Ως και το 2500 π.χ., η κοινωνική οργάνωση των ανθρώπων ήταν η μητριαρχία, στην οποία υπολογιζόταν μόνο η μητρική συγγένεια ίσως διότι η γυναίκα ήταν σίγουρη ως μάνα των παιδιών που γεννούσε, ενώ ο πατέρας ήταν αμφισβητούμενος. Η γυναίκα αποτελούσε αρχηγό της γενιάς, είχε κύρος και αίγλη και απολάμβανε ελεύθερα τον έρωτα. Επιπλέον, είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι οι άνθρωποι ζούσαν αρμονικά χωρίς πολέμους, σε μια μητριαρχική κοινωνία.
H ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ
Στην αρχαία Σπάρτη οι γυναίκες μπορεί να μην ήταν ίσες με το αντρικό φύλο, αλλά είχαν σεβασμό και ασκούσαν έμμεσα μεγάλη επιρροή στις αποφάσεις των αρχών. Αντίθετα με τις Αθηναίες, οι Σπαρτιάτισσες ακολουθούσαν την ίδια μόρφωση με αυτή των αγοριών, τρέφονταν με φαγητά που είχαν ακριβώς τη ίδια ποιότητα.Ακόμη, η γυναίκα της Σπάρτης κυκλοφορούσε ελεύθερα μέσα και έξω από την πόλη, επέβλεπε και κατηύθυνε τις εργασίες των ειλώτων, προέβαινε στις αγορές που χρειαζόταν η οικία, μπορούσε να παρασταθεί η ίδια στα δικαστήρια και εν γένει αναλάμβανε να διεκπεραιώσει και να καλύψει όλες τις ανάγκες του οίκου της.
ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ
Όπως και στα προηγούμενα χρόνια, οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Ήταν όμως και υπόδουλες των συζύγων τους και πλήρως υποταγμένες. Ειδικότερα για την γυναίκα της αγροτικής κοινωνίας, ο μισογυνισμός ήταν βαθιά ριζωμένος. Οι γυναίκες ήταν η προσωποποίηση της αμαρτία
ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ
Από την περίοδο του Διαφωτισμού και μετά, οι γυναίκες άρχισαν να επαναστατούν και να αντιστέκονται στα στερεότυπα. Διάφορες γυναίκες άφησαν ιστορία μέσα στα χρόνια του Διαφωτισμού. Μία από αυτές ήταν η Caroline Herschel που εξαιτίας των παρατηρήσεων της στην αστροφυσική, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης μετονόμασε αργότερα ένα κολλέγιο προς τιμήν της.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΚΙΝΗΜΑ
Στη βιομηχανική επανάσταση, υπήρξαν διάφορα γυναικεία κινήματα που απαιτούσαν τα ίδια δικαιώματα για τις γυναίκες και τους άνδρες. Υποστήριζαν ότι οι γυναίκες καταπιέζονταν από τους άνδρες και ότι αυτή η καταπίεση έπρεπε να σταματήσει. Η Elizabeth Cady Stanton συγκάλεσε την πρώτη Συνέλευση για τα Δικαιώματα των Γυναικών στη Νέα Υόρκη, το 1848, για να διακηρύξει μια λίστα δικαιωμάτων για τις γυναίκες.
Ασημίνα Ξηρογιάννη
ΜΕΡΟΣ Β
Της Μαρίλιας Πλατσά
Τον 6ο αιώνα π.Χ., στον ελληνικό χώρο, αναδείχθηκαν ως ισχυρότερες δυνάμεις οι πόλεις της Αθήνας και της Σπάρτης. Στην Αθήνα, άνθιζαν οι τέχνες, τα γράμματα, η αρχιτεκτονική και ετίθεντο τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος. Την ίδια περίπου περίοδο, στην Σπάρτη, ο Λυκούργος προχωρούσε σε καινοτόμες αλλαγές στο νομοθετικό σύστημα της πόλης. Παρά τη μεγάλη πρόοδο, που σηματοδοτούσε η θεμελίωση του πολιτεύματος της «πλειοψηφίας» στην Αθήνα, η θέση της γυναίκας ήταν περιορισμένη, όπως και στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, με εξαίρεση την Σπάρτη.
Στο πλαίσιο της αθηναϊκής δημοκρατίας, λειτουργούσαν τρία ύψιστης σημασίας όργανα: η εκκλησία του δήμου, η βουλή των 500 και το δικαστήριο της Ηλιαίας, στα οποία συμμετείχαν απλοί πολίτες. Το πολίτευμα είχε άμεσο χαρακτήρα, καθώς ισοδυναμούσε με συμμετοχή όλων των ελεύθερων πολιτών στις εκλογές, τις δημόσιες συζητήσεις στην Πνύκα και την αγορά και την λήψη κρίσιμων αποφάσεων για το μέλλον της πόλης. Αξιοσημείωτο είναι ότι, την περίοδο της διακυβέρνησής της από τον Περικλή, οι Αθηναίοι απλοί πολίτες πληρώνονταν από το δημόσιο, προκειμένου να συμμετάσχουν στα κοινά, αντιμετωπίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, την έντονη απουσία τους λόγω έλλειψης χρόνου. Ωστόσο, στο «λειτούργημα» αυτό δεν λάμβαναν μέρος οι γυναίκες, καθώς δεν συγκαταλέγονταν στην κατηγορία των πολιτών.
«Ο άντρας είναι από τη φύση καλύτερος από τη γυναίκα. Ο άντρας διευθύνει και η γυναίκα υπακούει σ’ αυτόν». Η αριστοτελική αυτή φράση αντανακλά ολόκληρη τη δομή της αρχαίας αθηναϊκής κοινωνίας και οικογένειας. Η γυναίκα ήταν κατώτερης θέσης από τον άνδρα. Δεν θεωρούταν πολίτης και κατ’ επέκταση δεν διέθετε πολιτικά δικαιώματα. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν ψήφιζε, δεν κατείχε ούτε μπορούσε να κληρονομήσει γη. Σε περίπτωση που ο πατέρας της πέθαινε, την περιουσία, εφόσον ήταν μοναχοπαίδι, καρπωνόταν ο κηδεμόνας ή ο σύζυγός της. Απαγορευόταν η συναναστροφή με άλλους άνδρες, εκτός των αρρένων συγγενών, γι’ αυτό και η συμμετοχή της στην κοινωνική ζωή ήταν ελεγχόμενη. Της επιτρεπόταν, πάντως, να λαμβάνει μέρος σε θρησκευτικές τελετές και εορτές της πόλης στον ρόλο, για παράδειγμα, της ιέρειας. Η ζωή της, επομένως, υποχρεωτικά ήταν αφιερωμένη στην ανατροφή των τέκνων και την αποπεράτωση των οικιακών εργασιών πιθανώς και με τη βοήθεια δούλων, αν προερχόταν από εύπορη οικογένεια.
