Η ακόλουθη διήγηση που προέρχεται μάλλον από κάποια λιγότερο γνωστή παραλλαγή της συστηματικής συλλογής του Γεροντικού σκοπό έχει να διδάξει πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία του Θεού και ότι κανένας αμαρτωλός δεν πρέπει να απελπίζεται, ακόμη κι αν νομίζει ότι έχει γίνει όμοιος στην αμαρτία με τον διάβολο.

Κάποιος άγιος γέροντας, μεγάλος και διορατικός, έχοντας νικήσει και ξεπεράσει όλους τους πειρασμούς των δαιμόνων, είχε λάβει το χάρισμα να βλέπει με τα μάτια του πώς επιδρούν στην ζωή των ανθρώπων οι άγγελοι και οι δαίμονες· πώς δηλ. ο καθένας από την πλευρά του αγωνίζονται για την ψυχές των ανθρώπων. Ήταν δε τόσο μεγάλος και υψηλός στην αρετή, που τα ακάθαρτα πνεύματα τον υπολόγιζαν πολύ και ντρέπονταν μπροστά του. Πολλές φορές τα κορόιδευε και τα έβριζε θυμίζοντας τους την πτώση τους από τους ουρανούς και την αιώνια κόλαση της κόλασης που τα περιμένει. Οι δαίμονες λοιπόν μιλούσαν με θαυμασμό για τον μεγάλο γέροντα κι έλεγαν ότι κανένας να μη τολμήσει στο εξής να παλέψει μαζί του ή έστω και να τον πλησιάσει, μη τυχόν και πληγωθεί από τον γέροντα, διότι έχει ανέλθει σε μεγάλο πλούτο απάθειας και έχει τύχει της θεώσεως με την χάρι του Παναγίου Πνεύματος.

Ενώ λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα, κάποιος δαίμονας ρωτά έναν σύντροφο του:
_Αδελφέ Ζερέφερ (διότι αυτό ήταν το όνομα εκείνου του δαίμονα), αν κάποιος από εμάς μεταμεληθεί, τον δέχεται ο Θεός σε μετάνοια; Ναι ή όχι; Και ποιος άραγε να το γνωρίζει αυτό;
Και αποκρίθηκε ο Ζερέφερ:
_Θέλεις να πάω στον μεγάλο γέροντα που δεν μας φοβάται, να τον ρωτήσω τάχα σχετικά μ' αυτό και να τον δοκιμάσω;
_Πήγαινε, αλλά πρόσεχε πολύ, γιατί ο γέροντας είναι διορατικός και θα καταλάβει ότι πηγαίνεις με δόλο και δεν θα πεισθεί να ρωτήσει τον Θεό. Αλλά πήγαινε και ή τα καταφέρνεις ή απλώς δοκιμάζεις και φεύγεις.
Πήγε λοιπόν τότε ο Ζερέφερ σ' εκείνο τον μεγάλο γέροντα και αφού πήρε σχήμα ανθρώπου, θρηνούσε και οδυρόταν μπροστά στον γέροντα. Ο Θεός δε θέλοντας να δείξει ότι δεν αποστρέφεται κανέναν που να έχει μετανοήσει, αλλά δέχεται όλους όσους προστρέχουν σ' Αυτόν, δεν αποκάλυψε στον γέροντα τα σχετικά με τον δόλιο δράκοντα. Έτσι εκείνος τον έβλεπε σαν άνθρωπο και τίποτε περισσότερο. Γι' αυτό και τον ρώτησε:
_Για ποιο λόγο κλαις, άνθρωπε, και θρηνείς από τα κατάβαθα της καρδιάς σου, ραγίζοντας έτσι με τα δάκριά σου και την καρδιά μου;
_Εγώ, πάτερ άγιε, δεν είμαι άνθρωπος, αλλά, όπως μου φαίνεται, διάβολος πονηρός, λόγω του πλήθους των εγκλημάτων μου.
_Και τι θέλεις να κάνω για σένα, αδελφέ; (Γιατί νόμιζε ότι από μεγάλη ταπείνωση αυτοαποκαλείται δαίμονας ο άνθρωπος, αφού ο Θεός δεν του είχε φανερώσει ακόμη τι συνέβαινε στην πραγματικότητα).
