Οι αξίες του Ολυμπισμού και η προοπτική τους στην εκπαίδευση: από τον 19ο στον 21ο αιώνα
Περίληψη
Σκοπός της εργασίας είναι να διερευνήσει εάν οι φιλοσοφικές αρχές και τα ιδεώδη του Ολυμπισμού θεωρούνται ακόμη, από την αναβίωση των Αγώνων μέχρι και σήμερα, ένα μέσο μετάδοσης ηθικών αξιών και αρετών στον άνθρωπο. Καθώς επίσης εάν η μετάδοση των αρχών αυτών μπορούν να διαδραματίσουν κεντρικό παιδαγωγικό και κοινωνικό ρόλο στις σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές και εκπαιδευτικές συνθήκες του 21ου αιώνα. Ο Ολυμπισμός, είναι η φιλοσοφία η οποία μέσω της εκπαίδευσης, αποσκοπεί στην καλλιέργεια υγιών ηθικών αξιών, συμβάλλοντας στη διαδικασία ηθικής διαπαιδαγώγησης του σύγχρονου ανθρώπου. Οι αρχές του Ολυμπισμού αποτελούν πολύτιμη πηγή αξιών και ιδανικών τα οποία, μέσω της εκπαίδευσης, αναδεικνύουν την ανθρωπιστική και πολιτιστική αξία του αθλητισμού. Είναι, όμως, αναγκαία η επανεξέταση του πλαισίου του Ολυμπισμού έτσι ώστε να δοθεί η δυνατότητα να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση του με τα νέα κοινωνικά δεδομένα.
Λέξεις κλειδιά: Ολυμπισμός, αθλητισμός, εκπαίδευση, αξίες, ηθική διαπαιδαγώγηση
Εισαγωγή
Ο Ολυμπισμός περιλαμβάνει ένα ολόκληρο πλέγμα από φιλοσοφικές, ηθικές, εκπαιδευτικές και οργανωτικές αρχές που συγκροτούν την βάση του Ολυμπιακού Κινήματος. Ο Ολυμπιακός Χάρτης αποτελεί σήμερα το θεμελιώδες καταστατικό του Ολυμπιακού Κινήματος στο οποίο αναφέρεται ρητά η παιδαγωγική προσέγγιση του Ολυμπισμού. Οι παρακάτω παράγραφοι προσδιορίζουν το σκοπό και τους στόχους του Ολυμπισμού:
«Ο Ολυμπισμός είναι φιλοσοφία ζωής, που εξάρει και συνθέτει, σε ένα αρμονικό σύνολο τις ιδιότητες του σώματος, της θέλησης και του πνεύματος. Συνδυάζοντας τον αθλητισμό με τον πολιτισμό και την παιδεία, ο Ολυμπισμός επιδιώκει τη δημιουργία ενός τρόπου ζωής που βασίζεται στη χαρά της προσπάθειας, την εκπαιδευτική αξία του καλού παραδείγματος και τον σεβασμό για πανανθρώπινες θεμελιώδεις ηθικές αρχές» (§ 1).
«Σκοπός του Ολυμπισμού είναι να θέσει τον αθλητισμό στην υπηρεσία της αρμονικής ανάπτυξης του ανθρώπου για την προώθηση μιας ειρηνικής κοινωνίας, η οποία μεριμνά για τη διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» (§ 2).
«Η ενασχόληση με τον αθλητισμό αποτελεί δικαίωμα του ανθρώπου. Κάθε άτομο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να κάνει αθλητισμό, χωρίς οποιαδήποτε διάκριση και σύμφωνα με το Ολυμπιακό Πνεύμα, που απαιτεί αμοιβαία κατανόηση, σε πνεύμα φιλίας, αλληλεγγύης και ευγενούς άμιλλας» (§ 4).
Γίνεται λοιπόν εμφανές ότι ο Ολυμπισμός είναι ένα εκπαιδευτικό μέσο μετάδοσης ενός συνόλου ηθικών αξιών και αρετών στον άνθρωπο. Ο αγώνας του προς την «καλοκαγαθία», είναι μία βιωματική εμπειρία, είναι η πράξη της θεωρίας και όχι η θεωρία της πράξης. Στο επίκεντρο αυτής της θεωρίας-πράξης βρίσκεται ο άνθρωπος ως ύπαρξη, ως άτομο, ως μέλος της κοινωνίας και ως μέλος της παγκόσμιας κοινότητας (Γεωργιάδης, 2005). Οι αρχές του Ολυμπισμού αντιλαμβάνονται τον άνθρωπο ως ένα αναπόσπαστο σύνολο, ως μια αδιαίρετη κατάσταση ψυχικής, πνευματικής και σωματικής ανάτασης και εκφράζουν την ενέργεια της ψυχής προς την ευδαιμονία. Είναι μια παιδαγωγική διαδικασία η οποία έχει καθοριστικό ρόλο στην διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου, πέρα από κάθε εθνική, φυλετική και θρησκευτική διάκριση. Ενώ, προσπαθεί να συμβάλει, χωρίς να έρχεται σε σύγκρουση με τις σύγχρονες ιδεολογίες, στην ενίσχυση της πνευματικής ζωής του ανθρώπου διδάσκοντάς του τις πανανθρώπινες αξίες (Νησιώτης, 1980).