Ειδικότερα, τα νεογέννητα κορίτσια είχαν λιγότερες πιθανότητες να επιβιώσουν από τα αγόρια, εξαιτίας του φαινομένου της εγκατάλειψης. Πάντως, όταν μεγάλωναν, αποκτούσαν στοιχειώδη μόρφωση, η οποία δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των αρρένων. Στα 18 τους, παντρεύονταν με τη μέθοδο του προξενιού, που προϋπέθετε να είναι παρθένες. Οι παντρεμένες απαιτούταν να είναι πιστές στους συζύγους τους, σε διαφορετική περίπτωση καταδικάζονταν για μοιχεία, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό τους από τις θρησκευτικές τελετές -ίσως και το μοναδικό τους κοινωνικό δικαίωμα-. Οι σύζυγοι, μάλιστα, δικαιούνταν να τις δολοφονήσουν νομίμως. Η διάκριση μεταξύ των δύο φύλων αποτυπώνεται εντονότερα στο σημείο αυτό, καθώς ο άντρας μπορούσε να διατηρεί εξωσυζυγικές σχέσεις, χωρίς κανένα περιορισμό. Μια ιδιάζουσα περίπτωση γυναικών αποτελούσαν οι εταίρες, οι οποίες, λόγω του επαγγέλματός τους, είχαν εντονότερη παρουσία στην κοινωνική ζωή της πόλης. Αξίζει να σημειωθεί, στο σημείο αυτό, ότι υπήρξαν και γυναίκες που ξεχώρισαν και διεκδίκησαν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για τη ζωή τους, όπως η Ασπασία και η πρώτη γυναικολόγος της αρχαίας Αθήνας, η Αγνοδίκη.
Στον αντίποδα, η αρχαία Σπάρτη ακολουθούσε το δικό της πολίτευμα, στην κορυφή του οποίου βρίσκονταν οι δύο βασιλιάδες και μεταγενέστερα και οι έφοροι. Το πολίτευμα και οι νόμοι της αποδίδονται, κυρίως, στο έργο του νομοθέτη Λυκούργου. Ήταν, επίσης, γνωστή για την στρατιωτική της δύναμη, φυσικό επακόλουθο του μιλιταριστικού μοντέλου ζωής, στο οποίο μυούνταν όλα τα μέλη της πόλης, ακόμα και οι γυναίκες.
Η άνοδος της κοινωνικής θέσης της γυναίκας στην Σπάρτη δεν ήταν τυχαία, αλλά, μάλλον, ήταν προϊόν αναγκαιότητας. Στα τέλη του 8ου αιώνα, οι Σπαρτιάτες κατέκτησαν τη γειτονική πόλη, Μεσσηνία, κερδίζοντας, με τον τρόπο αυτό, εύφορη γη και αμισθί εργατικά χέρια, ήτοι δούλους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στον στρατό, για να είναι προετοιμασμένοι για μια πιθανή εξέγερση των υπόδουλων. Επιπλέον, η φύση της εργασίας τους μετατράπηκε από χειρωνακτική σε πνευματική, δηλαδή πλέον διηύθυναν τις καλλιεργούμενες από τους δούλους εκτάσεις, που δεν χρειαζόταν σωματική ρώμη και άρα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και από γυναίκες. Τέλος, οι δούλοι, που απέκτησαν, ασχολούνταν με τις δουλειές του σπιτιού απαλλάσσοντας έτσι τις Σπαρτιάτισσες από αυτό το καθήκον.
Χάρη στη ριζική μεταβολή στις ανάγκες της πόλης, οι Σπαρτιάτισσες, σε αντίθεση με τις Αθηναίες, άρχισαν να διαθέτουν γη και να έχουν τη δυνατότητα να την κληρονομούν, να τη διαχειρίζονται και να την ελέγχουν. Όχι μόνο δεν υπήρχε περιορισμός στην κυκλοφορία τους εκτός σπιτιού, αλλά, ακόμα, γυμνάζονταν και ασκούνταν στην πάλη και την ιππασία, όπως και οι άρρενες. Τα κορίτσια λάμβαναν δημόσια μόρφωση, όπως και τα αγόρια, και παντρεύονταν σε σχετικά μεγάλη ηλικία με συνομηλίκους. Για να αντιληφθούμε καλύτερα το δυναμισμό και την επιρροή τους στην αρχαία Σπάρτη, παραθέτουμε το παρακάτω: Ερωτηθείσα υπό τινος Αττικής, «διά τι υμείς άρχετε μόναι των ανδρών αι Λάκαιναι;» «ότι», έφη, «και τίκτομεν μόναι άνδρας». Δηλαδή «Σπαρτιάτισσες είναι οι μόνες γυναίκες στην Ελλάδα που κυβερνάνε άντρες, επειδή μόνο αυτές γεννάνε άντρες». Πρόκειται για την απάντηση της Γοργούς, κόρης του βασιλιά Κλεομένη και συζύγου του Λεωνίδα, όπως διασώζεται από τον Πλούταρχο.
Ωστόσο, όταν η Μεσσηνία, αιώνες αργότερα, έπαυσε να είναι υπόδουλη της Σπάρτης, τότε τα δικαιώματα των γυναικών υπονομεύτηκαν και εξομοιώθηκαν με εκείνα που ίσχυαν την ίδια περίοδο σε άλλες ελληνικές πόλεις.
