Γρηγόριος Ξενόπουλος /// Στέλλα Βιολάντη ///απόσπασμα και ανάλυση

(απόσπασμα)

ΟΧΡΗΣΤΑΚΗΣ ΖΑΜΑΝΟΣ υπηρετούσε ως υπάλληλος στο αγγλικό τυπογραφείο της Ζακύνθου, όπου και γνώρισε τη Στέλλα, την κόρη του πλούσιου μεγαλέμπορου Παναγή Βιολάντη. Μην έχοντας πώς να της εκμυστηρευτεί τον έρωτά του της έστειλε ένα γράμμα και με τον ίδιο τρόπο τού απάντησε θετικά κι εκείνη. Παίρνοντας το ανέλπιστο γράμμα ο καυχησιάρης νέος δεν κρατήθηκε και έσπευσε να ανακοινώσει το περιεχόμενό του· η είδηση όμως έφτασε κι ως τ' αυτιά του πατέρα της, ο οποίος θεώρησε προσβολή τη σύνδεση του ονόματος της κόρης του με το όνομα ενός παρακατιανού του. Πλημμυρισμένος από οργή, αφού της έκανε αυστηρότατες παρατηρήσεις, την έδειρε και την έριξε στη σοφίτα του αρχοντικού του, όπου και την εγκατέλειψε· στο μεταξύ ο Χρηστάκης Ζαμάνος είχε παντρευτεί άλλη, ενώ η ανυποψίαστη Στέλλα μαράζωνε από τον καημό της.

Ήταν παραμονές της Παναγίας. Μεθαύριο το σπίτι είχε διπλογιόρτι —Μαρία έλεγαν τη Βιολάνταινα— και τι καλά αν μπορούσε να γίνει καμιά οικονομία, να έλθει η συμφιλίωση, να κατεβεί και η Στέλλα, να καθίσει στο τραπέζι, να φανεί στον κόσμο...

— Ήλθα να σου πω δυο λόγια, της είπε η Βιολάνταινα χαρούμενη.

Η Στέλλα, καθώς κρατούσε το μέτωπο με τα δύο χέρια, εσήκωσε τα μάτια κι εκοίταξε τη μητέρα της έκπληκτη. Δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιο ύφος.

— Ακούς;

— Τι είναι; ψιθύρισε η Στέλλα.

Με λίγα λόγια η Βιολάνταινα διατύπωσε την πρότασή της: Να πέσει στα πόδια του πατέρα της και να του γυρέψει συχώρεση· να του πει πως μετανόησε για το κίνημά της· να του υποσχεθεί πως στο εξής δε θα έκανε τίποτα χωρίς το θέλημά του· να τον βεβαιώσει πως έπαυσε πια να συλλογίζεται το Χρηστάκη, κι εκείνος ήταν πρόθυμος να τη συχωρέσει, και μέρα που ξημέρωνε μεθαύριο, να τη δεχθεί στην αγκαλιά του, και γρήγορα να φροντίσει να την παντρέψει, όπως της πρέπει, μ' ένα καλό και άξιο... αμή τι;

Η Στέλλα την άκουσε χωρίς να την διακόψει, με το ίδιο ύφος που έπαιρνε και όταν την εκτυπούσαν. Έπειτα κατέβασε τα χέρια από το κεφάλι, κοίταξε τη μητέρα της κατάματα, και με όλη την ηρεμία, με όλη τη γαλήνη της σταθερότητας, επρόφερε:

— Όχι!

Η Βιολάνταινα εσκίρτησε τρομαγμένη· έπλεξε τα χέρια, και με φωνή υπόκωφη, σε τόνο μομφής υπέρτατης, το ξαναείπε:

— Όχι!

— Όχι! είπε η Στέλλα· και τη φορά αυτή ένα κύμα ετάραξε την πρώτη γαλήνη, και η άρνηση εβγήκε από τα χείλη της με πείσμα μαζί και περιφρόνηση.