Ως βασική μεθοδος, για τη μετάδοση των αρχών του Ολυμπισμού, προκρίνεται από τους παιδαγωγούς η παραγωγική-αναλυτική (deductive–analytique) αλλά και η επαγωγική-συνθετική (inductive–synthetique). Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι με την παραγωγική-αναλυτική μέθοδο, οι αρχές του Ολυμπισμού θα πρέπει να μεταδίδονται ως γνώση και να ερμηνεύονται με βάση την κάθε περίπτωση στη σημερινή πραγματικότητα. Ενώ για τη χρήση της επαγωγικής συνθετικής μεθόδου θεωρούν ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις της σημερινής κοινωνίας, να ερευνώνται οι ειδικές περιπτώσεις εφαρμογής των αρχών του, έτσι ώστε να καταλήγει σε μια νέα καταξίωση και εκτίμηση των αρχών αυτών. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προωθείται ο σημερινός διεθνισμός των ιδεολογιών όπως, η κοινωνική συμβίωση, η συνεργασία μεταξύ των λαών, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η απόρριψη των φυλετικών διακρίσεων κ.λπ., έτσι ώστε οι ιδέες αυτές να ταυτίζονται με την σημερινή πραγματικότητα, αλλά και να μπορούν να εφαρμοστούν στην κοινωνική και σχολική ζωή με συγκεκριμένο τρόπο.
Ο Ολυμπισμός σήμερα: ορισμός, έννοια, αρχές
Το θέμα “Ολυμπισμός σήμερα” είναι πάντοτε επίκαιρο καθώς παραπέμπει στη σχέση μεταξύ των ιδεατών στόχων του Ολυμπισμού και της πραγματικότητας, αφού οι στόχοι που θέτει ο Ολυμπιακός χάρτης δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθούν μόνο με την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων (Φιλάρετος, 1998). Ο Ολυμπισμός ως έννοια δεν υπήρχε στην αρχαιότητα. Ο πλησιέστερος εννοιολογικά προσδιορισμός του εν λόγω όρου είναι του ρήτορα Ισοκράτη ο οποίος στον Πανηγυρικό του αναφέρεται στις αρχές που πλαισιώνουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την Ολυμπιακή ιδέα (Γεωργιάδης, 2002). Είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε πολύ συχνά με διαφορετικές εκφράσεις από τον Coubertin όπως, «Ανανεωμένος Ολυμπισμός, Νέο-Ολυμπισμός, Ολυμπισμός, Ολυμπιακή Ιδέα, Ολυμπιακό Ιδεώδες». Οι όροι αυτοί είχαν πάντα μια έντονη κοινωνική και εκπαιδευτική διάσταση και ο Coubertin ήθελε η ακτινοβολία τους να ξεπεράσει τον καθαρά αθλητικό χώρο και να επεκταθεί στο σύνολο των καθημερινών κοινωνικών δραστηριοτήτων και στην βελτίωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς (Landry, 1988). Μάλιστα, εξακολουθούσε να προσθέτει έννοιες στον Ολυμπισμό και να αλλάζει τη διατύπωσή του μέχρι αργά στη ζωή του. Από ιστορική άποψη, η πολυπλοκότητα της έννοιας μπορεί να αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι ο Coubertin επηρεάζεται από διάφορες απόψεις, από όλη την υφήλιο, από τον κλασσικό Ελληνισμό, τον αγγλικό «μυϊκό Χριστιανισμό», το γαλλικό κοινωνικό ρεφορμισμό, ή τον κλασσικό φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα (Torres, 2004). Στην 6η Ολυμπιακή Επιστολή του ο Coubertin,περιγράφει ότι η έννοια του Ολυμπισμού είναι πάνω από όλα μια διανοητική κατάσταση που πηγάζει από την λατρεία της προσπάθειας και της ευρυθμίας, οι οποίες αποτελούν τη βάση για μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα (Landry, 1988).
Σήμερα η χρήση του όρου Ολυμπισμός, είναι ευρύτατα διαδεδομένη, αλλά ο ορισμός του παραμένει δύσκολος. Ένας βασικός λόγος της δυσκολίας αυτής οφείλεται στο γεγονός ότι η έννοια του Ολυμπισμού οικοδομήθηκε σε αντιλήψεις, όπως και συστήματα αξιών και αρχών που προέρχονταν από τον δυτικό πολιτισμό. Στο πέρασμα, όμως, του χρόνου η έννοια του Ολυμπισμού αφομοιώθηκε με άνισο τρόπο από τα ήθη, την ιστορία και τον πολιτισμό διαφορετικών λαών της παγκόσμια κοινότητα ( Muller, 1999).
Ο Jim Parry (1999, 2004), αναφέρει ότι η έννοια του Ολυμπισμού χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό γενικότητας και έχει διαφορετική έκφραση ανάλογα με το χώρο, τον χρόνο, την ιστορία και τη γεωγραφία. Είναι μια κοινωνική φιλοσοφία, η οποία τονίζει τον ρόλο του αθλητισμού για την παγκόσμια ανάπτυξη, τη διεθνή κατανόηση, την ειρηνική συνύπαρξη και την κοινωνική και ηθική διαπαιδαγώγηση. Σύμφωνα πάντα με τον Parry, αυτή η φιλοσοφία απευθύνεται σε όλους ως πλαίσιο λειτουργίας για ολόκληρη τη ζωή τους και δεν αφορά μόνο τους αθλητές, ούτε μόνο την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. Παράλληλα τονίζει ότι το αξιακό πλαίσιο του Ολυμπισμού δεν περιορίζεται μόνο στην άμιλλα και στη νίκη, αλλά επεκτείνεται στις αξίες της συμμετοχής και της συνεργασίας. Τέλος, ο Parry αντιλαμβάνεται τον αθλητισμό ως μια δραστηριότητα η οποία ασκεί επιρροή στο άτομο, που το διαπαιδαγωγεί και το διαπλάθει και που συμβάλλει στην ανάπτυξη τόσο της προσωπικότητάς του όσο και της κοινωνικής του ζωής στο σύνολό της.
