Ο κύριός μου Αλκιβιάδης

ΑΓΓΕΛΟΣ Σ. ΒΛΑΧΟΣ    Ο κύριός μου Αλκιβιάδης

Ο συγγραφέας φαντάζεται το Σιλύκο, υπηρέτη στο σπίτι του μεγάλου πολιτικού της αρχαίας Αθήνας Περικλή, να μας διηγείται για τα παιδικά χρόνια του Αλκιβιάδη. Ο Αλκιβιάδης είχε μείνει από πολύ μικρός ορφανός από πατέρα, και την ανατροφή του την είχε αναλάβει ο Περικλής, που ήταν συγγενής της μάνας του. Ο Περικλής, από τότε που πήρε κοντά του τον 

Αλκιβιάδη, ανάθεσε στον υπηρέτη Σιλύκο να τον προσέχει και να ασχολείται με την ανατροφή του. Αλλά, όπως θα δούμε παρακάτω, τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα για το Σιλύκο, γιατί ο Αλκιβιάδης δεν ήταν ένα συνηθισμένο παιδί.


Εγώ στο μεταξύ ετραβούσα των παθών μου τον ταραχο τη με τον Αλκιβιάδη. Ατίθασος, δύσκολος κι αυθάδης πια, τόσο που καμιά φορά δεν ήξερα τι να κάνω.

Αλλά θαρραλέος, θεοί! Απότολμος! Λιονταράκι σωστό. Ξεγλιστρούσε απ' τη μισοανοιγμένη πόρτα κι έτρεχε να παίξει «Έλληνες και Μήδους» με τα βρωμόπαιδα της γειτονιάς. Σ' όποια παρέα βρισκόταν, εκεί και τσακώματα.

«Θα παίξουμε το Μαραθώνα! Εγώ είμαι ο Θεμιστοκλής! Ποιος θα κάνει το Μαρδόνιο;»

«Δεν ξέρεις τι σου γίνεται» του είπε ένα κάπως πιο μεγάλο παιδί, ο Πυθόνικος, που δεν τον χώνευε. «Στο Μαραθώνα ήταν ο Μιλτιάδης κι αντίπαλός του ο Τισσαφέρνης.»

«Κι ο Δάτις! κι ο Δάτις!» φώναξαν άλλα παιδιά.

« Εσύ θα είσαι ο Δάτις λοιπόν!» είπε ο Αλκιβιάδης στον Πυθόνικο,

«Γιατί εγώ κι όχι εσύ;»

«Γιατί είσαι πιο μεγάλος και πιο δυνατός και θα τις φας!»

Ο Πυθόνικος θύμωσε κι έσπρωξε δυνατά τον Αλκιβιάδη, που έχασε την ισορροπία του κι έπεσε χάμω. Τα παιδιά έσκασαν στα γέλια, αλλά ο κύριός μου μ' ένα πήδημα τινάχτηκε απάνω κι άρπαξε τον Πυθόνικο απ' το λαιμό. 'Αρχισε πάλη σωστή, και τα παιδιά έκαναν κύκλο και φώναζαν. Από την κάμαρά μου άκουσα φωνές και βγήκα στο δρόμο να δω τι γίνεται. Και τι να δω! Ο Πυθόνικος κι ο Αλκιβιάδης, ένα κουβάρι, να κυλιούνται χάμω. Έτρεξα να τους χωρίσω. Ο Αλκιβιάδης, αν και πιο μικρός απ' τον Πυθόνικο, που θα ήταν τότε δώδεκα χρονώ, τον είχε αρπάξει απ' τα μαλλιά και του βροντούσε το κεφάλι χάμω.

«Είσαι ο Δάτις! ο Δάτις! ο Δάτις!» ξεφώνιζε.

Τον έπιασα, κι αναγκάστηκε ν' αφήσει τον Πυθόνικο, που ζαλισμένος, με τα ρούχα ξεσκισμένα, ανασηκώθηκε.

«Ας μην ερχόταν ο Σιλύκος» είπε λαχανιασμένος «και σου 'δειχνα εγώ!»