Συνοψίζοντας, αν και η Αθήνα δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει αντάξια θέση στις γυναίκες, παρότι συνιστούσε το λίκνο της δημοκρατίας, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί, που είχε εγκαθιδρύσει, και το γενικότερο πνεύμα ήταν ήδη πολύ πρωτοποριακό για την εποχή. Από την άλλη πλευρά, η Σπάρτη, για χρησιμοθηρικούς λόγους, αν και απολυταρχική, είχε εξοπλίσει τις γυναίκες με δικαιώματα πρωτόγνωρα. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι, στο ίδιο χρονικό πλαίσιο, σε πόλεις κοντινές, η θέση της γυναίκας ποίκιλε σημαντικά.
Μεσαίωνας χαρακτηρίζεται η χρονική περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας που διαδέχεται την περίοδο της Αρχαιότητας και τελειώνει με την περίοδο της Αναγέννησης.
Ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος είναι σχεδόν πεπεισμένος ότι η θέση της γυναίκας στα χρόνια του Μεσαίωνα ήταν άθλια. Καταπιεσμένες από αυταρχικούς και βίαιους συζύγους, καταπιεσμένες από τους φεουδάρχες, καταπιεσμένες από την Εκκλησία που τις θεωρεί σύμβολα της αμαρτίας και του κακού, που όταν δεν τις στέλνει στην πυρά για να τις κάψει σαν μάγισσες, οι γυναίκες του Μεσαίωνα φαίνεται να ζούσαν σε συνθήκες απόλυτης δυστυχίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν απεικονίζει εξ ακριβώς την καθημερινή τους ζωή, καθώς ο Μεσαίωνας υπήρξε πολύ καλύτερος για τη γυναίκα απ’ ό,τι η Αρχαιότητα ή οι αιώνες που ακολούθησαν την “εποχή της φεουδαρχίας”. Ουσιαστικά, πρέπει να φτάσουμε στον 20ο αιώνα και ειδικότερα στο δεύτερο μισό του για να διαπιστώσουμε θεαματική βελτίωση.
Οι γυναίκες γενικά ήταν υπόδουλες και υποταγμένες στο πλαίσιο ενός κόσμου ο οποίος εμφανίζεται να κυριαρχείται από τις αντρικές αρετές ιπποτών ή ασκητικών μοναχών, καθώς η εξουσία απέκλειε τις γυναίκες από την κορυφή της κοινωνίας. Ωστόσο, μπορούμε να συναντήσουμε και γυναίκες που αποδεικνύουν το αντίθετο, εφόσον μπόρεσαν να διοικήσουν επικράτειες και να κυβερνήσουν υπηκόους. Πράγματι, δεν είναι λίγα τα παραδείγματα γυναικών που ασκούν τη βασιλική εξουσία όταν ο σύζυγός τους απουσιάζει ή ασθενεί ή αυτών στις οποίες έχει νομίμως ανατεθεί η αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωση του γιου τους. Άλλες πάλι είναι αρκούντως δυναμικές ώστε να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους και χωρίς να συμβαίνει κάτι από τα παραπάνω.
Τα ανωτέρω μοιάζουν πολύ ωραία, αλλά θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι αφορούν μόνο τα ανώτατα κοινωνικά στρώματα, όπου παραδοσιακά η γυναίκα τυγχάνει καλύτερης μεταχείρισης.
Η θέση της γυναίκας στη συντηρητική αγροτική κοινωνία είναι χειρότερη από αυτήν της αριστοκρατίας. Υπάρχει μισογυνισμός στη νοοτροπία των ανθρώπων εκεί, καθώς και αρκετά παραδείγματα ενδοοικογενειακής βίας. Εντούτοις, υπάρχουν σχεδόν ισάριθμες περιπτώσεις γυναικών υποταγμένων στους συζύγους τους και γυναικών που έχουν επιβληθεί κυριολεκτικά σ’ αυτούς. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων υπάρχει ισορροπία στους ρόλους των συζύγων όσον αφορά τη διαχείριση των οικιακών και οικογενειακών θεμάτων. Άλλωστε, όσες γυναίκες ευγενής διέμεναν κατά διαστήματα σε χωριά, αποδεικνύουν πως η θέση της γυναίκας των ανώτερων τάξεων είναι σαφώς καλύτερη.
Υπάρχουν και τα μισογυνικά στερεότυπα που παρουσιάζουν τη γυναίκα ως προσωποποίηση της αμαρτίας. Υπάρχουν, ωστόσο, και τα ιστορικά στοιχεία που παρέχουν μια πολύ πιο ισορροπημένη εικόνα.
Καταρχάς, η μεσαιωνική Εκκλησία δεν διστάζει να αναθέσει σε γυναίκες θέσεις ευθύνης με πολιτική και οικονομική ισχύ. Οι ηγούμενες των μονών ασκούν εξουσία και διαχειρίζονται πολλές φορές τεράστιες περιουσίες. Ανάμεσα στις σημαντικές γυναικείες μορφές της Καθολικής Εκκλησίας του Μεσαίωνα δεν λείπουν και οι δυναμικές προσωπικότητες που δεν θα διστάσουν να αναμετρηθούν με την κοσμική εξουσία υπερασπίζοντας τα πιστεύω τους. Γενικά, η θέση της γυναίκας στο πλαίσιο της καθολικής Εκκλησίας είναι ακριβώς αυτή που κατέχει η γυναίκα στην κοινωνία τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Άρα, συμπεραίνουμε πως ο Μεσαίωνας αναγνώριζε στη γυναίκα θέση πολύ καλύτερη απ’ ό,τι οι περισσότερες περίοδοι της Ιστορίας και δεχόταν την ιδιαιτερότητα του φύλου της, στοιχείο πολύ σημαντικό όταν στην εποχή μας το πρότυπο που προσφέρεται στη σύγχρονη γυναίκα είναι αυτό της μίμησης του άντρα.