_Τίποτε περισσότερο δεν σου ζητώ, άνθρωπε του Θεού, παρά να παρακαλέσεις πολύ τον Κύριο και Θεό σου να σου φανερώσει αν δέχεται το διάβολο σε μετάνοια. Διότι αν δέχεται εκείνο, τότε θα δεχθεί κι εμένα που δεν υστερώ σε τίποτε από λόγου του.
_Να κάνω όπως θέλεις. Για την ώρα όμως πήγαινε σήμερα σπίτι σου κι έλα αύριο εδώ να σου πω το θέλημα του Θεού.

Και σαν έγινε αυτό, άπλωσε τα χέρια ο γέροντας εκείνο το βράδυ και παρακάλεσε τον φιλάνθρωπο Θεό να του φανερώσει αν δέχεται το διάβολο σε μετάνοια. Κι αμέσως του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, φωτεινός σαν αστραπή, και του λέει:
_Αυτά λέει Κύριος ο Θεός σου: «Γιατί με παρακαλείς για χάρη του δαίμονα; Και γιατί ήρθε αυτός πονηρά να σε πειράξει;»
_Και πώς ο Κύριος δεν μου αποκάλυψε την περίπτωση, αποκρίθηκε ο γέροντας, αλλά μου την απέκρυψε, ώστε να μη την αντιληφθώ;
_Μη λυπηθείς γι' αυτό το πράγμα. Γιατί πρόκειται για κάποια θαυμαστή οικονομία του Θεού προς ωφέλεια των αμαρτωλών, ώστε να μην απελπίζονται. Γιατί κανένα από εκείνους που έρχονται σ' Αυτόν δεν τον αποστρέφεται ο υπεράγαθος Θεός, ακόμη κι αν αυτός είναι ο ίδιος ο Σατανάς και διάβολος. Επίσης γίνεται αυτό για να φανεί η σκληρότητα και απόγνωση των δαιμόνων. Όταν λοιπόν έρθει, μη τον σκανδαλίσεις απ’ την αρχή, αλλά πες του τα εξής: «Για να καταλάβεις ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και κανένα από όσους προστρέχουν σ' Αυτόν δεν τον αποστρέφεται, ακόμη κι αν αυτός είναι δαίμονας και διάβολος, υποσχέθηκε και σένα να σε δεχθεί, εάν βέβαια κάνεις αυτά που σε προστάζει». Και τότε θα σου πει: «Ποια είναι αυτά;» Κι εσύ να του πεις: «Ο Κύριος και Θεός γνωρίζει πολύ καλά ποιος είσαι και από πού ήρθες, για να Τον δοκιμάσεις. Διότι εσύ είσαι το αρχαίο κακό, που από την υπερηφάνεια σου δεν έχεις μάθει να γίνεσαι καινούργιο καλό. Πώς λοιπόν θα μπορέσεις να ταπεινωθείς και να βρεις έλεος με τη μετάνοια; Για να μην έχεις όμως πρόφαση απολογίας ενώπιον Του κατά την ημέρα της κρίσεως ότι δήθεν ήθελες να μετανοήσεις κι ο Θεός δεν σε δέχθηκε, δώσε προσοχή στα λόγια μου, πως πρέπει ν' αρχίσεις τη σωτηρία σου. Ο Κύριος είπε να καθίσεις επί τρία χρόνια σε ένα τόπο ακίνητος και στραμμένος μέρα-νύχτα προς την ανατολή και να φωνάζεις εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησέ με το αρχαίο κακό και πάλι άλλες εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησέ με το βδελύγμα της ερημώσεως και πάλι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέησέ με τη σκοτισμένη απάτη. Αυτά να τα φωνάζεις αδιάκοπα, γιατί δεν έχεις σώμα για να κουραστείς και να λιποψυχήσεις. Όταν τα κάνεις αυτά με ταπείνωση, τότε θα επανέλθεις στην αρχαία τάξη και θα συγκαταριθμηθείς με τους αγγέλους του Θεού». Αν λοιπόν συμφωνήσει μαζί σου να τα κάνει αυτά, δέξου τον σε μετάνοια. Αλλά γνωρίζω καλά ότι το αρχαίο κακό δεν γίνεται καινούργιο καλό. Γράψε όμως αυτά που θα συμβούν, για να σώζονται μέχρι των εσχάτων ημερών, ώστε να μη απελπίζονται όσοι θέλουν να μετανοήσουν. Διότι αυτή η διήγηση θα συντελέσει πάρα πολύ στο να πληροφορηθούν οι άνθρωποι ότι είναι εύκολο να μην απελπίζονται για την σωτηρία τους.
