Εάν κάποιος αγοράσει μετοχές, πρώτη του προτεραιότητα είναι να εντοπίσει εκείνες, η τιμή των οποίων ενδέχεται να ενισχυθεί.
Ποιες μετοχές θα πρέπει να αγοράσετε; (μέρος α΄)
Εάν κάποιος αγοράσει μετοχές, πρώτη του προτεραιότητα είναι να εντοπίσει εκείνες, η τιμή των οποίων ενδέχεται να ενισχυθεί. Ωστόσο ο κάθε άνθρωπος έχει και διαφορετικούς στόχους και ορισμένοι ενδέχεται να θέλουν για παράδειγμα να μεγιστοποιήσουν το κεφάλαιό τους ή αντίθετα να αποφύγουν τον κίνδυνο. Η εύρεση εταιριών η μετοχή των οποίων ενδέχεται να αυξηθεί σε αξία σημαίνει αυτομάτως πολλά διαφορετικά στοιχεία πληροφόρησης.
Για να βρει κάποιος αυτές τις μετοχές θα πρέπει να έχει μια ξεκάθαρη εικόνα του όρου αξία και πώς να την μετρήσει. Με άλλα λόγια ο ενδιαφερόμενος επενδυτής θα πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσει την αξία της μετοχής στο παρόν, αλλά και να διαμορφώσει άποψη όσον αφορά την αποτίμησή της στο μέλλον. Ο όρος «αξία» πάντα αποτελούσε και θα αποτελεί μια «πονηρή» έννοια. Ιδιαίτερα όσον αφορά τις μετοχές ο όρος είναι αρκετά γενικός. Η αντίληψη ενός ανθρώπου για το χρήμα ενδέχεται να είναι εντελώς διαφορετική από την αντίληψη κάποιου άλλου. Υπάρχει περίπτωση η αξία της μετοχής μιας εταιρίας να μεταβληθεί πολύ γρήγορα εάν υπάρχουν εξελίξεις στο εσωτερικό της ή αλλαγή των συνθηκών στο επιχειρησιακό σκηνικό που αυτή λειτουργεί ή ακόμα και στην οικονομία γενικότερα.
Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι για να προσμετρηθεί ο όρος «αξία». Το καλύτερο που έχουν να κάνουν οι επενδυτές που ενδιαφέρονται για την αγορά των μετοχών είναι να εξοικειωθούν με όσο το δυνατόν περισσότερες τεχνικές μέτρησης μπορούν. Είναι σύνηθες άλλωστε κατά την αξιολόγηση της τιμής μιας μετοχής να χρησιμοποιούνται διαφορετικές τεχνικές μέτρησης.
Η αξία υπολογίζεται συχνά μέσω της ανάλυσης διαφορετικών χρηματοοικονομικών στοιχείων, αλλά και από ορισμένες τεχνικές που είναι γνωστές ως αναλύσεις θεμελιωδών στοιχείων οι οποίες και εξετάζονται διεξοδικά στο Πέμπτο Βήμα.
Και η χρήση υποκειμενικότερων κρίσεων, όμως, είναι ουσιαστική. Υπάρχουν παράγοντες οι οποίοι καθοδηγούν τις τιμές των μετοχών παραβλέποντας προδιαγεγραμμένες εξηγήσεις και μετρήσεις. Οι καλοί επενδυτές πρέπει να μπορούν να αξιολογούν σχετικά ζητήματα, τα οποία πολύ συχνά κατηγοριοποιούνται κάτω από τον όρο «κλίμα».
Προσωπικές παρατηρήσεις
Ο πιο απλός τρόπος για να ξεκινήσει κάποιος τη διαδικασία αποτίμησης είναι η προσωπική παρατήρηση. Με άλλα λόγια, υπήρξε ποτέ λόγος να εντυπωσιαστεί κάποιος από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προσφέρει μια εταιρία; Παρατήρησε ποτέ ότι ένα συγκεκριμένο προϊόν έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλές στην ομήγυρη του; Έχει συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει σημαντική ζήτηση για ένα συγκεκριμένο προϊόν το οποίο θα αποφέρει κέρδη στην εταιρία στην οποία ανήκει;
Εάν κάποιος μπορεί να εκμεταλλευτεί τις δικές του παρατηρήσεις ώστε να επενδύσει αγοράζοντας μετοχές σε μια εταιρία, δεν υπάρχει λόγος να μην το κάνει.
