Ελληνικά

Συνέντευξη με την Αγγελική Δαρλάση από τους : Νικολάου Σπύρο, Παλοκάι Τζορτζ, Ρεμούνδου Αθηνά, Σπανού Ελευθερία, Ψαθάκη Ειρήνη

Συνέντευξη  με τη συγγραφέα  Αγγελική Δαρλάση

(βασισμένη στο βραβευμένο βιβλίο της «Το αγόρι στο θεωρείο»)

 

  • Σας παρακίνησε κάποιος να αρχίσετε να γράφετε βιβλία ή το σκεφτόσασταν η ίδια από μικρή να γίνετε συγγραφέας;

Έγραφα από πολύ μικρή. Έμαθα να διαβάζω μόνη μου πριν πάω στο σχολείο. Βαριόμουν τόσες ώρες στο σπίτι κι οι γονείς μου έλειπαν πολλές ώρες στη δουλειά τους κι έτσι δεν μπορούσαν να μου διαβάζουν όλα αυτά τα βιβλία που είχαμε σπίτι. Κι όταν άρχισα να διαβάζω, μαγεύτηκα. Οπότε ως σχεδόν φυσικό επακόλουθο ήρθε και το να γράφω και δικές μου ιστορίες. Κι ήδη πια από τη Δ΄ τάξη, αν θυμάμαι καλά, έλεγα πως όταν μεγάλωνα θα γινόμουν συγγραφέας.

 

  • Πώς νιώθετε όταν ολοκληρώνετε το γράψιμο ενός βιβλίου;

Υπέροχα! Πραγματικά είναι μοναδικό συναίσθημα. Μοιάζει κάπως με τη γέννηση ενός νέου παιδιού στην οικογένεια.

 

  • Έχετε άγχος για τις κριτικές που θα λάβετε;

Μμμ. Δεν το σκέφτομαι. Η αλήθεια είναι πως είμαι και καλομαθημένη στις καλές κριτικές. Αλλά δεν το σκέφτομαι όταν γράφω. Κοιτάζω να κάνω το καλύτερο που μπορώ ελπίζοντας πως και η αποδοχή θα είναι εξίσου καλή.

 

  • Γιατί επιλέξατε να γράφετε βιβλία που απευθύνονται στο παιδικό και εφηβικό κοινό;

Μάλλον επειδή με συναρπάζει και με γοητεύει αυτή η ηλικία, η οπτική του κόσμου μέσα από τα παιδικά κι εφηβικά μάτια. Είναι μια οπτική που με κάνει να είμαι διαρκώς ανήσυχη και ταυτόχρονα πιο αισιόδοξη, υπενθυμίζοντάς μου πως στα μικρά και φαινομενικά ασήμαντα κρύβεται μεγάλη ομορφιά, δύναμη, αλλά και σκοτεινιά και θλίψη.

 

  • Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε το βραβευμένο βιβλίο σας «Το αγόρι στο θεωρείο»;

Μια φωτογραφία του θεάτρου με τα θεωρεία γεμάτα πρόσφυγες. Κι ιδιαίτερα η μορφή ενός αγοριού που μοιάζει να στέκεται κάπως απόμερα – σαν να είναι μόνο του, αν και παραδίπλα υπάρχει μια «οικογένεια». Με έκανε να αναρωτηθώ αυτό το αγόρι κι έτσι άρχισα να φαντάζομαι την ιστορία του.

 

  • Σας ήταν δύσκολο να δημιουργήσετε τους χαρακτήρες και το παρελθόν τους;

Δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα κι εύκολο και δημιουργικό. Με την έννοια ότι όπως κι οι αναγνώστες θέλουν να μαθαίνουν κάθε φορά τη συνέχεια της ιστορίας και το τι περιμένει τους χαρακτήρες, έτσι θέλει να το μάθει και ο συγγραφέας. Είχα μεγάλη αγωνία για το τι συνέβη και το τι θα συμβεί στους ήρωές μου. Αλλά οφείλω να παραδεχτώ πως με παίδεψε πολύ η Αρετή. Δεν καταλάβαινα γιατί αποφάσισε να κρυφτεί στο μπαούλο. Ήταν ένας χαρακτήρας που δεν μπορούσα να τον κάνω να μου αποκαλυφθεί. Όταν τελικά κατάλαβα γιατί, συγκλονίστηκα. Έκλαιγα, να μην σας πω. Κι έτσι ξανάρχισα να γράφω το πρώτο μέρος με αυτή τη γνώση που πλέον εγώ την είχα, αλλά με τέτοιο τρόπο που να μην την αποκαλύψω στους αναγνώστες μου. Ήταν πραγματικά μοναδική εμπειρία.