— Μα, παιδί μου, συλλογίζεσαι τι λες; συλλογίζεσαι τι κάνεις; ερώτησε η Βιολάνταινα· κι εγύρισε πίσω της, κι εκλείδωσε από φόβο τη θύρα.

— Όχι! είπε η Στέλλα και εκ τρίτου· και τώρα ήταν ολόκληρη τρικυμία αγανακτήσεως, και μαζί με τη φωνή, εσηκώθη και αυτή ορθή, υψηλή, αγέρωχη.

Κι εμίλησε:

— Όχι, χίλιες φορές όχι! Ό,τι έκαμα ήταν κακό, το ξέρω· μα το έκαμα τώρα. Του έγραψα «είμαι δική σου», και θα είμαι για πάντα. Ναι, να πέσω στα πόδια του πατέρα μου, και να του φιλήσω τα χέρια, και να του γυρέψω συχώρεση γι' αυτό που έκαμα, έτσι χωρίς να θέλω, σε μια στιγμή τρέλας, αδυναμίας... Μα να με συχωρέσει κι εκείνος και να μου δώσει το Χρηστάκη... Α, μη σου κακοφαίνεται και σώπα! Καλός, κακός, αυτός είναι τώρα για μένα. Ακούστηκα μαζί του, και αυτό μου φθάνει. Έπειτα, τι σας μέλει εσάς; Εγώ θα είμαι ευτυχισμένη, εμένα μ' αρέσει. Πως είναι φτωχός; Πφ! βλέπω τι ευτυχία που έχετε οι πλούσιοι στα σπίτια σας... Επιτέλους αλλιώτικα δε γίνεται· άλλον εγώ δεν παίρνω!

— Μα ορίζεις εσύ τον εαυτό σου; επρόλαβε να ρωτήσει η Βιολάνταινα.

— Τον ορίζω!

— Όχι· ο πατέρας σου σε ορίζει· ο πατέρας σου ορίζει και μένα και το Νταντή, και τη Νιόνια και όλους.

— Δεν ξέρω για σας, μα εμένα δε με ορίζει. Εγώ, εγώ ορίζω τον εαυτό μου· να, κοίταξε, τον ορίζω!... τον ορίζω!...

Κι έκαμψε το δάχτυλό της, και το εδάγκασε στον κόμπο με λύσσα, καθώς μιλούσε. Και ο πόνος έδωσε στη φωνή της κάτι το απείρως τραγικό· και η Βιολάνταινα, και αυτή ακόμη, αισθάνθη ότι ήταν μεγάλη η στιγμή εκείνη.

— Τι θέλεις να πεις μ' αυτό; ρώτησε με τρόμο.

— Να, ότι τον εαυτό μου τον κάνω ό,τι θέλω... Μπορώ να κόψω τώρα το χέρι μου και να το πετάξω από το παράθυρο; Ε, ορίζω τον εαυτό μου. Ο πατέρας μου τίποτα δεν μπορεί να κάμει· πως θα με δείρει; πως θα με κλείσει; πως θα με σκοτώσει; Τι με τούτο; Πάλι εγώ κάνω ό,τι θέλω —τον εαυτό μου— και σα δε θέλω εγώ, άλλον άνθρωπο δεν παίρνω. Όχι· ποτέ δε θα με δώσει σε όποιον θέλει εκείνος. Σας το λέω για να το ξέρετε μια για πάντα, γιατί δεν θα το ξαναπώ: Ή το Χρηστάκη ή κανέναν. Εγώ είμαι η Στέλλα του Βιολάντη!

Κι εκτύπησε το στήθος της το πλατύ με δύναμη, κι από τα μάτια της τα αδάκρυτα ετοξεύθη άγρια αστραπή. Ω, ήταν ωραία τη στιγμή εκείνη! Το πάθος της εχρωμάτισε, της εζωογόνησε το κατάλευκο πρόσωπο· τα πέταλα του κρίνου επήραν ένα ρόδινο χρώμα αδύνατο· ίχνος κακοπάθειας δεν εφαίνετο πλέον, και για μια στιγμή, η κόρη έλαμψε με την πρώτη της ομορφιά την υπερήφανη, με την πρώτη υγεία και ζωή.