Αξίζει να σημειωθεί, επακόλουθα, και το γεγονός ότι κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα, η χριστιανική σύνθεση αρσενικού και θηλυκού κατέρρευσε, ενώ ο σκοταδισμός και η θρησκευτική μισαλλοδοξία, που χαρακτήριζε την περίοδο εκείνη, οδήγησε σε τρομερά εγκλήματα κατά του γυναικείου φύλου. Έτσι, άρχισε και ο δρόμος των γυναικών προς την Ιερά Εξέταση. Ιδιότητες των γυναικών που στα προχριστιανικά πατριαρχικά συστήματα αποτελούσαν αντικείμενα σεβασμού ή ακόμα και φόβου, όπως οι θεραπεύτριες και οι μάντισσες, έγιναν ηθικές απαξίες που χαρακτήριζαν τις γυναίκες ως μάγισσες και τις προόριζαν για την πυρά. Η σεξουαλικότητα της γυναίκας έγινε συνώνυμη με την αμαρτία. Κατά την περίοδο του Διαφωτισμού, η γυναίκα εξακολούθησε να θεωρείται κατώτερο ον, ενώ η έντονη επίδραση που ασκούσε ο ηθικός κώδικας αξιών της Εκκλησίας διατηρήθηκε σε όλη τη βυζαντινή εποχή, παίζοντας κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του γυναικείου προτύπου και στην ενίσχυση της ιδεολογίας, που οδηγούσε σε διακρίσεις σε βάρος των γυναικών.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Στο Βυζάντιο, η κοινωνική θέση των γυναικών ήταν υψηλότερη από οποιαδήποτε άλλη πολιτισμένη κοινωνία της εποχής. Οι γυναίκες την περίοδο αυτή άσκησαν επιρροή στην πολιτική και στις υποθέσεις του κράτους, όχι μόνο μέσω των ανδρών, αλλά πολύ συχνά ασκώντας οι ίδιες άμεση, προσωπική εξουσία, ως ενθρονισμένες Αυτοκράτειρες. Η βυζαντινή κοινωνία ήταν μια πατριαρχική κοινωνία και μάλιστα αρκετά συντηρητική ώστε να έχει θεσμοθετήσει συγκεκριμένους ρόλους για τους άνδρες και τις γυναίκες τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια ζωή. Ο αποκλεισμός των γυναικών από τη δημόσια ζωή μπορούσε να σπάσει σε κάποιες περιπτώσεις όπου αυτές ήταν αναγκασμένες από τα πράγματα να ενισχύσουν οικονομικά τα σπίτια τους, είτε στις αγροτικές κοινότητες, είτε στις πόλεις, ασκώντας ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Και βέβαια δεν ήταν λίγες οι ξεχωριστές προσωπικότητες βυζαντινών γυναικών που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της δικής τους εποχής, αλλά και στο μέλλον του Βυζαντίου. Παράλληλα, οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν περιγράψει με τα μελανότερα χρώματα τη γυναικεία φύση και την επικίνδυνη επιρροή της στους άντρες και πρόβαλλαν ως ιδανικό της σωστής κόρης και συζύγου την πλήρη υποταγή στον πατέρα και το σύζυγο και σχεδόν όλες οι γυναίκες που είναι αναγνωρίσιμα άτομα στις βυζαντινές ιστορίες ανήκουν σε οικογένειες που ήταν ιδιαίτερα ισχυρές πολιτικά και οικονομικά.Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ 1453(Άλωση της Κων/πολης)-1821(Επανάσταση του Ελληνικού έθνους)
Την εποχή που η Ευρώπη γνώριζε την Αναγέννηση της, που αποτέλεσε θεμέλιο ενός νέου κόσμου, η Ελλάδα μαζί με όλους τους λαούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας περνούσαν κάτω από την τουρκική κυριαρχία. Στη χειρότερη θέση από όλους τους υπόδουλους ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη βρίσκονταν οι γυναίκες. Η γυναίκα και η θέση της κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο δεν έχει μελετηθεί συστηματικά και παραμένει σχεδόν άγνωστη έως σήμερα. Η επαγγελματική δραστηριότητα των γυναικών περιορίζονταν σε ενασχολήσεις που θεωρούνταν γυναικείες, όπως είναι η υφαντική και γενικά τα χειροτεχνήματα. Υπάρχουν περιπτώσεις που οι γυναίκες εργαζόταν το ίδιο σκληρά με τους άνδρες και μάλιστα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες δουλεύοντας σε γεωργικές εργασίες ή σε βιομηχανικές επιχειρήσεις. Καθώς το επίπεδο ζωής τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ χαμηλό και οι έννοιες πολλές, οι γονείς δεν πρόσφεραν κάποια ιδιαίτερη μόρφωση στα παιδιά τους και κυρίως στις γυναίκες. Αυτό ίσχυε σχεδόν σε όλες τις ελληνικές οικογένειες, ίσως με μοναδική εξαίρεση τις οικογένειες που είχαν εξουσία και κάποια οικονομική άνεση. Οι γυναίκες που κατάφερναν να σπουδάσουν και να μορφωθούν ήταν αυτές οι οποίες συνήθως δώριζαν κάποιο χρηματικό ποσό ή χορηγούσαν λογοτεχνικά κείμενα κλπ. Ουσιαστικά το σχολείο είχε καταργηθεί εκείνη την εποχή. Γι αυτό το εναλλακτικό πλέον σχολείο αποτελούσε το λεγόμενο '' κρυφό σχολείο '', όπου παρέχονταν η βασική μόρφωση και εκπαίδευση στον κάθε νέο. Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας γυναικών και αντρών ήταν ταυτόσημα και υποβάλλονται στους ίδιους εθιμικούς περιορισμούς, ενώ οι πωλήσεις της γης γίνονταν σε μεγάλο ποσοστό από γυναίκες χωρίς την σκιά των αντρών. Η παρουσία των γυναικών στην ελληνική επανάσταση ήταν καθοριστική. Αυτό είναι σαφώς αποδεκτό από τον καθένα, μιας και είχαν προσφέρει υπεραρκετά, αφού έπαιξαν για ακόμα μία φορά καθοριστικό ρόλο. Συμπερασματικά, η θέση της γυναίκας συγκριτικά με παλαιότερα έχει βελτιωθεί σε αρκετά σημεία και με τη συνεισφορά τους στην επανάσταση και στην εργασία κέρδισαν τον σεβασμό των ανδρών, αλλά, όπως και κατά τις προηγούμενες περιόδους, δεν εξισώθηκαν με τους άνδρες σε καμία περίπτωση.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ
