελάχιστες μέρες αν η συμπεριφορά του Αρη μετά το τέλος του ματς δεν ήταν πρωτόγνωρα αρχέγονη. Αν δεν ήταν συμπεριφορά αλάνας, ακόμα και για το ούτως ή άλλως χαμηλότατο επίπεδο οργάνωσης του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Αφού δεν το πήρε χθες, πότε θα το πάρει ο Αρης;
Η ευκαιρία ήταν μεγάλη για τον Αρη, τεράστια! Ο Παναθηναϊκός ολοφάνερα επιστράτευσε κάθε ικμάδα συσπείρωσης, ο Κόντης και το τιμ του προετοίμασαν την ομάδα όσο καλύτερα μπορούσαν στη θεωρία (στατικές φάσεις, τακτική) και παρέταξαν την καλύτερη δυνατή ενδεκάδα. Όμως η σαρξ και η ομάδα ήταν ασθενής. Όπως και ο Ιωαννίδης που έπαιξε μετά από σχεδόν ένα μήνα και λόγω του σκαριού του, είχε μεγάλο πρόβλημα στην εκρηκτικότητα. Ο Παναθηναϊκός μετά την ισοπαλία με τον Ολυμπιακό είχε και περισσότερο άγχος από τον Αρη, όμως ο αντίπαλός του δεν το κατάλαβε. Αν το κατάλαβε, δεν το αξιοποίησε όπως μπορούσε. Ο Μάνου Γκαρθία ήταν μια ωραία επιλογή του Ακη Μάντζιου, αλλά δεν του βγήκε: ανύπαρκτος. Ο Μορόν έδειχνε στο πρώτο ημίχρονο (όταν είχε δυνάμεις) να παίζει για την πάρτη του. Ο Οντουμπάτζο και ο Σουλεϊμάνοφ ήταν περιορισμένοι. Μοναδικός κίνδυνος για τον Παναθηναϊκό φαινόταν ο Ζαμόρα που έχασε και τις δύο σπουδαίες ευκαιρίες στην αρχή του β’ ημιχρόνου.