Η Βιολάνταινα αναγκάσθηκε να χαμηλώσει το κεφάλι. Έβλεπε έξαφνα εμπρός της μια δύναμη νέα, που δεν την ήξερε, που δεν την εφαντάζετο ως τώρα. Αλήθεια, αυτή ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, η κόρη του πατέρα της.

— Εκατάλαβα, εψιθύρισε με λύπη· μα δε συλλογίζεσαι, δυστυχισμένη, τι θα πάθεις, αν ακούσει τέτοιο πράμα ο πατέρας σου;

— Δεν τον φοβάμαι! εφώναξε η Στέλλα· και τι θα μου κάμει; Θα με σκοτώσει... είναι άλλο; Ε, δε με μέλει, σου είπα. Εγώ δε γυρεύω να ζήσω, παρά να ζήσω ευτυχισμένη. Αν δεν μπορώ, καλύτερα να με σκοτώσει... Καλύτερα να πεθάνω... Στάσου να σου πω· αν δεν έγραφα εκείνο το γράμμα, δε θα μ' έγνοιαζε· μα τώρα που το έγραψα, θα κάμω ό,τι μπορώ για να σώσω την υπόληψή μου. Θα μου τη σώσει ο γάμος; Θα μου τη σώσει ο θάνατος; Μου είναι αδιάφορο. Είδες αν άνοιξα το στόμα μου να παραπονεθώ ποτέ για τα βασανιστήρια που μου κάνετε τόσον καιρό;...

— Καλέ τίνος τα λες αυτά τα παραμύθια; είπε η Βιολάνταινα με μορφασμό ανυπομονησίας. Και τι πως έγραψες ένα γράμμα, που στο κάτω κάτω το πήραμε πίσω;... Εγώ να σου πω τι είναι: είναι... που αγαπάς το Χρηστάκη.

Η Στέλλα κλονίσθηκε από παλμό δυνατό. Στην αρχή τής ήλθε να το αρνηθεί, να το κρύψει. Όχι, δεν ήταν αυτός ο λόγος... Αλλά έπειτα συλλογίσθηκε ότι μια που άρχισε, έπρεπε να τα πει όλα· και σα να το ήξερε πως ήταν η τελευταία φορά που θα μιλούσε, άντλησε διαμιάς όσο θάρρος υπήρχε στα βάθη της παρθενικής της ψυχής, και είπε:

— Ναι, τον αγαπώ. Αν δεν τον αγαπούσα, δε θα του έδινα ακρόαση· αν δεν τον αγαπούσα, δε θα μ' έγνοιαζε για το γράμμα, —ούτε η πρώτη είμαι ούτε η ύστερη— δε θα επίμενα ολωσδιόλου, και θα έπαιρνα όποιον ήθελε ο πατέρας μου. Μα τον αγαπώ, και θα κάμω ό,τι μπορέσω για να τον πάρω.

— Βγάλ' το αυτό από το νου σου, γιατί ο πατέρας σου δεν τ' ακούει! είπε η Βιολάνταινα.

— Ποιος το ξέρει!... Μπορεί στο τέλος να με λυπηθεί και να δει το σωστό. Έχουμε τόσα παραδείγματα!

— Α! τέτοιες ελπίδες έχεις; ω, κακομοίρα, κακομοίρα! δεν τον ξέρεις τον πατέρα σου!

— Μπορεί· μα εμένα δε με χωράει άλλο ετούτο το σπίτι.

Διαμιάς η Στέλλα έγινε μελαγχολική. Εκάθισε πάλι στο διβανάκι, και με φωνή περίλυπη, σα να μιλούσε μονάχη της, εξακολούθησε:

— Όχι! δε με χωράει το σπίτι... Σε κάθε χτύπημα που μου δίνουν, ακούω μέσα μου σα μια φωνή να μου λέει: «Φύγε!... Φύγε!...»

Η Βιολάνταινα όρμησε έξω φρενών, με τα χέρια σηκωμένα, με τα μάτια άγρια.