Ιδέες
Αυτό που θα πρέπει να εξετάσει ο εν δυνάμει επενδυτής είναι τις εταιρίες εκείνες που έχουν καλές ιδέες. Η αποτίμηση μιας ιδέας είναι σίγουρα μια δύσκολη υπόθεση, οι καλές ιδέες όμως συχνά οδηγούν τις επιχειρήσεις στην κερδοφορία. Ωστόσο, οι καλές ιδέες μπορούν να αντιγραφούν, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι που συγκρατούν την ανάπτυξη στον ανταγωνισμό. Τα λεγόμενα «εμπόδια εισόδου» μπορεί να είναι με τη μορφή της πατέντας, ή ακόμα και επειδή τα προϊόντα προϋποθέτουν ακριβό κόστος κατασκευής.
Οικονομίες και αγορές
Ο ενδιαφερόμενος επενδυτής θα πρέπει να αγοράσει τις μετοχές εταιριών που έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν αναδυόμενες ή αναπτυσσόμενες αγορές. Μια εταιρία ενδέχεται να τραβήξει την προσοχή μόνο και μόνο για τη δραστηριότητά της. Μπορεί, όμως, να τραβήξει και την προσοχή επειδή υποβοηθείται από την «δύναμη» του επιχειρηματικού περιβάλλοντός της. Οι μετοχές εταιριών που δραστηριοποιούνται σε αναπτυγμένες αγορές ενδέχεται να ευημερήσουν – προσωρινά τουλάχιστον – ακόμη και στην περίπτωση εκείνη που οι ίδιες δεν διοικούνται σωστά.
Το ίδιο ισχύει και για τις χώρες. Οι μετοχές εταιριών μιας συγκεκριμένης χώρας μπορεί να αποδώσουν ακόμη και εάν η οικονομία δεν είναι σε καλή κατάσταση. Οι συγκεκριμένοι παράγοντες λειτουργούν, όμως, και αντίστροφα. Οι μετοχές εταιριών που δραστηριοποιούνται σε χώρες με προβληματική οικονομία ενδέχεται να προσπεραστούν από τους επενδυτές, παρά την πιθανή καλή και αποδοτική τους διοίκηση. Για τον ίδιο λόγο, η γενικότερη οικονομική αδυναμία μπορεί να οδηγήσει σε αδυναμία των τιμών των μετοχών, ανεξάρτητα από κάθε άλλο παράγοντα.
Διοίκηση και εργαζόμενοι
Οι εταιρείες εκείνες που έχουν ικανή και ισχυρή διοίκηση και που μπορούν να προσελκύσουν ταλαντούχους εργαζόμενους είναι ξεκάθαρα περισσότερο ελκυστικές από τις εταιρίες που δεν διαθέτουν τα συγκεκριμένα προσόντα.
Η Δυναμική ("momentum")
Βασική αρχή της αγοράς αποτελεί το γεγονός ότι οι τιμές των μετοχών ενισχύονται όταν υπάρχουν περισσότεροι αγοραστές απ’ ό,τι πωλητές, και πως οι τιμές πέφτουν όταν οι πωλητές υπερτερούν των αγοραστών. Οι επενδυτές που θέλουν να βγάλουν χρήματα θα πρέπει να μπορούν να προβλέψουν και να εντοπίσουν την ισορροπία μεταξύ της δυναμικής που υπάρχει για πωλήσεις/ αγορές σε συγκεκριμένους τίτλους και της δυναμικής που επικρατεί γενικότερα στην αγορά.
Οι επενδυτές, όμως, που έχουν τοποθετηθεί στην αγορά των μετοχών έχουν την τάση να κινούνται μαζικά. Με αυτόν τον τρόπο δεν υπάρχει πιθανότητα να αισθανθούν ανόητοι εάν κάνουν κάποια λανθασμένη κίνηση, δεδομένου ότι η πλειονότητα θα έχει κάνει το ίδιο ακριβώς λάθος.