 

  • Γιατί προτιμήσατε τα τριαντάφυλλα ως σύνδεση των ηρώων με την παλιά τους ζωή;

Τα τριαντάφυλλα είναι πολύ αγαπημένα και γνωστά λουλούδια στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Τα χρησιμοποιούσαν και τα χρησιμοποιούν ακόμη πολύ στην παρασκευή καλλυντικών αλλά και σε εδέσματα, όπως τα λουκούμια, τα σερμπέτια, τα γλυκά. Οπότε σκέφτηκα πως αυτό είναι ένα λουλούδι που κάλλιστα θα μπορούσε να υπάρχει σε αφθονία σε πολλούς κήπους και κατ΄επέκταση και στον κήπο του Δρόσου.

 

  • Είχατε ανθρώπους στο κοντινό σας περιβάλλον που σας μετέφεραν εμπειρίες από τη μικρασιατική καταστροφή ή το βιβλίο σας το εμπνευστήκατε από αναγνώσεις πηγών;

Η αλήθεια είναι πως από τη μεριά της μητέρας μου έχουμε προσφυγική καταγωγή: ο πατέρας της ήταν από το Ικόνιο (κάπου κοντά στην Καισάρεια). Όμως ο παππούς, όπως και οι περισσότεροι πρόσφυγες, δεν συζητούσαν για τα περασμένα με τους συγγενείς τους. Ήξερα ελάχιστα, τα βασικά. Κι έτσι κατέφυγα σε πηγές, βιβλία, κείμενα, αλλά και οπτικοακουστικό υλικό.

 

  • Πώς σκεφτήκατε να συσχετίσετε την ιστορία στο βιβλίο σας με την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ;

Αναζητώντας να βρω το ποιο θα ήταν το βιβλίο που θα ανέβαζαν ως παράσταση οι πρόσφυγες στο θέατρο, σκέφτηκα τον Σαίξπηρ επειδή τον αγαπάω ιδιαίτερα κι επειδή έχει γράψει εκτός από τραγωδίες και κωμωδίες ή έστω δράματα με κωμικά στοιχεία. Κάνοντας έρευνα για το ποια έργα του ήταν ως εκείνη την εποχή (δηλαδή το 1922) μεταφρασμένα σε δημοτική γλώσσα, ανακάλυψα τη μετάφραση της «Τρικυμίας» από τον Ιάκωβο Πολυλά. Ήταν το ιδανικό έργο! Επειδή η «Τρικυμία» έχει πολλά μαγικά στοιχεία και ταυτόχρονα έχει αυτή τη μοναδική σχέση του Πρόσπερου με τον Άριελ. Κι έτσι ο Άριελ με βοήθησε να καταλάβω ακόμα καλύτερα την Αρετή και να βοηθήσει στην αποκάλυψη της αλήθειας για τον Δρόσο.

 

  • Αγαπάτε ιδιαίτερα κάποιον χαρακτήρα στο βιβλίο σας αυτό; Αν ναι, ποιον και γιατί;

Τους αγαπάω τόσο πολύ όλους. Δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιον. Είναι όλοι τους… παιδιά μου. Οπότε πώς να αγαπήσεις κάποιο παιδί σου περισσότερο από κάποιο άλλο;

 

  • Ποιο βιβλίο ήταν πιο δύσκολο να γράψετε: «Το αγόρι στο θεωρείο» ή το «Όταν έφυγαν τα αγάλματα»;

Νομίζω ότι το καθένα είχε τη δική του δυσκολία. Κι όταν τα γράφεις σού φαίνεται κάθε φορά ότι είναι το πιο δύσκολο αυτό σου το εγχείρημα. Μέχρι που έρχεται το επόμενο και σου φαίνεται ακόμα πιο δύσκολο, αλλά και γοητευτικό.