Ο Γεωργιάδης (2002), αναφερόμενος στις αρχές του Ολυμπισμού, διαπιστώνει ότι διακρίνονται σε τέσσερα επίπεδα, το ατομικό, το κοινωνικό, το πολιτιστικό και το οικουμενικό. Σε ατομικό επίπεδο ο Ολυμπισμός διδάσκει ένα σύνολο ηθικών αξιών και αρετών του ανθρώπου και με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί την ηθική υπόσταση που λειτουργεί ως προϋπόθεση για την ατομική ειρήνη, το σεβασμό και την κατανόηση των άλλων (αρμονική ανάπτυξη σώματος και πνεύματος, σεβασμός στον εαυτό μας, συμμετοχή, εθελοντική προσπάθεια, αυτοπειθαρχία, αυτοεκτίμηση, επιμονή, προσπάθεια). Σε κοινωνικό επίπεδο συμβάλλει στη συνεργασία, στην ισότητα, στην φιλία, στο σεβασμό, όλων των κοινωνικών τάξεων και ομάδων, απορρίπτει τις κοινωνικές προκαταλήψεις με σκοπό την κατανόηση και την επίτευξη της κοινωνικής ειρήνης σε όλο τον κόσμο (φιλία, ισότητα, σεβασμός των άλλων, κατανόηση, αλληλεγγύη, αδελφοσύνη, fair-play, ισότητα ευκαιριών, συντροφικότητα, δεοντολογία). Σε πολιτιστικό και οικουμενικό επίπεδο μέσω των Αγώνων δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, θρησκείας και εθνικότητας να ανταλλάξουν απόψεις, συμβάλλοντας στην πολιτισμική επικοινωνία των λαών (Πολιτιστικές αρχές: σεβασμός πολιτιστικών αξιών, διαπολιτισμικές σχέσεις και ανταλλαγές μεταξύ ατόμων χωρών -ηπείρων, ισότιμη συμμετοχή όλων, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, φύλου, πολιτισμού ή κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης. Οικουμενικές αρχές: συνύπαρξη λαών, σεβασμός στο περιβάλλον, πατριωτισμός, διεθνισμός, αλτρουισμός, ειρήνη, δημοκρατία στον αθλητισμό») (Γεωργιάδης, 2002).
Ο Parry (2004), υποστηρίζει σαφώς ότι οι αρχές του Ολυμπισμού στηρίζονται στις ιδέες του Pierre de Coubertin, του ιδρυτή - πρόεδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής και πατέρα των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και στις θεμελιώδεις αρχές του Ολυμπιακού Χάρτη. Συνεισφέροντας με τη δική του οπτική, τονίζει ότι βάσει των παιδαγωγικών αρχών του Ολυμπισμού προάγονται τα ιδανικά:
- της ολοκληρωμένης και αρμονικής ανάπτυξης του ατόμου.
- της αναζήτησης της υπεροχής και του επιτεύγματος,
- της αγωνιστικής αθλητικής δραστηριότητας μέσα από την προσπάθεια,
- τον αμοιβαίο σεβασμό, την δικαιοσύνη, τη ισότητα και την ευθυδικία,
- την δημιουργία σταθερών προσωπικών ανθρώπινων σχέσεων φιλίας,
- την δημιουργία διεθνών σχέσεων ειρήνης, ανεκτικότητας και κατανόησης (Parry, 2004).
Ο Pierre de Coubertin και οι παιδαγωγικές του ιδέες για τον Ολυμπισμό
Ο Coubertin ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε αντιληφθεί ότι ο αθλητισμός επρόκειτο να αποτελέσει βασικό εφαλτήριο ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο, να γίνει σημαντικό στοιχείο της λαϊκής κουλτούρας, αλλά και ένα μέσο επικοινωνίας μεταξύ των διάφορων πολιτισμών (Parry, 1999). Ήθελε ουσιαστικά να δημιουργήσει, με κεντρικό άξονα τους Ολυμπιακούς Αγώνες, μια μόνιμη οικουμενική δράση, η οποία θα είχε ως βασικό σκοπό την εκπαιδευτική αναγέννηση της ανθρωπότητας. Για τον λόγο αυτό, οι προσπάθειες του για την αναβίωση των Αγώνων δεν επικεντρώθηκαν μόνο στη θεσμική οργάνωση αλλά και στη διάδοση και αναμόρφωση του αθλητισμού μέσω της παιδείας. Ο Coubertin, στη διαδικασία συγκρότησης του φιλοσοφικού υπόβαθρου της δράσης του αυτής, επηρεάστηκε κυρίως από την παράδοση της αθλητικής παιδείας των αρχαίων ελλήνων, αλλά και από το εκπαιδευτικό σύστημα της Βρετανίας και ιδιαίτερα από το εκπαιδευτικό σύστημα των ιδιωτικών σχολείων public schools (Lazlo, 1988). Χάρη στην κλασσική παιδεία που έλαβε από το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι, αναδείχθηκε πολύ γρήγορα θερμός υπέρμαχος του παιδαγωγικού ουμανισμού. Εργάστηκε συνειδητά για να επιτύχει μια ενιαία οικουμενική κοινότητα αναζητώντας παράλληλα ένα παιδαγωγικό πλαίσιο που θα μπορούσε να δώσει νέα ώθηση στην εκπαίδευση των νέων. Έτσι, άρχισε ήδη από τη δεκαετία του 1880 να εξοικειώνεται με την ευρωπαϊκή Αναγέννηση του 15ου και 16ου αιώνα, και με τη σχέση της με τον αρχαιοελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό (Muller, 2009).