Αυτή η τάση η οποία εύλογα δημιουργεί κάποιας μορφής «μόδα», σημαίνει ότι το χρήμα «κυνηγά» ορισμένους μετοχικούς τίτλους και αφήνει κάποιους άλλους εκτός. Αυτές οι ροές κεφαλαίων ικανοποιούν κάποιες προσδοκίες, καθώς οι τιμές ισορροπούν μεταξύ αγοράς και πώλησης. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, όμως, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι οι τιμές των μετοχών των αναπτυγμένων αγορών αναπόφευκτα θα αυξηθούν επειδή όλο και περισσότεροι επενδυτές στρέφονται προς το χρηματιστήριο – είτε άμεσα, είτε συμμετέχοντας σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα.
Οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο μεταβιβάζουν την ευθύνη για την χρηματοοικονομική ασφάλεια στους ιδιώτες και αρκετοί από αυτούς αποφασίζουν να επενδύσουν στα χρηματιστήρια ή στην αγορά των ακινήτων ή σε άλλες μορφές επένδυσης.
Τέτοιες δυνάμεις που επηρεάζονται από το momentum, είναι συνήθως ισχυρές όχι όμως μη αναστρέψιμες. Πράγματι, η φύση του momentum είναι τέτοια που η κατεύθυνση μπορεί να αλλάξει γρήγορα αλλά και έντονα. Τα χρηματιστηριακά κραχ, άλλωστε οφείλονται κυρίως στο momentum. Κι όμως συμβαίνει. Το μόνο που χρειάζεται να κοιτάξει κάποιος είναι το παράδειγμα της Ιαπωνίας στο δεκαετία του 1990 για να πειστεί ή στα Κραχ των 1929, 1973-75 ή 1987, ενώ πρόσφατο είναι βέβαια το παράδειγμα της Σοφοκλέους.
Όλα είναι σχετικά
Είναι μείζονος σημασίας για τον επενδυτή να συνειδητοποιήσει ότι η αξία της μετοχής σπανίως είναι απόλυτη και σταθερή. Συνήθως, είναι ακριβής μόνο σε σχέση με την αξία των άλλων μετοχών ή των άλλων επενδύσεων. Επίσης, είναι σημαντικό να κατανοήσει κάποιος ότι οι τιμές των μετοχών θα αντιδράσουν ανάλογα με το πνεύμα με το οποίο οι επενδύτες της αγοράς εκλαμβάνουν κάποιες πληροφορίες. Κατά περιόδους, η ερμηνεία μπορεί να είναι παράλογη, διφορούμενη ή εντελώς λανθασμένη. Υπάρχουν στιγμές όμως που οι επενδυτές θα πρέπει να κινηθούν ανάλογα με το ρεύμα που επικρατεί ανεξάρτητα από το εάν η αγορά κινείται «λογικά» ή όχι.
Βέβαια, η αλήθεια είναι πως κάποιος επενδυτής μπορεί να καταγράψει σημαντικά κέρδη εάν επενδύσει ενάντια στην τάση της αγοράς, με την προϋπόθεση, όμως, ότι η αγορά θα κατανοήσει το λάθος της και θα κινηθεί ώστε να το διορθώσει.
Σύγκριση μεταξύ μετοχών
Για να απλοποιήσει κάποιος τη διαδικασία της αποτίμησης και για να διευκολύνει τη σύγκριση μεταξύ διαφορετικών εταιριών, τα σχετικά μεγέθη προσδιορίζονται με βάση τον αριθμό των μετοχών. Οι εταιρίες, είναι διαφορετικού μεγέθους και έχουν εκδώσει διαφορετικό αριθμό μετοχών. Κατά συνέπεια δεν είναι σωστό να πει κάποιος πως μια μετοχή η τιμή της οποίας ανέρχεται στα 5 ευρώ είναι πιο ψηλά αποτιμημένη από εκείνη η τιμή της οποίας είναι στο 1 ευρώ.
Για παράδειγμα, η εταιρία Α η οποία έχει 1.000.000 μετοχές η τιμή των οποίων είναι στα 5 ευρώ ανά μετοχή, αξίζει 5 εκατ. ευρώ. Η εταιρία Β η οποία έχει εκδώσει 100.000.000 μετοχές η τιμή των οποίων είναι στο 1 ευρώ, αξίζει 100.000.000 ευρώ.