— Τι είπες; εφώναξε· να φύγεις; ω, συφορά μου και μαυρίλα μου!... να φύγεις;

— Δεν είπα τέτοιο πράμα! είπε η Στέλλα με περιφρόνηση. Σεις μου το λέτε με τον τρόπο σας.

— Όχι, το είπες! αντείπε η Βιολάνταινα· είπες πως θα φύγεις! και για κοίταξε καλά, γιατί εγώ δεν...

Ο θυμός έπνιξε τη φωνή της. Κι έβλεπε τριγύρω της, σαν να εζητούσε ν' αρπάξει τίποτα για να κτυπήσει τη Στέλλα.

Ο τρόπος αυτός ανέβασε στην επιφάνεια όλο το πείσμα της κόρης. Όχι, δεν το είπε! Της έβαζαν στο στόμα λόγο που δεν είπε. Το εσυλλογίσθη, πέρασε κι αυτό από τον νου της, αλλά όχι, δεν το είχε αποφασίσει. Και ίσως δε θα το έκανε ποτέ, όσο σκληρά και αν την τυραννούσαν, γιατί ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, και είχε την περηφάνια της, και θα προτιμούσε να πεθάνει, παρά ν' ακουσθεί πως ξεπόρτισε. Αλλ' αφού ήταν έτσι, αφού ήθελαν με το στανιό να την πείσουν πως το είπε, καλά λοιπόν, να ιδούν!

— Ναι, το είπα! εφώναξε δυνατότερα από τη μητέρα της. Το είπα και θα το κάμω!

Μιλούσε με όλο το απεγνωσμένο θάρρος ανθρώπου που αυτοκτονεί. Η Βιολάνταινα τα έχασε· ο θυμός της εκόπη, τα γόνατά της ελύθηκαν, κι έπεσε σε μια καρέκλα, όγκος αδρανής. Αλλά ήταν μια στιγμή μόνο αδυναμίας. Αμέσως εσηκώθη, και κεραυνοβολούσα τη Στέλλα με το βλέμμα, εξεστόμισε σε μια βάναυση φράση όλη την εντύπωση που της έκανε το ξαφνικό ξύπνημα της δυνατής εκείνης ψυχής, που την εδοκίμαζε η βία και το μαρτύριο:

— Εκατάλαβα· εσύ, παιδί μου, έχεις το διάολο μέσα σου!

Στέλλα Βιολάντη (θεατρικές παραστάσεις από το Εθνικό Θέατρο) [πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου]

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. α) Ποιες οι βαθύτερες αιτίες που προσδιόρισαν τη στάση του Βιολάντη προς την κόρη του; β) Με ποιο σκοπό η μάνα πλησίασε την έγκλειστη κόρη της;
  2. Να σχολιάσετε τη φράση: «Ο πατέρας σου σε ορίζει· ο πατέρας σου ορίζει και μένα, και το Νταντή, και τη Νιόνια και όλους».
  3. Είπαν πως ο Ξενόπουλος είναι ο εισηγητής της αστικής πεζογραφίας. Η μελέτη του αποσπάσματος οδηγεί στο συμπέρασμα αυτό;

 

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2702/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_B-Lykeiou_html-empl/index_a_05_01.html

*****

Γρηγόριος Ξενόπουλος «Στέλλα Βιολάντη» (ερωτήσεις σχολικού)

Υπόθεση

Η ιστορία του διηγήματος εκτυλίσσεται στη Ζάκυνθο, όπου η 19χρονη Στέλλα Βιολάντη, κόρη του πλούσιου μεγαλέμπορα Παναγή Βιολάντη, γνωρίζει έναν γοητευτικό νέο, τον Χρηστάκη Ζαμάνο. Ο Ζαμάνος εργάζεται στο τηλεγραφείο κι έχει συνηθίσει χάρη στο καλό παρουσιαστικό του να κερδίζει εύκολα τη συμπάθεια και τον έρωτα των κοριτσιών του νησιού. Η Στέλλα, ωστόσο, δεν του δίνει σημασία. «Δεν είχε τόση φιλοδοξία αυτή∙ δεν έβαλε ποτέ με το νου της να κατακτήσει νέο, που καθεμιά τον ήθελε και του το έδειχνε.»