Μετά το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο και με την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1832, η γυναίκα και πάλι δεν είναι ισότιμη με τον άντρα. Στους νεότερους χρόνους και συγκεκριμένα στο τέλος του 18ου αιώνα, λίγες μορφωμένες και μαχητικές γυναίκες κινητοποιούνται για ζητήματα ισότητας. Το κίνημα αυτό μαζικοποιείται οριστικά τον 20ο αιώνα με τη γενικότερη ανάπτυξη όλων των προοδευτικών κινημάτων. Η συνειδητοποίηση και η προβολή του αιτήματος για ουσιαστική ισότητα, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και δημόσια ζωή, η ηθική και κοινωνική απελευθέρωση της γυναίκας, μόλις τις τελευταίες δεκαετίες άρχισε να πραγματοποιείται. Η γυναίκα πάλεψε για την κατάκτηση συγκεκριμένων ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ξεκινώντας από το δικαίωμα στην εκπαίδευση αφού η παιδεία ήταν απρόσιτη σε αυτή. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι γυναίκες ήταν σχεδόν αποκλεισμένες από τη μισθωτή εργασία. Θεωρούνταν άεργες, αφού ούτε αυτή η οικιακή εργασία τους δεν αναγνωρίζονταν, αμόρφωτες και '' οπισθοδρομικές '', μέσα σε μια κοινωνία που άρχιζε να προβάλλει τις αντίθετες ακριβώς αξίες. Ακόμη και όταν η εργασία τους θεωρήθηκε απαραίτητη για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας, τα επαγγέλματα που κοινωνικά τους επιτρέπονταν ήταν αυτά που αποτελούσαν μια προέκταση του παραδοσιακού ρόλου των γυναικών μέσα στην οικογένεια. Περιορισμένες οι γυναίκες σε εργασίες μονότονες και δίχως δυνατότητα επαγγελματικής εξέλιξης, αλλά ιδιαίτερα κοπιαστικές και ανθυγιεινές, αποθαρρύνονταν και αποκλείονταν από εκείνες που απαιτούσαν τεχνική κατάρτιση, μόρφωση και υπευθυνότητα. Ήταν για χρόνια το εφεδρικό εργατικό δυναμικό, τα φτηνά εργατικά χέρια.
Η αντιμετώπιση της γυναίκας ανάλογα την κοινωνική της θέση
Στις αγροτικές οικογένειες, καθώς τις περισσότερες φορές ήταν πατριαρχικές, οι γυναίκες είχαν περιορισμένη ζωή, κλεισμένες στο σπίτι των αντρών τους ή των πατεράδων τους στην περίπτωση που δεν είχαν παντρευτεί ακόμη. Είχαν στερημένο βίο, γεμάτο κακουχίες και χωρίς ανέσεις. Ένα ιδανικό αποτελεί το να μην δει κανείς την ανύπαντρη κοπέλα, καθώς δεν είχαν να προσφέρουν στους γαμπρούς πολλά προικιά εκτός από την αγνότητα, την τιμή και την αθωότητα των ίδιων των κοριτσιών. Για να παντρευτεί μια κοπέλα έπρεπε οι γονείς της να προσφέρουν όσο το δυνατόν γίνεται περισσότερο δελεαστική προίκα, ενώ χωρίς αυτήν ήταν σχεδόν αδύνατο σε κάθε περίπτωση να υπάρξει γάμος, αφού αποτελούσε πολλές φορές τον κύριο σκοπό ενός γάμου. Η προίκα ήταν απαραίτητη, ενώ για να εμπλουτιστεί δούλευαν σκληρά όλα τα αρσενικά της οικογένειας, καθώς και τα θηλυκά όσο μπορούσαν και όσο τους ήταν επιτρεπτό. Ρίχνοντας μια προσεκτική ματιά στον ''Μονόλογο ευαισθήτου'', παρατηρούμε πως είναι προτιμότερο το κορίτσι να στερηθεί οποιοδήποτε έξοδο για την σωστή του ανατροφή, τις ανάγκες και την ψυχαγωγία του, με σκοπό να εμπλουτιστεί η προίκα του. Στερείται και κακοπαθένει, ενώ μπορεί να φτάσει ακόμα και στο σημείο να πάρει τον ρόλο της δούλας της οικογένειάς της δουλεύοντας γι' αυτήν, έτσι ώστε να προστεθούν και αυτά τα χρήματα στην προίκα του. Οι γονείς προτιμούν να μαζεύουν χρήματα ταλαιπωρώντας και τις κόρες τους, αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους και να κακομεταχειρίζονται τα παιδιά τους προσπαθώντας να τα κάνουν να ''αποδώσουν'' τα χρήματα που τους ''χρωστάνε'' για να μπορούν να τις ''ξεφορτωθούν'' με το οικονομικό θέλγητρο της προίκας. Προτιμούν να δίνουν και τις ίδιες τους τις κόρες, αλλά και τις οικονομίες τους σε έναν επιτήδειο χαρακτηρίζοντάς τον <<γαμπρό>> , ο οποίος πιθανότατα να μην ψάχνει τίποτα άλλο παρά έναν τρόπο για να εξασφαλίσει την ζωή του, ενώ πρόκειται να τη μεταχειρίζεται ως δούλα, παρά να διαθέσουν αυτό το χρηματικό ποσό για να τις μορφώσουν, να τις καλλιεργήσουν πνευματικά, να τους ανοίξουν τον πνευματικό τους ορίζοντα, κι αν όχι για την προσωπική τους μόρφωση, τότε για να βρίσκονται στο σημείο να μπορούν να διαλέξουν τον σύντροφό τους, να δεχτούν εκείνον που θα κρίνουν κατάλληλο να τις κάνουν ευτυχισμένες και να απορρίψουν εκείνον που το μόνο που θέλει από αυτές είναι η προίκα