Οι μελέτες του γύρω από την ιστορία, τον πολιτισμό αλλά και τον χαρακτήρα της αρχαίας αγωνιστικής παράδοσης, οδήγησαν τον Coubertin στο να διαγνώσει ότι ο αθλητισμός ήταν και θα μπορούσε να ξαναγίνει, μέρος της παιδείας του ανθρώπου. Ενώ θα μπορούσε να καλλιεργήσει, με αρμονικό και ισορροπημένο τρόπο, τις διανοητικές, ψυχικές και σωματικές αρετές. Το πλατωνικό και Αριστοτέλειο τρίπτυχο «Μουσική, Φιλοσοφία και Γυμναστική», ως βασικό γνώρισμα μιας ολοκληρωμένης αγωγής, που ενώνει με αρμονικό και ισορροπημένο τρόπο τις διανοητικές, ψυχικές και σωματικές αρετές του ατόμου, έγινε η βάση που πάνω της οικοδόμησε το όραμά του για την αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Νησιώτης, 1980). Ταυτόχρονα, μελέτησε διάφορα εκπαιδευτικά συστήματα της εποχής του, επισκέφθηκε πολλές φορές την Αγγλία, όσο και τη Βόρεια Αμερική και εντυπωσιάστηκε από τη σημαντική θέση που κατείχε ο αθλητισμός και η σωματική άσκηση στο σχολικό πρόγραμμα. Σταδιακά απέκτησε βαθιά γνώση και εμπειρία στα διάφορα παιδαγωγικά συστήματα τα οποία ήταν προσανατολισμένα προς τον αθλητισμό, ενώ τον ενθουσίασαν ιδιαίτερα τα αθλητικά κινήματα που στηρίζονταν στις θεωρίες των Thomas Arnold και William Penny Brookes. Αυτά τον ώθησαν να ξεκινήσει μια πραγματική σταυροφορία για την καθιέρωση της σωματικής άσκηση στην εκπαίδευση, αλλά και να συγκρότηση τον παιδαγωγικό προσανατολισμό των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Γεωργιάδης, 1998).
Την πρώτη διάλεξη που έδωσε ο Coubertin και η οποία αποτέλεσε και την επίσημη αρχή της εκστρατείας του για την καθιέρωση της σωματικής άσκησης και του αθλητισμού στη Β/θμια εκπαίδευση των σχολείων της Γαλλίας, έγινε το 1887 και είχε ως θέμα: «Η αγγλική παιδεία». Δύο χρόνια αργότερα, υποστήριξε ότι με την εισαγωγή της σωματικής άσκησης στα εκπαιδευτικά συστήματα, οι μαθητές μπορούσαν να αποκτήσουν σημαντικές σωματικές και πνευματικές αρετές (σεβασμός στους κανόνες, συνεργασία, ομαδικότητα, σεβασμός στους άλλους κ.λπ.). Τόνισε, μάλιστα, ότι «ο μόνος τρόπος για να αλλάξουμε τον άνδρα, είναι να αλλάξουμε το παιδί» και αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μοντέλο εκπαίδευσης για παγκόσμια ειρήνη. Το όραμα και οι ιδέες του Coubertin έλαβαν την τελική τους μορφή δύο χρόνια πριν την αναβίωση των Αγώνων στην πρώτη του ομιλία στην Αθήνα το 1894 στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός». Εκεί εξέφρασε το μέγεθος της γοητείας που του είχε ασκήσει το πνεύμα της Ελληνικής αρχαιότητας και υποστήριξε ότι, η αναβίωση των Αγώνων θα μπορούσε να διαμορφώσει τις συνθήκες για ένα ειρηνικό διεθνισμό. Δήλωσε, μάλιστα ότι οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες θα μπορούσαν να αποτελέσουν εγγύηση για δημοκρατικές εξελίξεις, κοινωνικές κατακτήσεις και θεσμικές μεταρρυθμίσεις των κρατών. Οι διαδικασίες αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν στέρεες βάσεις για την οικοδόμηση της παγκόσμιας ειρήνης και της ηθικής τελειοποίησης των πολιτών (Γεωργιάδης, 2002).
Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι ο αναγεννημένος Ολυμπισμός σύμφωνα με τις ιδέες του Coubertin, εμφανίστηκε άρρηκτα συνδεδεμένος με μια παιδαγωγική αποστολή σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και όπως υπογραμμίστηκε στη σύνοδο της Σορβόννης, ο «νέος Ολυμπισμός» ήταν ανοιχτός σε όλο τον κόσμο. Έτσι, η έννοια του πανανθρώπινου, μια έννοια του 19ου αιώνα, αποτέλεσε την πρώτη παιδαγωγική αρχή, καθώς δεν είχε ως αποδέκτη μόνο μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, αλλά όλους ανεξαρτήτου φυλής, φύλλου και θρησκείας. Μια αρχή η οποία και σήμερα ακόμη αποτελεί την κινητήρια δύναμη για τις νεολαίες του κόσμου (Γλυκατζή-Αρβελέρ, 1998).