«Τι να μου δείξεις, που σε τάραξα στο ξύλο! Παλιο-Δάτι!» γύρισε και φώναξε αγριεμένα ο Αλκιβιάδης, καθώς τον έσερνα δια της βίας προς το σπίτι,

Από τότε ο Πυθόνικος μισούσε τον κύριό μου. Στη γειτονιά του κόλλησε το «Δάτι;».

Όσο μεγάλωνε ο Αλκιβιάδης τόσο και γινόταν ασυμμάζευτος. Κάθε απόγευμα ξέφευγε απ' το σπίτι κι έτρεχε να παίξει αστραγάλους. Η παρέα του έπαιζε πάντα στο δρόμο. Μια μέρα, τη στιγμή που ήταν η σειρά του Αλκιβιάδη, από την άκρη του δρόμου φάνηκε ένα αμάξι με δυο άλογα που έτρεχαν με καλπασμό. Τ' άλλα παιδιά παραμέρισαν φοβισμένα, αλλά ο Αλκιβιάδης στάθηκε θυμωμένος στη μέση του δρόμου κάνοντας επιταχτικά νόημα στον οδηγό να σταματήσει. Εκείνος του φώναξε από μακριά να παραμερίσει κι ούτε έκανε να σιγανέψει τ' άλογά του. Και τι έκανε ο Αλκιβιάδης! Ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς στη μέση του δρόμου και του φώναξε:

«Σαν σου βαστάει, πέρνα!» Χύθηκα προς τα κει να τον αρπάξω, αλλά ευτυχώς ο αμαξάς

πρόλαβε. Τραβώντας τα γκέμια δυνατά, σταμάτησε τ' άλογά του μια πιθαμή απ' το ξαπλωμένο παιδί.

« Άλλη φορά να σταματάς όταν εγώ προστάζω!», είπε του οδηγού, που έτριβε τα μάτια του βλέποντας τον άφοβο ανθρωπάκο να σηκώνεται από χάμω, σχεδόν μέσ' απ' τα πόδια των αλόγων.

«Τώρα πέρνα!» πρόσθεσε ο Αλκιβιάδης με κάποια συγκατάβαση, και γυρίζοντας προς τους συντρόφους του:

«Θα ρίξω δυο φορές, μια και μπόρεσα να σταματήσω ολόκληρο άρμα!»

Φωνές και διαμαρτυρίες ακούστηκαν απ' την παρέα, αλλά ο κύριός μου ήθελε το δικό του.

«Μήπως θα το 'κανε κανένας από σας; Ν' ακούσω... Πώς; Ε, λοιπόν! θα παίξω δυο φορές.»

Θέλησα να τον τραβήξω απ' το παιγνίδι, αλλά ήταν ξαναμμένος απ' το κατόρθωμά του και δεν ακουγε. Δεν ήθελε, μπροστά στα συνομήλικά του, αυτός που σταματάει ολόκληρο αμάξι, να φανεί πως υπακούει στον κουτσοπόδαρο Σιλύκο.

Σηκώθηκα κι έφυγα. Περπατούσα σιγά, μελαγχολικός κι ανήσυχος σαν να μου είχε γίνει κάποια αποκάλυψη, σαν να είχα αγγίξει με το δάχτυλο κάποιο μυστήριο, μια πηγαία σκοτεινή δύναμη. Τη δύναμη της δημιουργίας που συγκερνάει χαρίσματα, αρετές, ομορφιά, χάρη, δύναμη, και τα ρίχνει όλα μαζί σ' ένα πλάσμα, δίνοντάς του όμως και φανταχτερά ελαττώματα. Αντι ζύγι στα χαρίσματα, θα έλεγε άλλος. Εγώ θα τολμούσα να πω συνείδηση της ανωτερότητας, που οδηγεί στην απαίτηση της εξαιρέσεως.

Το επεισόδιο μαθεύτηκε στην Αγορά, και για πολλές μέρες όλοι μιλούσαν για την τόλμη και το θάρρος του παιδιού.

Ο Αλκιβιάδης, από μικρός, ένιωθε –και το 'δειχνε -- τον εαυτό του ανώτερο από τους άλλους συνομήλικούς του, και τα παιδιά της παρέας του τον παραδεχόντουσαν πάντα και παντού γι' αρχηγό.

( Από το βιβλίο Ο κύριός μου Αλκιβιάδης)

Leave a Reply