τους. Σε αντίθεση με την αγροτική κοινωνία και με μια περιθωριοποιημένη θέση της γυναίκας και με βάση το ''Έρωτος αποτελέσματα'', στις εύπορες οικογένειες οι γυναίκες δεν είχαν υποτιμητική θέση, καθώς ήταν σχεδόν ισάξιες με τα αρσενικά του σπιτιού. Δεν στερούνται τίποτα, δεν ασχολούνται με τις οικιακές δουλειές όσο οι κοπέλες των κατώτερων τάξεων. Έχουν ό,τι ποθήσουν ακόμα και αν δεν τους είναι αναγκαίο. Δεν θεωρούνται ''κτήμα'' ή ''ιδιοκτησία'' κάποιου, ούτε των γονιών της, αλλά και ούτε του μελλοντικού της συζύγου, ενώ έχουν το δικαίωμα να τους φέρει αντίρρηση πάνω σε κάποιο θέμα. Στην προκειμένη περίπτωση, οι γονείς ενδιαφέρονται για την υγεία της κόρης τους. Ακόμη και ο αρχηγός της οικογένειας, ο πατέρας, ανησυχεί και ενδιαφέρεται για το καλό της, ρωτώντας την επανειλημμένες φορές για να σιγουρευτεί για την σωματική και πνευματική της ακεραιότητα στην περίπτωση που την δει λίγο σκεπτική ή ανήσυχη, πιστεύοντας πως ενδεχομένως να βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση επειδή επιθυμεί κάποιο επιπλέον απ' τα καλούδια που της εξασφαλίζουν. Όταν υπάρξει κάποιο ενδεχόμενο προξενιό, την ρωτούν για την συγκατάθεσή της, ενώ δεν της επιβάλλουν όποιον γαμπρό θεωρούν οι ίδιοι άξιο ή κατάλληλο. Ενώ στην περίπτωση που ζητήσει κάποιου είδους βοήθεια, ακόμη και οικονομική, όπως ακριβώς συμβαίνει στο ''Της νύφης που κακοπάθησε'', οι γονείς της την βοηθούν χωρίς δεύτερη σκέψη, ακόμα και όταν είναι παντρεμένη έχοντας δική της οικογένεια, ενώ οι ίδιοι δεν παύουν ούτε στιγμή να τρέφουν την αγάπη τους προς το παιδί τους, καθώς είναι διατεθειμένοι να φτάσουν και στο σημείο να την δεχτούν πίσω. Ωστόσο, σύμφωνα με το διήγημα ''Ερωτόκριτος'', ακόμη και σε αυτήν την κοινωνία συναντάμε πατριαρχικές οικογένειες όπου οι πατεράδες, παρότι ενδιαφέρονται για το καλό των κορών τους, όταν έρχεται η ώρα για την απόφαση του γαμπρού της κόρης τους, δεν παίρνουν την συγκατάθεσή της, ενώ οι ίδιοι αποφασίζουν για το μέλλον της. Όσον αφορά το παράδειγμα της ''Στέλλας Βιολάντη'', διαπιστώνουμε πως παρότι κατάγεται και αυτή από εύπορη οικογένεια αποτελεί άλλη μία περίπτωση κατά την οποία οι γονείς της είναι αυτοί που την ορίζουν και της προδιαγράφουν το μέλλον. Είναι πολύ σίγουρη για τα αισθήματα που τρέφει για τον Χρηστάκη, ενώ είναι σίγουρη μέχρι και για το τι μπορεί να αισθάνεται και εκείνος γι' αυτήν. Ωστόσο, μέχρι να έρθει αντιμέτωπη με την μόνη σκληρή αλήθεια, μαθαίνοντας πως αυτή της η πεποίθηση αποτελεί απλά και μόνο ένα ψέμα, μια οφθαλμαπάτη, ενώ όσα είχε πιστέψει και είχε αγωνιστεί γι' αυτά ήταν ανύπαρκτα, πολεμάει για τον έρωτά της , καθώς αποτελεί την μοναδική της ''σανίδα σωτηρίας'', στηρίζεται πάνω του, δεν τον αρνείται, δεν φοβάται για τις ακόλουθες συνέπειες, έχει επαναστατική ψυχή γεμάτη πίστη και ελπίδα για κάτι που δεν υφίσταται. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, άλλωστε, όταν διαπιστώσει την συντριπτική αλήθεια της πραγματικότητας, το μόνο που επιθυμεί να διαπράξει είναι να ''δώσει τέλος'' στην ζωή της και στην πονεμένη, πληγωμένη και προδομένη της καρδιά που χτυπούσε μόνο και μόνο για τον υποκριτή και ψεύτη Χρηστάκη. Αρνείται επανειλημμένες φορές να ζήσει την ζωή που θέλουν οι γονείς της να έχει, ενώ, παρότι είχε μαθευτεί το γεγονός στην γειτονιά και είχε σπιλωθεί η τιμή και η υπόληψη της μια για πάντα, η οικογένειά της στιγμή δεν σκέφτηκε το ενδεχόμενο να την παντρέψουν μ' αυτόν που θέλει, εφόσον είναι ένας φτωχός και δεν της αρμόζει ένας τέτοιος σύντροφος, αλλά ένας κατά πολύ ανώτερος και άξιος μη λογαριάζοντας την δυσμενή θέση στην οποία βρίσκεται η κόρη τους.
Η θέση της γυναίκας στον 19ο αιώνα
Οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν διαφορετικά από τους άνδρες και έπρεπε να φτάσουν μέχρι σήμερα για να αποκτήσουν ίσα δικαιώματα. Ωστόσο, όσον αφορά εκείνη την εποχή ισχύουν οι ακόλουθη ''κανόνες''.
Από την μια μεριά, σύμφωνα με το διήγημα-μυθιστόρημα '' Η Φόνισσα '', η γυναίκα αυτή την εποχή αποτελεί ένα βάρος για τον οικογενειακό της περίγυρο, ενώ τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζεται σαν ένα άψυχο σώμα, σαν μια δούλα, μια σκλάβα, που υπάρχει μόνο για να υπηρετεί αυτούς που έχουν επίδραση πάνω της, όπως οι γονείς της κατά την παιδική και εφηβική της ηλικία, ο σύζυγος της από την στιγμή που τον παντρεύεται, καθώς και αργότερα τα παιδιά της ή και ακόμα τα εγγόνια της. Όσο ακόμα ανήκει στους γονείς της, η οικογένειά της ψάχνει κάποιον “ιδανικό” για να παντρευτεί, ο οποίος προτιμάται να μην έχει πολλές απαιτήσεις όσον αφορά την προίκα που οι γονείς είναι διατεθειμένοι να δώσουν και να είναι ολιγαρκής και μετριόφρον.