 

  • Έχετε σκεφτεί ποτέ, καθώς γράφατε ένα βιβλίο, να τα παρατήσετε, επειδή ήταν πολύ δύσκολο να συνεχίσετε την ιστορία;

Δεν το σκέφτομαι, αλλά τελικά μου συμβαίνει. Έχω κάποια μισοτελειωμένα μυθιστορήματα – στα οποία κάτι δεν μου άρεσε, δεν με ικανοποιούσε και τα παράτησα (προσωρινά). Όπως επίσης έχω κάποιες ιδέες για τις οποίες έχω γράψει μόνο τον σκελετό. Πολλές φορές, χρειάζεται να ωριμάσει μια ιδέα μέσα σου μέχρι να αρχίσεις να τη γράφεις.

 

  • Υπάρχει κάποιος ή κάποια συγγραφέας που θαυμάζετε και έχετε ως πρότυπό σας;

Είναι πολλοί οι συγγραφείς που θαυμάζω. Θα σας πω όμως ποιους αγαπώ (για διαφορετικούς λόγους τον καθένα): τον Άντερσεν, την Άλκη Ζέη, τον Τσέχωφ, τον Σαίξπηρ και τον Μπέκετ (κατά βάση θεατρικοί συγγραφείς), τον Μαρκέζ, τον Μπόρχες.

 

  • Τι συμβουλή θα δίνατε σε ένα παιδί που θέλει να γίνει συγγραφέας;

Όπως ίσως καταλάβατε και από την πρώτη μου απάντηση: να διαβάζει, να διαβάζει και να διαβάζει. Και να ταξιδεύει. Και να γνωρίζει ανθρώπους και να τους… ακούει, να μαθαίνει τις ιστορίες τους και τους ίδιους.

 

  • Υπάρχει κάτι για το οποίο θα θέλατε να γράψετε στο μέλλον;

Πάρα πολλά. Γι’ αυτό και γράφω συνεχώς. Καμιά φορά αγχώνομαι πως δεν θα προλάβω να γράψω όλα όσα θέλω. Οπότε το μόνο που παρακαλάω είναι να είμαι καλά για να γράψω όσα έχω στον νου μου.

 

Σας ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο σας.

Κι εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο που αφιερώσατε στο βιβλίο μου και σε μένα και για τις πολύ όμορφες και ουσιαστικές σας ερωτήσεις. Σας εύχομαι καλό καλοκαίρι και καλή και όμορφη ζωή.

 

3ο Γυμνάσιο Αγίας Παρασκευής

Τμήμα: Β2

Οι μαθητές: Νικολάου Σπύρος, Παλοκάι Τζορτζ, Ρεμούνδου Αθηνά, Σπανού Ελευθερία, Ψαθάκη Ειρήνη

Υπεύθυνη καθηγήτρια:  Καραγκιόζογλου Μαγδαληνή

Η συνέχεια της τρίπλας των ονείρων

"Ο Μίμης Αρούκατος βγαίνει από το μπαρ στο δρόμο και προσπαθεί να περάσει απέναντι. Τα μάτια του βλέπουν ακόμα την τρίπλα του Μπλάνκο και όχι την μαύρη Μερσεντές που έρχεται με ταχύτητα από τ΄αριστερά του. Ο οδηγός της φρενάρει λίγο πριν πέσει πάνω του, σταματά το αυτοκίνητο και ανοίγει την πόρτα. Ο Μίμης, πεσμένος στο έδαφος και τυφλωμένος από το φως των προβολέων, αναγνωρίζει την Μίνα Νομικού. Λαϊκή τραγουδίστρια, βασίλισσα της αθηναϊκής νύχτας, τακτική καλεσμένη στον" Πρωινό καφέ" και επί Κορομηλά και επί Μενεγάκη. Τριάντα χρόνια πριν, κρατούσε τα μεσημέρια το περίπτερο του πατέρα της απέναντι από το γήπεδο του "Οδυσσέα" Κορδελιού. Τότε λεγόταν Ασημούλα Ευθυμίογλου και όλοι ήξεραν πως της αρέσει ο Μίμης και να διαβάζει "Ρομάντζο".