Η συνολική αξία μιας επιχείρησης υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό των μετοχών που έχουν εκδοθεί με την τιμή της μετοχής. Το μέγεθος που προκύπτει καλείται κεφαλαιοποίηση της εταιρίας.
Το μέγεθος μιας επιχείρησης και μόνο είναι αρκετό για να καταστήσει μια επιχείρηση ελκυστική έναντι μιας άλλης. Το μέγεθος δύναται να προσδώσει σε μια εταιρία μεγαλύτερη δύναμη στην αγορά όπου δραστηριοποιείται περιορίζοντας τον κίνδυνο των προβληματικών επιδόσεων. Η αξία όμως και πολύ περισσότερο η αξία σε σχέση με το χρηματικό ποσό που καταβάλει κάποιος έχει να κάνει με πολλά περισσότερα στοιχεία παρά μόνο με το μέγεθος μίας επιχείρησης.
Μετοχές της «δεκάρας»
Οι μετοχές της «δεκάρας» (οι τίτλοι δηλαδή εκείνοι που έχουν πολύ χαμηλή τρέχουσα τιμή στο χρηματιστήριο συνήθως προσελκύουν το ενδιαφέρον των μικρών, άπειρων και «αγαθών» επενδυτών. Η θεωρία σχετικά με την επένδυση σε μετοχές της «δεκάρας» λέει ότι εάν η τιμή μιας μετοχής είναι της τάξεως των 10 σεντς ακόμη και μικρές ποσοστιαίες μεταβολές στην τιμή οδηγούν σε γενναίες αποδόσεις. Εξάλλου, το 1 σεντ στα 10 αντιπροσωπεύει ποσοστό της τάξης του 10%. Ορισμένοι επενδύουν σε ανάλογες μετοχές βασιζόμενοι στη λανθασμένη αντίληψη ότι είναι «φθηνές». Στην πραγματικότητα, όμως, είτε η τιμή μιας μετοχής είναι στα 10 σεντς είτε στα 10 ευρώ, τα ποσά αυτά δεν λένε τίποτα για την πραγματική τους αξία.
Οι αξιολογήσεις όσον αφορά την αξία, μπορούν να γίνουν συσχετίζοντας την τιμή με μια σειρά παραγόντων. Οι χαμηλές τιμές σε μετοχές μπορεί να αντιστοιχούν είτε σε νέες επιχειρήσεις είτε σε παλαιότερες οι οποίες έχουν περάσει από δύσκολες συνθήκες. Βέβαια, ορισμένες από τις νέες εταιρίες ενδέχεται να αναπτυχθούν δυναμικά, ενώ από την άλλη κάποιες επιτυχημένες- αν και όχι όλες- μπορεί κάποια στιγμή να αλλάξουν πορεία.
Όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα οι επενδυτές που έχουν τοποθετηθεί σε μετοχές της «δεκάρας» αντιμετωπίζουν πρόβλημα συνήθως με το εύρος της αγοράς και πώλησης. Η διαφορά μεταξύ των δυο τιμών μπορεί κάλλιστα να είναι της τάξης του 20%, ένα περιθώριο το οποίο ενδέχεται να αμβλύνει τις αποδόσεις.
Συνήθως υπάρχει μια καλή και σωστή δικαιολογία για τον λόγο που οι τιμές των μετοχών βρίσκονται σε κάποια επίπεδα. Εξάλλου, και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις όσον αφορά την ανάπτυξή τους και τη διαδρομή τους προς την επιτυχία. Είναι κατά πάσα πιθανότητα περισσότερο δύσκολο να ανακάμψει μια εταιρία ή να ιδρυθεί εκ νέου. Υπάρχουν λοιπόν πάντα ευκαιρίες, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει κάποιος να υποτιμήσει τους κινδύνους που υπάρχουν.