Ύστερα, ο σύντροφός της έχει τον ρόλο του αφέντη της, ενώ αποτελεί μια μορφή που την καθορίζει εξ ολοκλήρου. Ωστόσο, παρότι είναι ο αρχηγός της οικογένειας, δεν διαθέτει εξίσου κύριο και καθοριστικό ρόλο για τα κύρια βάρη της, αφού σε αρκετές περιπτώσεις δεν υπήρχε η συνδρομή του στα τρέχοντα οικονομικά ζητήματα. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί πως εκείνη την εποχή η γέννηση κοριτσιών ήταν περισσότερο συχνή από αυτήν των αγοριών. Έτσι, οι γαμπροί είχαν υπέρμετρες απαιτήσεις όσον αφορά την προίκα που ζητούσαν.
Ωστόσο, σύμφωνα με το κείμενο '' Το Αμάρτημα της Μητρός μου '', υπάρχουν και αυτές οι περιπτώσεις που κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, βασιζόμενοι πάνω σε καταστάσεις που έστω ο ένας γονέας δεν βλέπει την κόρη του ως ένα φόρτωμα, αλλά ως ένα θείο δώρο, ενώ προτιμά χωρίς δεύτερη σκέψη να θυσιάσει όλα τα υπάρχοντα του για την σωστή και κατάλληλη ανατροφή της. Στην προκειμένη κατάσταση ακόμα και άρρωστη αν είναι δεν εύχεται να οδηγηθεί στον θάνατο για να γλυτώσουν την προίκα που θα αναγκαστούν να παραχωρήσουν για χάρη της στον σύζυγό της, αλλά κάνει τα αδύνατα δυνατά για να της εξασφαλίσει μια ζωή γεμάτη υγεία. Δεν διστάζει να ξοδέψει εάν χρειαστεί ένα σεβαστό ποσό χρημάτων για το καλό της, ενώ φτάνει ακόμη και στο σημείο να παρακαλάει τους Αγίους να μην της την πάρουν προσφέροντας αντί αυτήν ένα από τα υπόλοιπα παιδιά της και μάλιστα έναν από τους υιούς της.
Παρόλα αυτά, με βάση το κείμενο ''Πατέρας στο σπίτι'', συναντάμε και μια γυναικεία μορφή που συμβάλλει αισθητά στα οικονομικά έξοδα σε ένα νοικοκυριό, παρότι ανώτατο και κυρίαρχο φύλο αποτελεί και πάλι το αντρικό σε σχέση με το γυναικείο και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εργασία τους δεν ανταμείβεται ισάξια με την δουλειά των αντρών. Βλέπουμε τους άντρες να ξοδεύουν, αν όχι όλο το ποσό του μισθού τους, τότε σίγουρα το μεγαλύτερο, πίνοντας σε καφενεία με φίλους και συναδέλφους. Με αυτόν τον τρόπο, μένουν με χρήματα που δεν είναι επαρκή για να ζήσουν τις πολυπληθής οικογένειες της εποχής. Παρατηρούμε, λοιπόν, από την μια πλευρά, έναν άντρα που μπορεί να μην δουλεύει σκληρά ή πολλές ώρες, ενώ ανταμείβεται με σημαντικό ποσό χρημάτων για την εποχή, και από την άλλη, μια γυναίκα που μπορεί να εργάζεται σκληρότερα και περισσότερο σε σχέση με το άλλο φύλο και να ανταμείβεται με πολύ λιγότερα χρήματα, μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα και, επομένως, βρίσκεται σε κατώτερη θέση από αυτή του άντρα, το οποίο σημαίνει πως και ό,τι κάνει θα είναι, παράλληλα, και πιο ''κατώτερο''. Επιπρόσθετα, μπορεί κανείς να συναντήσει συχνά και το φαινόμενο ο σύζυγος να εγκαταλείπει την οικογένεια του, την γυναίκα μαζί με τα παιδιά του, και να είναι πρόθυμος να παντρευτεί κάποια άλλη γυναίκα κάνοντας μαζί της μια άλλη οικογένεια, με την προϋπόθεση, ασφαλώς, η νέα του σύζυγος να είναι εύπορη, διαγράφοντας παντελώς την ''παλιά'' του οικογένεια.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως κατά τη νουβέλα '' Η Φόνισσα '' ολόκληρη η ζωή της γυναίκας αποτελεί απλά και μόνο έναν σχεδόν ανώφελο και μάταιο βίο, σε αντίθεση με αυτό, έρχεται '' Το Αμάρτημα της Μητρός μου '', που συναντάμε μια κατάσταση που αποτελεί εξαίρεση σε αυτή την κοινωνία, ενώ το ''Πατέρας στο σπίτι'' περιγράφει μια γυναίκα που αψηφά την κοινωνία και τις δυσμενείς δυσκολίες που διαθέτει και επιλέγει να δίνει καθημερινές μάχες για να μεγαλώσει τα παιδιά της μη θέλοντας να πάρει τον ρόλο της κακότυχης μητέρας χωρίς τον ''στυλοβάτη'' του σπιτιού της.
