Οι χριστιανικές εκκλησίες σήμερα -και όχι μόνο στην Ελλάδα- θυμίζουν κάπως το Κομουνιστικό Κόμμα. Ισχυρότεροι ακόλουθοι και των δύο είναι κατά πλειοψηφία οι ηλικιωμένοι, και κάποιοι νέοι που έχουν μεγαλώσει μαζί τους, η πλειονότητα όμως της νεολαίας αποστασιοποιείται, επειδή αισθάνεται ότι πρόκειται για μορφώματα του παρελθόντος που απλώς επιβιώνουν ως κατάλοιπα. Στην Ελλάδα, υπάρχει μια έντονα αντιχριστιανική διάθεση, αφού όλο και περισσότεροι άνθρωποι –ακόμα και Χριστιανοί- όχι μονάχα απομακρύνονται σταθερά από τη χριστιανική Εκκλησία, αλλά και τη στηλιτεύουν με κάθε αφορμή. Όπως είναι γνωστό, το παλιότερο τρίπτυχο «πατρίς- θρησκεία- οικογένεια» έχει προ πολλού στιγματιστεί, γι’ αυτό και τις τελευταίες τέσσερεις δεκαετίες η νεολαία το είχε απορρίψει και είχε στραφεί για καθοδήγηση στον πολιτικό χώρο της Αριστεράς. Επικρατούσε λοιπόν στη χώρα μας ένας διάσπαρτος «αριστερός» λόγος, ο οποίος υποσχόταν κολακευτικά στον ελληνικό λαό την ευμάρεια και την άνεση. Η σημερινή νεολαία έχει πάρει «διαζύγιο» από την παράδοση της Ελλάδας. Αγνοεί το παρελθόν και νιώθει πως δεν χρειάζεται να το μάθει. Όσο για τις αξίες, υποστηρίζει μια αφηρημένη «δημοκρατία», «ισότητα» και τη χορήγηση δικαιωμάτων, χωρίς να ξέρει τι σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη, ενώ κρίνει ότι η θρησκεία είναι μια υπόθεση αυστηρά ατομική, κατάλληλη μόνο για τον εσωτερικό κόσμο του (φοβισμένου) ανθρώπου. Η πίστη, αν υπάρχει, πρέπει να μην εκφράζεται δημόσια, διότι μπορεί να θεωρηθεί κατάλοιπο αυταρχικών νοοτροπιών. Σήμερα, στη νεανική συνείδηση έχουν σχεδόν χρεοκοπήσει και τα δύο, τόσο η θρησκεία όσο και η Αριστερά. Η ελληνική νεολαία είναι κατά κάποιον τρόπο «μετέωρη». Αξίζει άραγε να έλθει στη ζωή μας ο γνήσιος χριστιανικός λόγος, ο οποίος θα παραμένει πάντα το «νέο κρασί» που τα κάθε είδους παλαιά «ασκιά» (Λκ. 5,36-39) είναι ανήμπορα να διατηρήσουν; Και αν, όπως πιστεύουμε, η απάντηση στο ερώτημα τούτο είναι καταφατική, τι είναι αυτό που εμποδίζει μια τέτοια «επιστροφή»; Κατά τη γνώμη μας, υπάρχουν δύο κύρια εμπόδια. Αμφότερα εμφιλοχωρούν εντός της Εκκλησίας, αν και όχι στα ίδια σημεία.
Το πρώτο εμπόδιο είναι οι «θεούσοι». Οι Χριστιανοί, λένε οι θεούσοι, οφείλουν να μη βλέπουν τηλεόραση, ν’ αποφεύγουν το θέατρο και τον κινηματογράφο, ενώ από βιβλία επιτρέπεται να διαβάζουν μονάχα όσα εγκρίνει ο εξομολόγος τους. Οι γυναίκες απαγορεύεται δια ροπάλου να φορούν «πανταλόνι». Αν ο φιλοπερίεργος αναγνώστης πάρει ένα «θεούσικο» βιβλίο στα χέρια του, αυτή τη φορά για τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα, θα διαπιστώσει πως η rock, η pop, καθώς και η rap μουσική είναι εξ ολοκλήρου αντιχριστιανικές. Η pop θεωρείται ότι διεγείρει τον ανθρώπινο οργανισμό για χρήση ουσιών ή για σεξουαλική δραστηριότητα. Η rap κρίνεται προσβλητική και βίαιη, επειδή υποτιμά τις γυναίκες ή κάνει λόγο για ναρκωτικά, πράγμα ειρωνικά περίεργο, αφού οι περισσότεροι κληρικοί και θεολόγοι εκφράζονται πιο προσβλητικά για το γυναικείο φύλο. Η rock με τη σειρά της θεωρείται παλαιόθεν σατανική, εξαιτίας ορισμένων τραγουδιών των Rolling Stones και των K.I.S.S., στους οποίους αναφέρονται ακούραστα οι συγγραφείς τέτοιων βιβλίων. Απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις της πολυπολιτισμικότητας και της μετανάστευσης εκείνοι προτείνουν την περιχαράκωση και την αποφυγή του διαλόγου με τους ξένους, για να μην μας «αλλοτριώσουν». Ένα ακόμη θέμα στο οποίο επιμένουν είναι η άρνηση της τηλεόρασης. Ακόμη και σήμερα μπορεί κανείς ν’ ακούσει τη συγκεκριμένη προτροπή από τέτοιους κληρικούς και θεολόγους. Προτιμούν