Αγορά μετοχών από εργαζόμενους μιας επιχείρησης
Τα προγράμματα αγοράς μετοχών των εργαζομένων σε μια επιχείρηση εκτιμώνται ως «καλή» κίνηση, και βέβαια από πολλές απόψεις είναι. Από την πλευρά των εργαζομένων τα συγκεκριμένα προγράμματα τους προσφέρουν επιπλέον εισόδημα. Εξάλλου, οι εργαζόμενοι ενδέχεται να μπορούν να αγοράσουν τις μετοχές σε προνομιακές τιμές και κατά συνέπεια να είναι με αυτόν τον τρόπο προστατευμένοι σε περίπτωση που η τιμή της μετοχής υποχωρήσει σημαντικά. Από την πλευρά του επιχειρηματία, τα συγκεκριμένα προγράμματα προσφέρουν κίνητρο στον εργαζόμενο να δουλέψει πιο σκληρά και πιο αποτελεσματικά.
Εάν, όμως, κάποιος αγοράσει μετοχές μιας εταιρίας στην οποία εργάζεται, τότε εκθέτει τον εαυτό του στο ρίσκο της επιτυχίας ή της αποτυχίας της εταιρίας. Οι μηνιαίες του αποδοχές και η σύνταξή του – μέχρι ενός σημείου – εξαρτώνται από την εταιρία. Θέλει λοιπόν πραγματικά να ρισκάρει αγοράζοντας και μετοχές της εταιρίας του; Διακινδυνεύει πάντως αφού με αυτόν τον τρόπο, βάζει όλα τα αβγά στο ίδιο καλάθι.
Ποιες μετοχές θα πρέπει να αγοράσετε; (μέρος β΄)
Οι μετοχές μπορούν να αποτιμηθούν με πολλούς τρόπους. Η ονομαζόμενη «θεμελιώδης ανάλυση» οδηγεί τους αναλυτές να αξιολογούν τις μετοχές σύμφωνα με τις αριθμητικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες και σύμφωνα με άλλες παραμέτρους. Με τον τρόπο αυτό, οι μετοχές συνήθως αποτιμώνται σύμφωνα με την ικανότητα της εταιρίας να παράγει κέρδη για τους μετόχους ή σύμφωνα με την υποστήριξη που της παρέχουν τα περιουσιακά της στοιχεία.
Για να καταλήξει κανείς σε συμπέρασμα σχετικά με την αξία θα πρέπει να συσχετίσει την κερδοφορία της εταιρίας με την τιμή της μετοχής. Αυτό μπορεί να γίνει με τη χρήση αρκετών τεχνικών. Η περισσότερο κοινή μέθοδος είναι ο συσχετισμός της τιμής της μετοχής προς τα κέρδη της μετά από φόρους.
Κέρδη ανά μετοχή (EPS)
Για να είναι ευκολότερη η σύγκριση ανάμεσα στην τιμή της μετοχής και τα κέρδη και ανάμεσα στην τιμή της μετοχής και τα μερίσματα, τα στοιχεία συχνά αναπαριστώνται ως «ανά μετοχή». Το συχνά χρησιμοποιούμενο στοιχείο των κερδών ανά μετοχή είναι με απλά λόγια το ετήσιο κέρδος μετά από φόρους μιας εταιρίας διαιρεμένο με τον αριθμό των εν κυκλοφορία μετοχών. Για το σκοπό του υπολογισμού αυτού υπάρχουν διάφορες μέθοδοι.
Αν η τιμή της μετοχής της εταιρίας Α ισούται με πέντε φορές τα εταιρικά κέρδη ανά μετοχή, μπορεί να ειπωθεί ότι η μετοχή είναι «φθηνή». Αν η τιμή μιας εταιρίας Β, ισούται με πενήντα φορές τα κέρδη της ανά μετοχή μπορεί να θεωρηθεί «ακριβή».
Αν υποθέσουμε ότι τα κέρδη μείνουν σταθερά και για τις δύο εταιρίες, θα χρειαστούν μόνο πέντε χρόνια για τους μετόχους της πρώτης εταιρίας έως ότου δουν την τιμή της μετοχής να αντιστοιχεί με τα κέρδη ανά μετοχή. Στην δεύτερη περίπτωση, θα χρειαστούν 50 χρόνια έως ότου η τιμή της μετοχής και τα κέρδη ανά μετοχή φτάσουν να αναπαριστώνται από τον ίδιο αριθμό.