- «Ασημούλα..», ψιθυρίζει ο Μίμης καθώς την αναγνωρίζει.
- «Μίμη, είσαι καλά;», τον ρωτάει η Μίνα με αγωνία καθώς σκύβει από πάνω του και τον κοιτάζει.
- «Καλά… καλά … Πολύ Καλά !!!», απαντάει ο Μίμης καθώς προσπαθεί να σηκωθεί από την άσφαλτο.
- «Μίμη περίμενε να φωνάξω βοήθεια, μπορεί να έχεις χτυπήσει..!», φωνάζει με αγωνία η Ασημούλα-Μίνα πλέον… Όμως ο Μίμης δεν ακούει τίποτα, με όση δύναμη έχει σηκώνει τα 120 κιλά του και λυγίζουν τα γόνατά του καθώς προσπαθεί να σταθεί όρθιος.
- «Την έκανε!! Την είδες; Την έκανε στ’ αλήθεια!!», λέει ο Μίμης κοιτάζοντας την Ασημούλα ενθουσιασμένος.
- «Ποιος… Τι… Μίμη μου νομίζω πως πρέπει να σε πάω στο νοσοκομείο να σε δει κάποιος γιατρός! Μπορεί… μπορεί να έχεις χτυπήσει στο κεφάλι και….», λέει η Ασημούλα ανήσυχη.
- «Την έκανε σου λέω!! Αυτός ο νεαρός από το Μεξικό! Την κατάφερε… Κατάφερε την τρίπλα μου!!» συνεχίζει ο Μίμης σαν να μην άκουσε τίποτα και τραντάζει την Ασημούλα από τους ώμους.
- «Το ήξερα.. Ήμουν σίγουρος ότι γίνεται!! Την έκανε!! Για να δω τώρα τι θα πούνε όλοι οι εξυπνάκηδες του ποδοσφαίρου!!», λέει ο Μίμης και γελάει δυνατά χαρούμενος.
- «Την τρίπλα;.. Τη δικιά σου τρίπλα;… Ποιος;… Καλά, έλα να σε πάω στο σπίτι με το αυτοκίνητο…», και λέγοντας αυτά η Ασημούλα-Μίνα παίρνει τον Μίμη από το χέρι και τον βάζει στο αυτοκίνητο."
- «Την έκανε σου λέω!! Και ήταν απίθανη!! Μόνο να τον έβλεπες… Πώς πήρε την μπάλα καρφωμένη ανάμεσα στα πόδια… Πώς πέταξε πάνω από τα πόδια των άλλων… Πως έγινε άνεμος και έφυγε μακριά τους με την μπάλα δική του …!! Ήταν υπέροχο!!», συνεχίζει ο Μίμης ενώ η Ασημούλα οδηγεί ταραγμένη…
- «Μίμη… Την δικιά σου τρίπλα εννοείς; Αυτή που προσπαθούσες πάντα; Αυτή που…»
- «Ναι, ναι αυτή!! Την έκανε όπως ακριβώς το έλεγα!!», την διέκοψε ο Μίμης, «Θυμάσαι; Θυμάσαι που το έλεγα;!!»,
- «Θυμάμαι Μίμη μου... Όλα τα θυμάμαι… Και την τρίπλα κι εσένα…», απαντάει η Ασημούλα. Ο Μίμης διστακτικά γυρίζει και την κοιτάζει… Χαμένος μέσα στις σκέψεις του μοιάζει σαν να την αναγνωρίζει για πρώτη φορά…
- «Κι εγώ σε θυμάμαι Ασημούλα… Πάντα ήσουν καλή μαζί μου… Ακόμη κι όταν… όταν οι άλλοι με κορόιδευαν και …»
- «Μην τα θυμάσαι πια αυτά Μίμη μου», τον διέκοψε η Ασημούλα, «αυτά όλα ήταν αιώνες πριν, κοίτα μόνο το τώρα… Τώρα που η τρίπλα σου έγινε πραγματικότητα… Ω, θα πρέπει να τρελάθηκες από τη χαρά σου βλέποντας το όνειρό σου να γίνεται πραγματικότητα!! Πόσο χαίρομαι για σένα Μίμη…»,