να αποκλείσουν a priori οτιδήποτε μπορεί να τους βλάψει, παρά να ξεχωρίσουν το ωφέλιμο από το βλαβερό, έργο απαιτητικότερο και πιο δύσκολο. Πρόκειται όμως για φυγή που δείχνει όχι τόσο θρησκευτικό ζήλο όσο δειλία και οπισθοδρομικό πνεύμα. Όσο για τους αυστηρότερους θεούσους, εκείνοι επιτρέπουν στους Χριστιανούς τριών ειδών μουσικής: τη βυζαντινή, τα δημοτικά τραγούδια και την κλασική μουσική. Εξίσου ανεπίτρεπτα κρίνονται συγκεκριμένα βιβλία, που επειδή οι Χριστιανοί κινδυνεύουν να σκανδαλιστούν, οι ιερείς και οι θεολόγοι τα ονομάζουν «απαγορευμένα». Οι Χριστιανοί οφείλουν να υπακούσουν αν θέλουν να σωθούν. Εκτός απ’ την ανελευθερία, ένα ακόμη ζήτημα είναι αυτό της φοβικότητας. Ένα ζήτημα που έχει συζητηθεί τα τελευταία χρόνια και επανέρχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, είναι αυτό των συνεπειών της Συνθήκης Schengen, που υπεγράφη στα 1985, με κύριο σκοπό την καθιέρωση κοινών μέτρων ασφάλειας μέσα στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέρος αυτής είναι και η καθιέρωση ηλεκτρονικής και προσωποποιημένης κάρτας/ταυτότητας του πολίτη, που θα ενοποιεί τις βασικές πληροφορίες και τα στοιχεία του. Συχνά, οι αρνητές των νέων ταυτοτήτων, όταν δεν προβάλλουν τις αντιρρήσεις τους σαν ανησυχίες για τον κίνδυνο του ολοκληρωτισμού, επικαλούνται ορισμένους επιδραστικούς κληρικούς, μοναχούς, ή ακόμη και λαοφιλείς Αγίους...
Αλλά δεν τελειώσαμε εδώ. Το δεύτερο μεγάλο εμπόδιο για την εμφάνιση μιας υγιέστερης σχέσης Εκκλησίας και νεολαίας, είναι οι λεγόμενοι «αγαπούληδες». Οι αγαπούληδες είναι στον αντίποδα των θεούσων και τους καταγγέλλουν με κάθε αφορμή. Αν οι θεούσοι ενδημούν κυρίως στις χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές ομάδες Χριστιανών, οι αγαπούληδες προέρχονται πιο συχνά απ’ τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και τείνουν κατά μέσον όρο να είναι όχι μόνο ηλικιακά νεώτεροι αλλά και μορφωτικά πιο προηγμένοι. Στόχος τους; Ο άνευ όρων εκμοντερνισμός της Ελλαδικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και όχι μόνον. Οι άνθρωποι αυτοί αφενός εγκωμιάζουν αφειδώς την πολυπολιτισμικότητα, αφετέρου αξιώνουν να εξαφανισθεί οτιδήποτε δεν ταιριάζει στο προκατασκευασμένο ένδυμα του φιλελεύθερου εκμοντερνισμού τους...
... Όσο και αν υποστηρίζουν στην πράξη τον ανοικτό διάλογο, οι εν λόγω θεολογούντες τον αποφεύγουν συστηματικά. Σύμφωνα με αυτούς, η Δύση, προσφέροντας στους ανθρώπους ένα υψηλότερο επίπεδο ανεκτικότητας και δημοκρατίας, προσεγγίζει περισσότερο τον Θεό σε σχέση με μας που, μιμούμενοι τους Ταλιμπάν, είμαστε βέβαιοι ότι κατέχουμε την απόλυτη αλήθεια και αν χρειαστεί την επιβάλλουμε σε άλλους. Παρά την ευφυΐα το αναντίρρητο ταλέντο ορισμένων εξ αυτών στη συγγραφή, κατά κανόνα δεν επιχειρηματολογούν για να μας πείσουν...
... Οι «αγαπουλίστικες» προειδοποιήσεις για την «αναπόφευκτη παρακμή» των θρησκειών, λόγω της επιστημονικής ανάπτυξης, ίσως και να προέρχονται από ευσεβείς πόθους ορισμένων αμφιταλαντευόμενων πιστών, που είναι υπερβολικά «εγκεφαλικοί» για να δεχθούν υπερφυσικούς ισχυρισμούς, συμπαθούν όμως ως έναν βαθμό τη θρησκευτική ηθική, όταν αυτή δεν συγκρούεται με τον φιλελευθερισμό, και γι’ αυτό κάνουν έκκληση στις θρησκείες να χαμηλώσουν τον «πήχη» των απαιτήσεών τους, ώστε να μπορούν να τις πληρούν και οι ίδιοι, χωρίς να βιώνουν εσωτερικό διχασμό. Έτσι εξηγείται η βιαστική ταύτιση του μειωμένου εκκλησιασμού με αθεϊσμό, λησμονώντας ότι σήμερα θεριεύει και η αμφισβήτηση προς την ίδια την επιστήμη και οι κάθε λογής καινοφανείς λατρείες.
Πηγή: Αντίφωνο
Απαντήστε στο ερωτηματολόγιο που ακολουθεί