Για να διευρύνει τα εκπαιδευτικά και πολιτιστικά θεμέλια των Αγώνων, έτσι ώστε να τους δώσει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, ο Coubertin οργάνωσε τα Ολυμπιακά συνέδρια. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ένα χρόνο μετά την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1897 στη Χάβρη, οργάνωσε το πρώτο Ολυμπιακό Συνέδριο με θέμα «Αθλητική υγιεινή και Παιδαγωγική». Στη διάρκεια του συνεδρίου εξετάστηκαν διάφορα θέματα σχετικά με την φυσική αγωγή στην εκπαίδευση, ενώ οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν, κυρίως, γύρω από τις απόψεις του παιδαγωγού Thomas Arnold. Η προσπάθεια αυτή συνεχίστηκε και στο 3ο Ολυμπιακό συνέδριο το 1905 στις Βρυξέλλες, όπου εξετάστηκαν θέματα σχετικά με την επίδραση της οργανωμένης φυσικής αγωγής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, την προώθηση του γυναικείου αθλητισμού, τον κοινωνικό ρόλο του αθλητισμού και την προώθηση του αθλητισμού σε όλες τις κοινωνικές ομάδες. Το 1906 στο Παρίσι, πραγματοποιήθηκε η παγκόσμια «Συμβουλευτική Συνδιάσκεψη των Γραμμάτων, Τεχνών και Αθλητισμού». Στο πλαίσιο της συνδιάσκεψης αυτής μελετήθηκαν τρόποι με τους οποίους η τέχνη και η λογοτεχνία θα μπορούσαν να συνεργαστούν και να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη των Ολυμπιακών Αγώνων. Η σημαντικότερη απόφαση της συνδιάσκεψης αφορούσε την εισαγωγή διαγωνισμού καλών τεχνών κατά τις μελλοντικές Ολυμπιακές διοργανώσεις. Ο διαγωνισμός θα ελάμβανε τη μορφή πεντάθλου καλών τεχνών και θα περιελάμβανε την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και τη μουσική. Θα τελούταν επί ίσοις όροις με τις υπόλοιπες αθλητικές διοργανώσεις και θα διαπνέονταν από το πνεύμα του αθλητισμού. Κατά την πρώτη εφαρμογή του διαγωνισμού στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης το 1912 αποδείχθηκε ότι το εγχείρημα ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Ο διαγωνισμός συνεχίστηκε μέχρι και τους Ολυμπιακούς αγώνες του 1948 (Garcia, 2012).
Το 1913 στη Λοζάνη ο Pierre de Coubertin διοργάνωσε ένα νέο Ολυμπιακό Συνέδριο το οποίο είχε ως κεντρικό θέμα την «ψυχολογία και φυσιολογία του αθλητισμού». Από τις εργασίες του συνεδρίου διαπιστώθηκε ότι κάθε αθλητική προσπάθεια, είτε σε επίπεδο πρωταθλητισμού, είτε σε επίπεδο μαζικής άσκησης, δεν πρέπει να επιδιώκει μόνο την ανάπτυξη των φυσικών ικανοτήτων του ατόμου, αλλά και να ανυψώνει ηθικά τον άνθρωπο. Στη προσπάθεια ολοκλήρωσης του οράματός του παραιτήθηκε από πρόεδρος της Δ.Ο.Ε., το 1925 και ασχολήθηκε με την ίδρυση της Παγκόσμιας Παιδαγωγικής Ένωσης η οποία εκπόνησε ένα «Χάρτη Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης». Το 1926, ο Coubertin, ίδρυσε ένα «Διεθνές Κέντρο Αθλητικής Εκπαίδευσης» (Muller, 1988, 2009) και το 1935, δυο χρόνια πριν από τον θάνατο του, αναφέρθηκε σε πέντε αρχές οι οποίες θα αποτελούσαν και την φιλοσοφική βάση του Ολυμπισμού.
Ισότητα
Η πρώτη αρχή που διατύπωσε είχε ως άξονα την «ισότητα» όλων των ανθρώπων. Η προσπάθειά του Coubertin για την παγκόσμια συναδέλφωση, στο δικαίωμα όλων για συμμετοχή, του «ευ αγωνίζεσθαι», στην αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας, της δικαιοσύνης, του σεβασμού για τους άλλους, κατά των φυλετικών διακρίσεων, της αυτονομίας και της αριστείας ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της φιλοσοφίας του. Οι αξίες αυτές αποτελούσαν ουσιαστικά τις θεμελιώδεις αξίες του ουμανισμού. Θεωρούσε ότι ο αθλητισμός θα έπρεπε να αποτελεί δικαίωμα όλων των ανθρώπων και θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα για την ανάπτυξη δημοκρατικής συνείδησης στους πολίτες (Νησιώτης, 1980).
Το 1919 υποστήριξε τη θεωρητική εξήγηση της κοινωνικής ένταξης στον τομέα του αθλητισμού, διατυπώνοντας την πρότασή του για τον «αθλητισμό για όλους» προωθώντας τη φιλοσοφία του ερασιτεχνισμού. Ανέφερε χαρακτηριστικά: «στο παρελθόν η άσκηση του αθλητισμού ήταν ενίοτε η σχόλη των πλουσίων και άεργων νέων. Επί μια τριακονταετία προσπαθώ να καταστήσω αυτή την πρακτική καθημερινή ευχαρίστηση της αστικής τάξης. Τώρα όμως αυτή η ευχαρίστηση πρέπει να γίνει μέρος της ζωής των νέων εργαζομένων. Όλα τα αθλήματα για όλους – αυτή, χωρίς αμφιβολία, είναι μια δήλωση που θα χαρακτηριστεί καθαρά ουτοπική». Με αυτόν τον τρόπο, πίστευε ότι ο χώρος της αθλητικής δραστηριότητας, όπου καλλιεργείται η ισότητα, η χαρά και η γαλήνη μπορούσε να αποτελέσει πρόσφορο έδαφος, εκτός από την ανάπτυξη του αθλητισμού, για την αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης (Da Costa, 2006).
