Όχι απαγόρευση.. αλλά πραγματοποίηση χωρίς παρατράγουδα
H άμεση εμπειρία για τα πρόσωπα, τα αντικείμενα, τα φαινόμενα και τα γεγονότα είναι πολύτιμη και αποτελεί μια από τις μορφές που πρέπει να παίρνει η μαθησιακή διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό οι σχολικές εκδρομές, μονοήμερες ή πολυήμερες, που πραγματοποιούνται με βάση τις σχολικές εγκυκλίους κάθε χρόνο σε όλα τα σχολεία της χώρας μας, φαίνεται ότι θέλουν να εξυπηρετήσουν τους παραπάνω στόχους. Το ίδιο το νομοθετικό πλαίσιο των σχολικών εκδρομών και η ρητορική του παραπέμπουν στην ανάγκη του μαθητικού πληθυσμού για άμεση
εμπειρία και παρατήρηση αλλά και για ψυχαγωγία και «ξέσκασμα» μέσα από την επαφή με τη φύση. Όλες οι έρευνες δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος των νέων μας έχουν επισκεφθεί τους βασικούς αρχαιολογικούς χώρους, τις Μυκήνες, τους Δελφούς, την Βεργίνα, το Ναύπλιο κ.λ.π. με τη συμμετοχή τους στις σχολικές εκδρομές, ενώ ακόμη και την Ακρόπολη οι μισοί μαθητές την έχουν επισκεφθεί με σχολική εκδρομή.
Στο σημείο αυτό υπάρχει μία ακόμη διάσταση της σχολικής εκδρομής. Οι επτά στους δέκα μαθητές των λαϊκών συνοικιών της Αθήνας ήρθαν σε επαφή με τα μουσεία, την Ακρόπολη και τους άλλους αρχαιολογικούς χώρους αποκλειστικά μέσω των επισκέψεων και των εκδρομών που διοργάνωσε το σχολείο. Είναι φανερό ότι τα παιδιά από περιοχές που κατοικοεδρεύουν κατά κύριο λόγο εργατικά ή μικροϋπαλληλικά στρώματα ωφελούνται από τις σχολικές εκδρομές, μιας και σύμφωνα με τις δικές τους δηλώσεις δεν αποτελεί «οικογενειακή συνήθεια» η
επίσκεψη στα μουσεία. Και μόνο από αυτή τη σκοπιά, της δυνατότητας δηλαδή που δίνεται μέσω των σχολικών εκδρομών-επισκέψεων σε χιλιάδες μαθητές να έρχονται σε επαφή με τους «σημαντικούς τόπους» της χώρας μας οφείλουμε να υποστηρίξουμε τη χρησιμότητά
τους. Ωστόσο ορισμένες πλευρές των σχολικών εκδρομών μένουν συνήθως στο περιθώριο των συζητήσεων. π.χ. η πενθήμερη εκδρομή της Γ' Λυκείου που πραγματοποιείται συνήθως κάθε Μάρτιο ή Απρίλιο στα περισσότερα σχολεία της χώρας μας αποτελεί το όνειρο των μαθητών. Πρόκειται για την «μεγάλη έξοδο», μια μυθοποιημένη λειτουργία «ελευθερίας» που συνδέεται, όμως, χωρίς να το διακηρύσσει με παράγοντες ξένους προς τους σκοπούς για τους οποίους γίνεται.
H «αριθμητική» της πενθήμερης φέρνει στην επιφάνεια έναν συνολικό τζίρο που ξεπερνάει σύμφωνα με εκτιμήσεις τα 15 εκατ. ευρώ, τα οποία «μοιράζονται» 1-2 δεκάδες τουριστικά πρακτορεία και άλλοι τόσοι επιχειρηματίες της Ρόδου, της Κέρκυρας και της Κρήτης, περιοχές στις οποίες κατευθύνονται πάνω από το 90% των μαθητών. H «πολιτική οικονομία» της πενθήμερης φέρνει στο φως την ταξική διαφοροποίηση καθώς χωρίζει το μαθητικό πληθυσμό στα δυο, σε εκείνους που έχουν και σε εκείνους που δεν έχουν τη δυνατότητα να σηκώσουν το βάρος της πολυδάπανης εξόδου αποκλείοντας τους δεύτερους. Το «βάπτισμα της ενηλικίωσης», όπως πολλές φορές υποδηλώνει η συμμετοχή στην πενθήμερη έχει και την κοινωνιολογία της καθώς δεν γίνεται πάντα με διαφανείς οικονομικές δοσοληψίες των μαθητών με τα τουριστικά γραφεία και έχει μετατραπεί σε αντικείμενο εκμετάλλευσης. Δεν είναι λίγες οι φορές που
επιχειρείται ο εκμαυλισμός των μαθητικών συνειδήσεων καθώς ορισμένοι τουριστικοί πράκτορες, προκειμένου να αναλάβουν αυτοί την εκδρομή δεν διστάζουν να προσεταιρίζονται μαθητές προσφέροντάς τους κάποιο χρηματικό ποσό «κάτω από το τραπέζι». Παράλληλα κανείς δεν πρέπει να ξεχνά την νομοθετική «κατασκευή» της ευθύνης των εκπαιδευτικών συνοδών, που λιπαίνει το έδαφος για την επίμονη αλλά και δικαιολογημένη άρνησή τους να συνοδεύσουν με τέτοιους όρους.
Επίσης κανείς δεν πρέπει να ξεχνά την εκμετάλλευση των τουριστικών πρακτόρων που πολλές φορές αντιλαμβάνονται τον μαθητικό πληθυσμό σαν «γαλακτοφόρα αγελάδα» που δεν έχει την εμπειρία και τη δυνατότητα να αντιδράσει στις παρατυπίες και την αθέτηση των συμφωνιών. Τέλος δεν πρέπει να μένει έξω από το στόχαστρο της κριτικής το ίδιο το περιεχόμενο της πενθήμερης. Είναι σίγουρο και κατανοητό ότι ο μαθητής, ιδιαίτερα ο φορτωμένος με το εξεταστικό πρόγραμμα της Γ' τάξης του Λυκείου, θέλει να ξεσκάσει, να αλλάξει παραστάσεις, να πάρει μια ανάσα για τη συνέχεια. Όμως, είναι επίσης σίγουρο ότι τίποτε δεν έχει να προσφέρει σε αυτή την κατεύθυνση το «στημένο ξενυχτάδικο», η υποκουλτούρα, και τα «ποτά μπόμπες». Σίγουρα χρειάζεται μια επανατοποθέτηση του θέματος με σκοπό όχι την απαγόρευσή τους, αλλά τη λειτουργία τους χωρίς τα παραπάνω παρατράγουδα.