Αυτά είπε ο Άγγελος και ανέβηκε στους ουρανούς. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ήρθε ο δαίμων και άρχισε από μακριά να θρηνεί υποκριτικά και να χαιρετά τον γέροντα. Ο γέροντας από την αρχή δεν ξεσκέπασε την μηχανορραφία του, μόνο έλεγε από μέσα του: «Κακώς ήρθες κλέφτη, διάβολε, σκορπιέ, αρχαίο κακό, το ιοβόλο φίδι το παμπόνηρο». Έπειτα του λέει:
_Γνώριζε ότι παρακάλεσα τον Κύριο καθώς σου υποσχέθηκα και ότι σε δέχεται σε μετάνοια, εάν βέβαια εκτελέσεις αυτά που σε διατάζει από μένα ο κραταιός και πανίσχυρος Θεός.
_Και ποια είναι αυτά που όρισε ο Θεός να κάνω;
_Ο Θεός προστάζει να σταθείς σ' ένα τόπο για τρία χρόνια στραμμένος προς την ανατολή και να φωνάζεις νύχτα-μέρα επί τρία έτη εκατό φορές: Ο Θεός, ελέησέ με, το βδέλυγμα της ερημώσεως, άλλες τόσες φορές: Ο Θεός, ελέησέ με, τη σκοτισμένη απάτη κι άλλες τόσες: Ο Θεός, ελέησέ με, το αρχαίο κακό, και όταν τα κάνεις αυτά, θα σε βάλει μαζί με τους αγγέλους του.

Τότε ο Ζερέφερ, ο υποκριτής της μετάνοιας, ακούγοντας τα αυτά, γέλασε αμέσως δυνατά και λέει:
_Βρε σαπιόγερε, αν ήταν να αποκαλέσω τον εαυτό μου βδέλυγμα της ερημώσεως και αρχαίο κακό και σκοτισμένη απάτη, θα το έκανα μια και καλή από την αρχή και θα σωζόμουνα. Εγώ αρχαίο κακό; Αν είναι δυνατόν! Και ποιος το λέει αυτό; Εγώ είμαι αρχαίο καλό και πολύ καλό μάλιστα. Και δηλαδή τώρα, όσο είμαι ακόμα θαυματουργός και όλοι με φοβούνται και υποτάσσονται σε μένα, να αποκαλέσω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου βδελύγμα της ερημώσεως και σκοτισμένη απάτη και αρχαίο κακό; Όχι, γέροντα! Όχι, όσο εξουσιάζω τους αμαρτωλούς, να γίνω εγώ δούλος αχρείος, ταπεινός και ευτελής με τη μετάνοια! Όχι, γέροντα! Όχι, γέροντα! Όχι, μη γίνει να καταντήσω εγώ σε τέτοια ατιμία!
Αυτά είπε το ακάθαρτο πνεύμα και εξαφανίστηκε αλαλάζοντας. Ο γέροντας τότε σηκώθηκε να προσευχηθεί ευχαριστώντας τον Θεό και λέγοντας:
— Αλήθεια είπες, Κύριε, ότι αρχαίο κακό καινούργιο καλό δεν γίνεται.
Αυτά, αγαπητοί μου, δεν τα διηγήθηκα έτσι απλώς και τυχαία, αλλά για να πληροφορηθείτε το μέγεθος της αγαθότατος του δεσπότη Χριστού· ότι δηλαδή εάν και τον διάβολο δέχεται σε μετάνοια, πόσο μάλλον τους ανθρώπους, που για χάρι τους έχυσε το ίδιο Του το αίμα.
Πηγή: Ξένης Μοναχής, Πορεία προς Ουρανόν, Αθήναι 1973, σελ. 41