Διευρύνοντας την έννοια της «ισότητας» ο Coubertin θεωρούσε ότι η συμμετοχή των αθλητών σε κάθε είδους αθλητική δραστηριότητα, είχε ως σκοπό τη διαρκή αναζήτηση της τελειότητας, την «ελευθερία της υπέρβασης» και την καλλιέργεια πνεύματος υγιούς ανταγωνισμού, στοιχεία τα οποία εκφράζονται στο Ολυμπιακό αξίωμα: «citius, altius, fortius». Στη βάση αυτής της αντίληψης οι έννοιες μπορούν να ερμηνευτούν ως εξής: Citius, πιο γρήγορα όχι μόνο στον δρόμο, αλλά και σε ταχύτητα αντίληψης και νοητικής εγρήγορσης, Altius, όχι μόνο σε σχέση με έναν επιδιωκόμενο στόχο, αλλά και στην αναζήτηση και καθορισμό υψηλότερων προτύπων και στόχων για το άτομο, που αγωνίζεται για την αυτό-ολοκλήρωσή του. Τέλος, η έννοια Fortius δεν αναφέρεται μόνο στο «πιο δυνατά» ενός αθλητικού αγώνα, αλλά και στον αγώνα της ίδιας της ζωής. Από τις ερμηνείες αυτές γίνεται εμφανής η παιδαγωγική τους διάσταση. Θεωρούν ότι η τελειότητα δεν μετριέται με τα αγωνιστικά επιτεύγματα, αλλά από τον άθλο της προσπάθειας να ξεπεράσουν τα όριά τους και την επιθυμία να δοκιμάσουν τις ατομικές τους ικανότητες και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη συμμετοχή. Τονίζουν στον άνθρωπο ότι μέσω των Αγώνων «αναπτύσσω, καλλιεργώ, αυξάνω τις ικανότητές μου» και βέβαια αν αυτά διδαχθούν σωστά στους νέους, θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν να θέτουν υψηλά πρότυπα για κάθε τι που θα αναλάβουν στη ζωή τους (Mosher, 1994).
Ιπποτισμός
Ο «ιπποτισμός» είναι η επόμενη αρχή στην οποία αναφέρθηκεο Coubertin. Με τον όρο αυτό, χαρακτήριζε τη συμπεριφορά των ανθρώπων που συναγωνίζονταν μεταξύ τους, με πνεύμα ευγενούς άμιλλας, συντροφικότητας, αλληλεγγύης και σεβασμού. Η ηθική συμπεριφορά, η δεοντολογική ακεραιότητα και ο δυνατός χαρακτήρας ήταν προϊόντα, σύμφωνα με την φιλοσοφία του, μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας που προσιδίαζε στο εκπαιδευτικό πρότυπο του Arnold, τη γνωστή ως pédagogie sportive στην οποία ο παιδαγωγικός ρόλο του αθλητισμού κατείχε κεντρική θέση. Το Βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα τον είχε εντυπωσιάσει ιδιαίτερα και σε πολλές ομιλίες του είχε αναφερθεί στον ρόλο που έχει διαδραματίσει στην προαγωγή του αθλητικού ιδεώδους και του «ευ αγωνίζεσθαι» (Kitroef, 2006). Υπό την επήρεια των ιδεών αυτών θέσπισε, επίσης, ένα κώδικα αθλητικής συμπεριφοράς, ανάλογο με εκείνο των publicschools της Αγγλίας του 19ου αιώνα. Ο κώδικας αυτός ήταν κεντρικό στοιχείο της φιλοσοφίας του καθώς ενίσχυε τη δυνατότητα του αθλητισμού να λειτουργεί ως μέσον και παράγοντας ηθικής διασφαλίζοντας ότι οι Αγώνες θα διεξάγονταν δίκαια και έντιμα. Στοιχείο που αποτελούσε βασική προϋπόθεση ώστε οι Αγώνες να έχουν παιδαγωγική αξία (Daly, 1994).
Οι έντονες ανταγωνιστικές τάσεις που άρχισαν να κάνουν σταδιακά την εμφάνισή τους στον αθλητισμό, στις αρχές ακόμη του 20ου αιώνα, ανάγκασαν τον Coubertin, λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 1908, να εκφράσει δημόσια τις ανησυχίες του: «ο ανταγωνισμός γίνεται όλο και εντονότερος, επισύροντας όλο και μεγαλύτερους κινδύνους διαφθοράς και δημιουργεί μεγάλους κινδύνους για το πνεύμα του ευ αγωνίζεσθαι». Οι τάσεις αυτές έρχονταν σε αντίθεση ως προς τον Ολυμπισμό που οραματίζονταν και προς τη μορφή του αθλητισμού που θα τον υποστήριζε. Γι’ αυτό σε πολλά σημεία των έργων του, χρησιμοποιεί τον όρο «fair play» (ευγενής άμιλλα) για να εξηγήσει το νόημα του «ιπποτισμού» και κάνει παραλληλισμούς ανάμεσα στην «ιπποτική» συμπεριφορά που χαρακτήριζε τις μεσαιωνικές δυτικές κοινωνίες και στη στάση του «ευ αγωνίζεσθαι», το οποίο ήλπιζε ότι θα κυριαρχήσει στις σύγχρονες κοινωνίες.
