Διάλογος δύο κατοίκων της Θεσσαλονίκης την περίοδο της απόβασης των συμμαχικών στρατευμάτων

  • Καλημέρα!
  • Καλημέρα και σε ‘σένα.
  • Τι νέα από την «εθνική μας άμυνα»;
  • Δεν βλέπεις; Γέμισε ο τόπος ξένους στρατιώτες.
  • Δεν λες καλά που θα ανοίξουν και οι δουλειές μας, γιατί δεν ήταν λεφτά αυτά που βγάζαμε.
  • Ε και τι μ’
  • αυτό; Δεν καταλαβαίνει κανείς την γλώσσα του άλλου και δεν ξέρεις αν κανείς απ’ αυτούς είναι λωποδύτης.
  • Είναι κι αυτό, γιατί όλα μας τα χρόνια έχουμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο, ενώ τώρα; Τέλος πάντων, στρατιώτες είναι κάποιος τους διατάζει, δεν μπορούν να κάνουν ότι θέλουν εδώ πέρα.
  • Μακάρι να είναι όπως τα λες γιατί εγώ πολύ τους φοβάμαι.
  • Μακάρι. Γιατί ήρθαν όμως;
  • Τους επέτρεψε ο Βενιζέλος απ’ την στιγμή που είδε ότι ο Κωνσταντίνος δεν υποχωρεί για τον πόλεμο.
  • Μήπως ετοιμάζει την Μακεδονία όσα ακόμη εδάφη «κυβερνά» για πόλεμο έτσι ώστε ο Κωνσταντίνος να δώσει εντολή και για όλη την Ελλάδα;
  • Ποιος ξέρει, πάντως εγώ θεωρώ πως για να υποστηρίζει την Αντάντ ξέρει τι κάνει. Αυτός μας ενέταξε στην Ελλάδα και εφάρμοσε ένα σωρό ευνοϊκές νομοθεσίες για τον λαό, δεν θα ξέρει με ποια μεριά να πάει;
  • Δίκαιο έχεις, θα αρχίσω να μην φοβάμαι και τόσο πολύ τις αποφάσεις του. Δεν φαίνονται και βεβιασμένες. Το μόνο που θέλω είναι να μην πάρουν όλους τους νέους στα χαρακώματα. Θα ερημώσει ο τόπος και δεν θα έχουμε χέρια να δουλεύουν. Και έπειτα ποιος θα μας συντηρεί εμάς τους μεγαλυτέρους;
  • Τι να κάνουμε, αν έχουμε μία ελπίδα να δούμε με τα μάτια μας την Μεγάλη Ιδέα, αυτή είναι ο πόλεμος που υπάρχει τώρα. Τάχα μου πόσο θα κρατήσει; Δύο χρόνια πέρασαν από τότε που άρχισε. Πόσο ακόμα θα αντέξουν οι στρατιώτες στα μέτωπα;
  • Αυτό τώρα με παρηγορεί γιατί πολύ πιθανό εάν πάρουμε μέρος να μην πολεμήσουμε για πολύ. Μακάρι Θεέ μου.
  • Ας είναι όπως το λες. Άντε πέρασε κι η ώρα και πάει μεσημέρι. Άντε γεια σου.
  • Γεια σου και σε ‘σένα, γεια σου.

Αφήστε μια απάντηση