Ενδέχεται να υπάρχουν ακριβείς αιτίες γιατί μια μετοχή είναι φθηνή και μία άλλη ακριβή. Η φθηνή μπορεί να δραστηριοποιείται σε ένα δύσκολο και ή ωριμάζοντα κλάδο και εκεί να πρέπει να προσπαθήσει πολύ για να παράξει κέρδη. Αν τα κέρδη της εταιρίας Α – και τα κέρδη της ανά μετοχή- υποχωρήσουν στο μέλλον, θα χρειαστεί να περάσουν περισσότερα από πέντε χρόνια ώστε οι μέτοχοι να δουν τα κέρδη ανά μετοχή να εξισώνονται με την τιμή του τίτλου.
Με την ίδια λογική, η εταιρία B θα παράξει κέρδη ισοδύναμα της τιμής της μετοχής σε λιγότερα από 50 χρόνια αν τα κέρδη της αυξάνονται κάθε χρόνο.
Αν μια μετοχή διαπραγματεύεται σε επίπεδο που ισούται με πέντε φορές τα κέρδη, μπορεί να λεχθεί ότι είναι φθηνή. Μπορεί ακόμη να χαρακτηριστεί «χαμηλά αξιολογημένη» και να μην είναι ελκυστική. Μπορεί ακόμη να σημαίνει ότι η εταιρία θα προσπαθήσει να επεκταθεί.
Αν μια μετοχή διαπραγματεύεται σε τιμή ίση με 50 φορές τα τρέχοντα κέρδη ανά μετοχή, αυτό αποτελεί ένδειξη ότι η εταιρία αναμένεται- στο μυαλό των επενδυτών της χρηματιστηριακής αγοράς- να μεγαλώσει γρήγορα. Μπορεί να χαρακτηριστεί «υψηλά αποτιμημένη», χωρίς αυτό να είναι απόλυτο.
Ορισμένοι εκφράζουν την θέση ότι η τιμή μετοχής μιας εταιρίας πρέπει σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή να αντιστοιχεί στο σύνολο των κερδών ανά μετοχή που προβλέπεται να εμφανίσει η εταιρία αυτή τα επόμενα δέκα χρόνια.
Ο υπολογισμός αυτός στηρίζεται στην άποψη που θέλει τα δέκα χρόνια να αποτελούν τον συνήθη επενδυτικό ορίζοντα των περισσότερων επενδυτών. Λίγοι άνθρωποι μπορούν να θυμούνται λεπτομερώς τι συνέβη 10 χρόνια πριν ή πολύ περισσότερο μπορούν να έχουν μια ξεκάθαρη ιδέα του τι θα κάνουν τα επόμενα 10 χρόνια.
Η σχέση ανάμεσα στα κέρδη ανά μετοχή και στην τιμή της μετοχής πολλές φορές εκφράζεται ως ο λόγος της τιμής προς τα κέρδη (P/E). Υπολογίζεις το P/E διαιρώντας την τιμή της μετοχής με τα κέρδη ανά μετοχή.
Υψηλός λόγος P/E σε μία μετοχή σημαίνει ότι η μετοχή αυτή είναι ακριβή ή ότι η εταιρία αναμένεται να αυξήσει γρήγορα τα κέρδη της. Αντίθετα χαμηλό P/E σημαίνει ότι η εταιρία είναι φθηνή ή ότι έχει περιορισμένες προοπτικές ανάπτυξης.
Μερίσματα
Αν κανείς αναζητά να αυξήσει το ποσό του εισοδήματός του μπορεί να αναζητήσει και να αγοράσει μετοχές εταιριών που πληρώνουν ευμεγέθη μερίσματα. Για να πάρετε μια ιδέα του τι είναι καλό και κακό μέρισμα πρέπει να προχωρήσετε σε συγκρίσεις μεταξύ των εταιριών. Αυτό συμβαίνει διαιρώντας το συνολικό ετήσιο μέρισμα ανά μετοχή με την τιμή της μετοχής. Αν εκφραστεί με ποσοστό, το νούμερο αυτό καλείται «μερισματική απόδοση». Αποτελεί μέγεθος που εμφανίζεται μαζί με το P/E και δίπλα στις τιμές των μετοχών στις στήλες αρκετών εφημερίδων (κυρίως του εξωτερικού). Επίσης, ενδιαφέροντα συμπεράσματα προκύπτουν αν η μερισματική απόδοση μιας εταιρίας συγκριθεί με τη συνολική μερισματική απόδοση της αγοράς ή επιμέρους κλάδων.