Εκεχειρία
Με την «εκεχειρία» ο Coubertin ήθελε να υποστηρίξει την ανάγκη άμεσης σύνδεσης των Αγώνων με την ιδέα ενός «ρυθμού» που υπονοούσε το σταθερό χρονικό τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων κάθε τέσσερα χρόνια. Η διαδικασία αυτή συμβόλιζε την πληρότητα του χρόνου κατά ρυθμικό και περιοδικό τρόπο, το αρμονικό πέρασμα από το παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον, αλλά και το βιολογικό μηχανισμό μεταβίβασης από την μια γενιά στην επόμενη. Η εκεχειρία, ως έννοια, εμπεριείχε όλες τις πτυχές της εκεχειρίας των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς επίσης και διδάγματα από τον χριστιανικό ανθρωπισμό της Ευρώπης. Η ένταξή της στον χάρτη των αρχών του Ολυμπισμού αποσκοπούσε στο να συμβάλλει, με άξονα τους Ολυμπιακούς Αγώνες, στις προσπάθειες για ειρήνευση, αλλά και στην εύλογη ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη και ευημερία των πλατιών μαζών με σημείο αναφοράς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο Coubertin πίστευε ότι η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων θα έδινε την δυνατότητα στους νέους όλου του κόσμου να αποδεχθούν τον πολιτισμό και της παραδόσεις των άλλων λαών, να εξαλείψουν την άγνοια και τις προκαταλήψεις και με αυτόν τον τρόπο να μπορέσουν να δημιουργήσουν γερές βάσεις για την προώθηση της ειρήνης σε παγκόσμιο επίπεδο (Νησιώτης, 1985; Γεωργιάδης, 2002). Χαρακτηριστικά είχε αναφέρει: «Το να απαιτήσεις οι λαοί να αγαπούν ο ένας τον άλλον είναι κάτι το παιδαριώδες. Το να απαιτήσεις από αυτούς να σέβεται ο ένας τον άλλον δεν είναι ουτοπία. Αλλά για να σέβεται ο ένας τον άλλον πρέπει να γνωρίσει ο ένας τον άλλον» (Uberhorst, 1981).
Την αντίληψή του αυτή, ο Coubertin, θέλησε να τη αποδώσει και σε συμβολικό επίπεδο. Έτσι κατά την παραμονή του στους Δελφούς σχεδίασε την Ολυμπιακή Σημαία και θεώρησε ότι οι Ολυμπιακοί κύκλοι, διαφορετικού χρώματος ο καθένας, αντιπροσώπευαν τις πέντε ηπείρους που κατέκτησε ο Ολυμπισμός. Τα πέντε χρώματα, πάνω σε λευκό φόντο, τα συνδύασε επίσης με τέτοιον τρόπο ώστε να παραπέμπουν και στα χρώματα της σημαίας κάθε χώρας, χωρίς εξαίρεση. Η υιοθέτηση, από τον Coubertin, όρων και συμβόλων υπογραμμίζουν εμφατικά τον συνεχή αγώνα του για την επίτευξη ενός οράματος, άμεσα συνδεδεμένου με την επιθυμία του για εκεχειρία, αλλά και προσέγγισης των λαών διαμέσου των Αγώνων (Silance, 1985). Στην προοπτική αυτή, οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί, μετατρέπονται σε ειρηνική άμιλλα. Ενώ, έδινε το πλαίσιο στην παγκόσμια κοινότητα να ζήσει ειρηνικά για μια συγκεκριμένη περίοδο. Η αναβίωση της αρχαίας εκεχειρίας, υπό το νέο της ρόλο, ξεπερνούσε τα όρια των ιδεολογικών σχέσεων και πολιτικών διαπραγματεύσεων και αποτελούσε μια αφετηρία από την οποία άρχισαν να διαδίδονται αρχές και δράσης με σκοπό τη συμβολή του Ολυμπισμού στην ειρήνη μεταξύ ανθρώπων, κοινωνιών και εθνών (Νησιώτης,1985).
Κάλλος
Ο Coubertin, πιστός στις επιρροές του από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αναφέρθηκε και στο «κάλλος», τη συμμετοχή δηλαδή της τέχνης, της λογοτεχνίας και της ποίησης ως αναπόσπαστο στοιχείο του προγράμματος τέλεσης των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Η αρχή αυτή εξέφραζε, κατά τον Coubertin, το όραμα της ευρυθμίας σύμφωνα με την οποία οι τέχνες, η λογοτεχνία και ο αθλητισμός αποτελούν ένα σύνολο, μια βαθιά αλληλεξάρτηση καθώς «ο αθλητισμός πρέπει να νοείται ως δημιουργός τέχνης» όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος. Για να επιτύχει το ιδανικό αυτό εμπνεύστηκε από το κλασσικό Ελληνικό γυμνάσιο και πίστευε ότι κάθε μορφή αθλητισμού θα έπρεπε να συνδέεται άμεσα με την καλλιέργεια του πνεύματος (Chalip, 1991). Για να ολοκληρώσει το έργο του και να εξασφαλίσει την επίσημη επικύρωσή του το 1906 συγκάλεσε τη Συμβουλευτική Σύνοδο για την Τέχνη, τη Λογοτεχνία και τον Αθλητισμό. Κατά την εναρκτήριο ομιλία του παρουσίασε το νέο του όραμα λέγοντας: «έφθασε η στιγμή να μπούμε σε μια νέα φάση και να αναβιώσουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες με την αρχική τους ομορφιά». Το νέο του όραμα ονομάστηκε «Πένταθλο των Μουσών» και αφορούσε τη διεξαγωγή πέντε διαγωνισμών τέχνης (αρχιτεκτονικής, μουσικής, γλυπτικής, ζωγραφικής και λογοτεχνίας) παράλληλα με τους Ολυμπιακούς Αγώνες με σκοπό την προώθηση, μέσω του αθλητισμού, της τέχνης και της παιδείας. Οι διαγωνισμοί αυτοί. οργανώθηκαν για πρώτη φορά κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης, το 1912, και διατηρήθηκαν μέχρι και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, το 1948, οπότε και έλαβαν τέλος (Leiper, 1980).