- «Χαίρεσαι; Χαίρεσαι… για μένα…; Μα εγώ… Εγώ είμαι ένας αποτυχημένος… Ένας χοντρός γέρος που χαράμισε τη ζωή του κυνηγώντας ένα άπιαστο όνειρο… Ένας ονειροπαρμένος που κατέστρεψε τα πάντα… Αλήθεια… Χαίρεσαι για μένα;», ρώτησε ο Μίμης με ύφος λυπημένο και με το βλέμμα του στο κενό.
- «Ναι Μίμη, χαίρομαι! Γιατί είσαι ο μόνος άνθρωπος που ξέρω, που πολέμησε τα πάντα για το όνειρό του! Δεν λύγισες, δεν το έβαλες κάτω παρ’ όλο που όλοι σε κορόιδευαν… Χαίρομαι για σένα που επιτέλους τα κατάφερες! Το όνειρό σου πραγματοποιήθηκε!», απάντησε η Ασημούλα.
- «Ναι, πραγματοποιήθηκε από κάποιον άλλον όμως… Εγώ ποτέ δεν τα κατάφερα… Ενώ εσύ… Μεγάλη και τρανή! Η μικρή Ασημούλα Ευθυμίογλου σήμερα είναι η μεγάλη τραγουδίστρια Μίνα Νομικού! Για φαντάσου! Ακόμη σε θυμάμαι στο περίπτερο που καθόσουν και διάβαζες το Ρομάντζο…», συνέχισε ο Μίμης.
- «Και μόλις τελείωνε ο αγώνας και σας έβλεπα σταματούσα και σας χάζευα… Κι ας ήξερα πως γελούσατε όλοι μαζί μου…», απάντησε η Ασημούλα
- «Όχι εγώ! Ποτέ δεν γέλασα μαζί σου εγώ!», τη διέκοψε ο Μίμης,
- «Όχι εσύ, καλέ μου. Όχι εσύ… Εσύ ήσουν πάντα καλός και ευγενικός… Ο καλός μου Μίμης με το όνειρο της Τρίπλας…», απάντησε η Ασημούλα ενώ σταματούσε το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι του Μίμη.
- «Φτάσαμε…», είπε ο Μίμης κοιτώντας το σπίτι,
- «Φτάσαμε…», απάντησε η Ασημούλα και τον κοίταξε.
- «Ευχαριστώ Ασημούλα…», είπε ο Μίμης
- «Μίνα, Μίνα πια…», διέκοψε η Ασημούλα
- «Ευχαριστώ Ασημούλα-Μίνα, για άλλη μια φορά ήσουν πολύ καλή μαζί μου…», συνέχισε ο Μίμης
- «Παρακαλώ Μίμη μου και συγχαρητήρια!», απάντησε η Ασημούλα
- «Συγχαρητήρια;», την κοίταξε με απορία ο Μίμης
- «Συγχαρητήρια που τα κατάφερες και έδειξες σε όλους την αξία σου!» απάντησε η Ασημούλα-Μίνα
- «Μα…», πήγε να ρωτήσει ο Μίμης
- «Ναι Μίμη, απέδειξες σε όλους ότι τα όνειρα πολλές φορές βγαίνουν αληθινά! Και μπορεί να μην ήσουν εσύ που έκανες την τρίπλα, αλλά σήμερα τους έδειξες πόσο λάθος ήταν όλοι απέναντί σου και πόσο άδικα σου φέρθηκαν! Δικαιώθηκες Μίμη μου! Δικαιώθηκες! Πήγαινε τώρα… Δεν φαντάζεσαι πόσο πολύ χάρηκα που σε είδα!», είπε η Ασημούλα.

Ο Μίμης την κοίταξε βουρκωμένος, άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το αυτοκίνητο.
Η Ασημούλα τον κοίταζε και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της.
Φτάνοντας στην πόρτα ο Μίμης γύρισε, την κοίταξε και σηκώνοντας τα χέρια ψηλά φώναξε με όλη την δύναμη της ψυχής του «ΝΑΙ! ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑ!!» και γελώντας μπήκε στο σπίτι του ενώ η Ασημούλα έμεινε να κοιτάζει γελώντας και κλαίγοντας ταυτόχρονα…

Μια άσκηση στην δημιουργική γραφή από τον Καραμπάση Ευστάθιο του Β1