Τα μεγέθη των μερισματικών αποδόσεων συχνά μαρτυρούν στους επενδυτές περισσότερα από το βαθμό γενναιοδωρίας των εταιριών σε ό,τι αφορά τις μερισματικές πληρωμές. Αν η μερισματική απόδοση είναι υψηλή, μπορεί επίσης να σημαίνει ότι η τιμή της μετοχής είναι χαμηλή και άρα ότι ο τίτλος είναι φθηνός. Αντιστρόφως, μια χαμηλή μερισματική απόδοση μπορεί να σημαίνει ότι μια μετοχή είναι ακριβή.
Ωστόσο, μια εξαιρετικά υψηλή μερισματική απόδοση- ας πούμε μια διψήφια- είναι συχνά «σήμα κινδύνου». Αυτό συμβαίνει γιατί οι μερισματικές αποδόσεις όπως και οι λόγοι P/E που συνήθως βλέπουν το φως της δημοσιότητας, βασίζονται στα πλέον πρόσφατα οικονομικά στοιχεία. Αυτά τα αποτελέσματα είναι πιθανόν να μην περιγράφουν ακριβώς την εικόνα του τι συμβαίνει στην εταιρία αυτή τη στιγμή ή βέβαια τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον.
Μια πολύ υψηλή μερισματική απόδοση μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι η εταιρία προτίθεται να προχωρήσει στην μείωση του μερίσματος της- ή ότι η αγορά αναμένει κάτι τέτοιο. Σπάνια αποτελεί σημάδι δύναμης για μια εταιρία το να μειώνει το μέρισμα της, οπότε μια πολύ υψηλή μερισματική απόδοση μπορεί να υποδηλώνει ότι μια εταιρία έχει προβλήματα και άρα πρέπει να αποφεύγεται.
Ωστόσο, το ύψος του μερίσματος είναι κάτι που μπορεί να μεταβληθεί.
Περιουσιακά στοιχεία
Η τιμή της μετοχής υπολογίζει την αξία που δίνεται σε μια εταιρία από τις δυνάμεις της αγοράς. Η αξία αυτή μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από – φερ’ ειπείν- την αξία που εντοπίζουν οι ελεγκτές και οι λογιστές, οι οποίοι καταγράφουν τα περιουσιακά της στοιχεία (εκτάσεις γης, κτίρια, φίρμες, κ.α.- μείον τις υποχρεώσεις της όπως τα χρέη). Αν διαιρέσει κανείς το μετοχικό κεφάλαιο με τον αριθμό των μετοχών, καταλήγει στην καθαρή αξία ενεργητικού ανά μετοχή.
Διαφορετικές εταιρίες μπορούν να αξιολογηθούν με διαφορετικούς δείκτες. Πολλές εταιρίες είναι χρήσιμο να αξιολογούνται σε σχέση με την κερδοφορία τους, επειδή η επιθυμία τους να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη είναι το βασικό κίνητρο για αυτούς που διευθύνουν επιχειρήσεις. Ο λόγος τιμής μετοχής προς κέρδη (P/E) και τα στατιστικά των μερισματικών αποδόσεων θα βοηθήσουν στην αξιολόγηση αυτή.
Η καθαρή αξία ενεργητικού ωστόσο, συνήθως αντιμετωπίζεται ως η περισσότερο αποκαλυπτική, όταν πρόκειται να αξιολογηθούν εταιρίες ακινήτων ή επενδυτικές εταιρίες.
Σε ορισμένες εταιρίες, όπως είναι επί παραδείγματι οι εταιρίες υψηλής τεχνολογίας και οι εταιρίες διαδικτύου, όπου η αξία έχει να κάνει με την τεχνογνωσία, η τιμή της μετοχής –είναι ευνόητο- λίγη σχέση θα έχει με την καθαρή αξία ενεργητικού.
Άλλοι αριθμοί
Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόπου για να αξιολογήσει κανείς τις μετοχές και πολλές μέθοδοι χρησιμοποιούνται. Ορισμένοι επενδυτές χρησιμοποιούν τα Κέρδη Προ Φόρων Τόκων Αποσβέσεων Άυλων στοιχείων και Αποσβέσεων (EBITDA).