Η θέση της γυναίκας στα δημοτικά τραγούδιαΗ γυναίκα είναι πολύ συνηθισμένο πρόσωπο στα δημοτικά τραγούδια, μιας και βρίσκονται αποσπάσματα από την παιδική της ηλικία έως και τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Σε πολλά κείμενα βρίσκουμε χαρακτηριστικά για τη ζωή της, χωρίς αυτά να είναι πάντα ομαλά και φυσιολογικά. Πιο συγκεκριμένα, λοιπόν, έχοντας κατά νου την ιστορία ''Του νεκρού αδελφού'', μπορούμε να αντλήσουμε πολλά στοιχεία για τη ζωή τους ξεκινώντας μόλις από την παιδική. Σαφώς τα κορίτσια έπρεπε να είναι κλεισμένα στο σπίτι, έτσι ώστε η παρθενικότητα τους να εξαρτάται από τα λιγοστά αντικρίσματα προς αυτές. Έπειτα, στα πλαίσια μιας φυσιολογικής -για την εποχή- κατάστασης το ''απομονωμένο'' κορίτσι προξενεύεται σε πολύ μικρή ηλικία. Βέβαια, όχι από την ίδια την οικογένεια, αλλά από τρίτα πρόσωπα. Ωστόσο, τα πολύ συγγενικά πρόσωπα, όπως οι γονείς της, επιθυμούν να μην παντρευτεί η κόρη τους σε άλλη πόλη. Και αυτό γιατί κάθε γυναίκα είναι χρήσιμη και απαραίτητη για τα γηρατειά των γονιών της. Επιπρόσθετα, στα δημοτικά τραγούδια μας γίνεται η στενή σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοβοήθειας που έχουν καθ' όλη τη διάρκεια της μέρας μέσα στο σπίτι για τη καθαριότητα και τη περιποίηση του. Έπειτα, στο τυπικό της προίκας ήταν αναπόφευκτο και πολύ σημαντικό για τους γονείς της νύφης. Εξάλλου, η μητέρα της θα προσπαθήσει πάντα με κάθε τρόπο να συμβάλλει και αυτή ''αθόρυβα'' δίνοντας ένα ποσό από τις κρυμμένες οικονομίες της. Τέλος, κορυφώνοντας τα χαρακτηριστικά της θέσης της γυναίκας είναι η τιμή. Πάντα μια νύφη σε κάθε οικογένεια έπρεπε να είναι έντιμη και αφοσιωμένη πεθερικά της. Ο δε γαμπρός προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μην κουράζει τη γυναίκα του, προσφέροντας τις χρηματικές ανέσεις και με το παραπάνω.
Διαφορετική συντέλεση και απεικόνιση στην ''Τιμή και το χρήμα''
Πέρα από την πεπατημένη οδό, στο κείμενο ''Η τιμή και το χρήμα'', απεικονίζεται κάτι διαφορετικό απ' όλα τα συνηθισμένα ''καθεστώτα και ιδανικά'' των γυναικών της εποχής εκείνης. Στο συγκεκριμένο κείμενο, λοιπόν, αντικρίζουμε μια γυναίκα που αν και καταπατημένη από την μοίρα, μπορεί να σταθεί όρθια, έχοντας τώρα να θρέψει και μια καινούρια ζωή, το παιδί της. Αυτόχρημα, συνεπώς, εκτός από το παιδί που πρέπει οπωσδήποτε να αποκτά τα προς το ζην, ώστε να το αναθρέψει, έχει και να αντιμετωπίσει και τους σχολιασμούς των γύρων της για το καινό ξεκίνημά της. Εστιάζοντας στο κείμενο, λοιπόν, το πρώτο χαρακτηριστικό της Ρίνης είναι μια κοινή, ερωτευμένη κοπέλα, η οποία όντας σε ηλικία γάμου, πίστευε πως έχει βρει το έτερον της ήμισυ. Αφού, ωστόσο, υπάρχει η διαφωνία για τον γάμο από τον αγαπημένο της, τελικά βρίσκουν μια μέση λύση και αποφασίζουν να συζήσουν. Πράγμα ανήκουστο και εξωπραγματικό -με αρνητική βεβαίως σημασία για την εποχή. Εκτός αυτού, και χωρίς να πτοούνται από τα λεγόμενα των γονιών της Ρίνης, η κοπέλα μένει έγκυος. Εν τω μεταξύ, όμως, η Ρίνη έχει καταλάβει ότι το πρώτο μέλημα του αγαπημένου της δεν ήταν η αγάπη και ο έρωτας, αλλά το χρήμα. Έτσι, η Ρίνη φεύγει από το σπίτι και γυρίζει πίσω στο πατρικότης παρά τις αποφασιστικές διαφωνίες των γονιών της. Γενικεύοντας, ωστόσο, η Ρίνη όντας αποφασισμένη να κρατήσει το παιδί, ανακοινώνει στον άνδρα της ότι δεν επιθυμεί να μείνει άλλο μαζί του και του λέει κατηγορηματικά να διακόψουν την όποια σχέση μεταξύ τους.
Οι αλλαγές στη θέση της γυναίκας στις μέρες μας
Στις σύγχρονες κοινωνίες τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Οι γυναίκες είναι αφ' ενός πιο ελεύθερες, και αφ' ετέρου ολοκληρωτικά απελευθερωμένες. Σαφώς, λέγοντας πιο ελεύθερες εννοείται πως οι γυναίκες τώρα πλέον δεν είναι υπάκουες στο τυπικό της νοικοκυράς και μάνας. Τώρα προστίθεται και ένα νέο καθεστώς γι' αυτές, η εργασία. Πράγμα ανήκουστο για την εποχή εκείνη. Συνεχίζοντας, χρησιμοποιώντας τις λέξεις ''εντελώς απελευθερωμένη'' τονίζεται ότι η γυναίκα δεν καθοδηγείται από κανενός το χαλινάρι, αλλά είναι αυτοδύναμη και άξια να σταθεί μόνη στα πόδια της, εκτελώντας τα πάντα με υψηλά ποσοστά επιτυχίας. Γενικεύοντας, λοιπόν, και γινόμενη πιο συγκεκριμένη, ζωντανό παράδειγμα αποτελεί η μονογονεϊκή οικογένεια με κυρίαρχο τη μητέρα. Εκτός αυτού, το ότι δόθηκε στις γυναίκες το δικαίωμα του ''εκλέγειν και του εκλέγεσθαι'', είναι κοσμοϊστορικό γεγονός. Επίσης, το συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό του φεμινισμού που παρατηρείται και ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια. Όλα αυτά συντελούν σε μια εξελιγμένη πρόοδο των γυναικών προς την εκσυγχρόνιση.