Αθλητική Θρησκεία
Ο Coubertin πίστευε ότι ο Ολυμπισμός ήταν μια θρησκεία με παγκόσμιες διαστάσεις, μια «religio – athletae» (αθλητική θρησκεία). Μια θρησκεία που συγκέντρωνε τις θεμελιώδης αξίες όλων των θρησκειών. Χαρακτήρισε τους αθλητές που συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες ως τους «πρεσβευτές της σύγχρονης παιδείας» οι οποίοι μοιράζονται μεταξύ τους το θρησκευτικό πνεύμα του αθλητισμού, ως μέσου για τη διάπλαση ηθικών χαρακτήρων και τη δημιουργία μιας ηθικότερης παγκόσμιας κοινωνίας (Naul, 2007).
Στους Ολυμπιακούς αγώνες του Βερολίνου, το 1936, έδωσε το στίγμα τις νέας του οπτικής αναφέροντας: «στην αρχαιότητα ο αθλητής «τιμούσε τους θεούς» ενώ ο σύγχρονος αθλητής προβάλλει τη χώρα του, τη σημαία του, τη φυλή του…. ξαναδημιούργησα ένα θρησκευτικό συναίσθημα με διαφορετική μορφή που στηρίζεται στον Διεθνισμό και τη Δημοκρατία που διακρίνουν τη σύγχρονη εποχή μας και είναι όμοιο με αυτό που οδηγούσε τους αρχαίους Έλληνες για το θρίαμβο στα πόδια του Δία» (Powell, 1981). Η αναφορά αυτή καθιστούσε ως βασικό συνεκτικό στοιχείο του αρχαίου και του σύγχρονου Ολυμπισμού το «θρησκευτικό συναίσθημα» που έπρεπε να διακατέχει τους αθλητές. Χρησιμοποίησε, λοιπόν, νέα τελετουργικά, αφού ο τόπος των Αγώνων θα ήταν ένας «ιερός τόπος» ένας «βωμός», η είσοδος των αθλητών μία «πομπή», το Ολυμπιακό Κίνημα «ένα ιερατείο», ο Ολυμπιακός όρκος μια «ιεροτελεστία καθάρσεως» και η Ολυμπιακή νίκη ένα δείγμα υποταγής προς το έθνος. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να καλλιεργήσει μια νέα θρησκευτική τελετουργία, μια διεθνή θρησκευτική ορμή, μια σύγχρονη δυναμική που θα αναβίωνε, μετά από 2.000 χρόνια, το αρχαίο θρησκευτική αίσθημα, υπό τη νέα μορφή που υπαγόρευε ο Διεθνισμός και που θα έλαμπε στο κατώφλι του 20ου αιώνα «σαν την αντανάκλαση μιας χαρούμενης ελπίδας» (Moltmann, 1980).
Επίλογος
Παραμένει, ακόμη και σήμερα, καίριο το ερώτημα εάν και κατά πόσο το Ολυμπιακό Κίνημα, με τις, ελληνιστικής επίδρασης αξίες και ιδανικά, μπορεί να μεταδώσει τις αξίες αυτές και να διαπαιδαγωγήσει αποτελεσματικά τη σύγχρονη κοινωνία, παρά τις σύγχρονες τάσεις και αλλαγές που προέκυψαν σε αυτό αλλά και στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Γίνεται όμως φανερό ότι ο Ολυμπισμός, παρά το πέρασμα του χρόνου, παραμένει ένα σημαντικό παιδαγωγικό μέσο στη διαδικασία διαπαιδαγώγησης του ατόμου. Οι ηθικές αρχές και οι αξίες, του συνεχίζουν να εκφράζουν τη βαθύτερη ουσία του αθλητισμού στην πιο αυθεντική του μορφή. Η ιδέα του «καλού καγαθού», που προσκαλεί τον άνθρωπο σε έναν διαρκή αγώνα ζωής, μπορεί να τον οδηγήσει να αναπτυχθεί πνευματικά, αισθητικά, ηθικά και σωματικά.
Είναι επίσης απαραίτητο να επανεξεταστεί η Ολυμπιακή Παιδαγωγική, ως εκπαιδευτική διαδικασία, καθώς και οι θεμελιώδεις αρχές του Ολυμπιακού Χάρτη σε δύο τουλάχιστον επίπεδα. Σε πρώτο επίπεδο, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι «εκδηλώσεις της Ολυμπιακής επικαιρότητας», έτσι ώστε οι ιστορικές ανθρωπιστικές και ηθικές αξίες του Ολυμπιακού Κινήματος να ανακτήσουν τη νομιμότητα τους, προσδίδοντάς τους ενδεχομένως και νέα έμφαση. Σε δεύτερο επίπεδο θα πρέπει να μελετηθεί η μετατροπή των καταστατικών και ιστορικών εκπαιδευτικών θεμελίων του Ολυμπιακού Χάρτη. Αυτό είναι απαραίτητο ώστε να ληφθούν υπόψη οι νέες κοινωνικές, εκπαιδευτικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες που έχουν προκύψει.
Ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου του Ολυμπισμού, με βάση το φιλοσοφικό του υπόβαθρο θα μπορούσε να μας αποκαλύψει τις σύγχρονες τάσεις των επιστημών και των εκπαιδευτικών συστημάτων, χωρίς να ανταγωνίζεται ή αντιπαραβάλλεται στα υπάρχοντα συστήματα και ιδέες. Η προσεκτικά επανεξέταση του πλαισίου του Ολυμπισμού θα του έδινε τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με τα νέα κοινωνικά δεδομένα. Η διαδικασία αυτή θα του έδινε νέα ώθηση και θα τον ενίσχυε, ώστε να μπορέσει να συμβάλει αποτελεσματικά στην προαγωγή της σύγχρονης κοινωνίας.