Άλλη μέθοδος είναι η Απόδοση του Απασχολούμενου Κεφαλαίου (Return On Capital Employed ή ROCE). Αν και το ROCE είναι δυνατόν να μετρηθεί με διαφορετικούς τρόπους, ως απλούστερη μέθοδος θα μπορούσε να αναφερθεί η διαίρεση των κερδών ενός έτους με τα περιουσιακά στοιχεία.
Είναι εξαιρετικά χρήσιμο κανείς να συγκρίνει εταιρίες που δραστηριοποιούνται στους ίδιους ή σε παρόμοιους κλάδους, καθώς διαφορετικοί τύποι επιχειρήσεων εμφανίζουν διαφορετικές κεφαλαιακές ανάγκες. Θα ήταν άδικο να συγκρίνουμε μια εταιρία ηλεκτρισμού με αρκετά κεφάλαια δεσμευμένα στην υποδομή και μια διαφημιστική εταιρία, η οποία έχει μια σχετικά μικρή βάση κεφαλαιακών στοιχείων. Η μέτρηση της Απόδοσης του Απασχολούμενου Κεφαλαίου είναι μάλλον περισσότερο χρήσιμη όταν συγκρίνονται οι επιδόσεις εταιριών με μεγάλα υλικά περιουσιακά στοιχεία.
Ακόμη μια χρήσιμη και ευρέως παρατηρούμενη στατιστική είναι η μόχλευση (leverage). Η μόχλευση δίνει μια ένδειξη του πόσο χρέος έχει μια εταιρία σε σχέση με το μέγεθός της. Προκύπτει αν διαιρεθεί το καθαρό χρέος με τα περιουσιακά στοιχεία.
Δεν είναι απαραίτητα κακό για μια εταιρία να καταφεύγει στο δανεισμό. Τα δάνεια διευκολύνουν τις επενδύσεις και επιτρέπουν σε μια εταιρία να αναπτυχθεί ταχέως. Το κατάλληλο επίπεδο μόχλευσης ποικίλλει από εταιρία σε εταιρία, αλλά ως γενικός κανόνας θεωρείται «κανονικό» η μόχλευση να είναι γύρω στο 50%. Μόχλευση άνω του 100% (που σημαίνει ότι τα χρέη μιας επιχείρησης είναι μεγαλύτερα από τα περιουσιακά της στοιχεία) λογικά εκπλήσσει δυσάρεστα, αν και αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη φύση της δραστηριότητας.
Οι επενδυτές οφείλουν να εξοικειωθούν με τις ταμειακές ροές μιας εταιρίας. Τα στοιχεία για τα κέρδη, αν και χρήσιμα, μπορούν να αποκρύπτουν σημαντικά δεδομένα. Η ανάλυση των ταμειακών ροών δίνει μια γρήγορη ένδειξη του πόσο υγιής είναι μια επιχείρηση. Αν οι ταμειακές ροές μιας εταιρίας είναι θετικές κατά τη διάρκεια ενός έτους, αυτή είναι υγιής. Αν είναι αρνητικές, αυτό αποτελεί κακό σημάδι.
Χρήσιμοι Τύποι
- Κεφαλαιοποίηση αγοράς = Αριθμός εν κυκλοφορία μετοχών Χ τιμή μετοχής
- Κέρδη ανά μετοχή = Κέρδη προς διανομή στους μετόχους / αριθμός των εν κυκλοφορία μετοχών
- Καθαρή Αξία Ενεργητικού = Ενεργητικό - υποχρεώσεις / αριθμό μετοχών που έχουν εκδοθεί από την εταιρία
- Λόγος Τιμής / Κερδών (P/E) = Τιμή μετοχής / Κέρδη ανά μετοχή
- Μερισματική απόδοση (%) = Ετήσιο μέρισμα ανά μετοχή / τιμή μετοχής
- Μόχλευση = Υποχρεώσεις / περιουσιακά στοιχεία
- Απόδοση Απασχολούμενου Κεφαλαίου = Κέρδη προ τόκων και φόρων / Απασχολούμενο κεφάλαιο
Αναδημοσίευση από το https://www.stocklearning.gr/