Η αδιαφορία αυτή της Στέλλας πληγώνει τον εγωισμό του χαϊδεμένου Χρηστάκη, ο οποίος αποφασίζει να την κατακτήσει, κι όπως χαρακτηριστικά λέει σ’ έναν φίλο του «θα την κάμω εγώ να βουρλιστεί!». Αρχίζει, λοιπόν, να διεκδικεί επίμονα την προσοχή της Στέλλας, κάνοντας ό,τι μπορεί για να την πείσει πως αγαπά μόνο εκείνη και πως αδιαφορεί για όλες τις άλλες. Ένα βράδυ, μάλιστα, της δίνει ένα γράμμα με το οποίο της εξομολογείται τον έρωτά του.

Η Στέλλα διαβάζοντας το γράμμα ξεγελιέται και θεωρεί πως ο Χρηστάκης την αγαπά πραγματικά. Περνά το βράδυ της ξάγρυπνη να σκέφτεται όλες τις προηγούμενες απόπειρές του να της δείξει το ενδιαφέρον του και πείθεται εν τέλει πως ο έρωτάς του είναι αληθινός. Του στέλνει, έτσι, κι εκείνη ένα σύντομο ερωτικό γράμμα: «Ναι, Χρηστάκη μου, σ’ αγαπώ κι εγώ, σ’ αγαπώ όσο δεν φαντάζεσαι, όσο δεν μπορείς να φαντασθείς. Είμαι δική σου. Αγάπα με. Η Στέλλα σου.»

Ο Ζαμάνος ενθουσιάζεται με την απάντηση της Στέλλας, κι ακολουθώντας τη συμβουλή ενός Άγγλου φίλου του, πως δεν πρέπει να χάσει την ευκαιρία, αφού η κοπέλα είχε πολύ μεγάλη προίκα, αποφασίζει να στείλει επιστολή στον πατέρα της για να τη ζητήσει σε γάμο.

Ο πατέρας, όμως, της Στέλλας μόλις λαμβάνει τη σχετική επιστολή εξαγριώνεται με το θράσος του φτωχού υπαλλήλου. «Τι λέω-λέει;!! Ο γιος του Ζαμάνου, ο ψωρίτης του ψωρίτη, ο χαϊμένος, επήρε το αντζάρντο να μου γυρέψει τη θυγατέρα μου, εμένανε;...»

Ο Παναγής Βιολάντης ήταν ένας εξαιρετικά σκληρός άνθρωπος που ενδιαφερόταν μόνο για το καλό του όνομα στην τοπική κοινωνία. Μόλις, επομένως, υποψιάστηκε από το γράμμα του Ζαμάνου πως η κόρη του ενθάρρυνε αυτό το τόλμημα του νεαρού, θέλησε αμέσως να μάθει σε ποιο σημείο είχε εκτεθεί η οικογένειά του. Εμφανίστηκε έτσι υποκριτικά πρόσχαρος στο σπίτι του, δίνοντας στη Στέλλα την εντύπωση πως θα της επέτρεπε να παντρευτεί τον Χρηστάκη. Της ζητούσε, ωστόσο, επίμονα να του εξηγήσει πως έγινε η γνωριμία με τον νεαρό, κι όταν εκείνη του είπε πως του είχε στείλει γράμμα, τη χτύπησε, την κλείδωσε στο δωμάτιό της, κι έφυγε για να πάρει πίσω το γράμμα της κόρης του και να απειλήσει το Ζαμάνο, ώστε να μη μάθει ποτέ κανείς γι’ αυτή την απρέπεια της Στέλλας.

Ο Χρηστάκης Ζαμάνος δέχτηκε έντρομος τις απειλές του Βιολάντη και πολύ γρήγορα του έδωσε το γράμμα της Στέλλας, αφού ούτως ή άλλως δεν είχε ποτέ αγαπήσει την κοπέλα. Ο Παναγής Βιολάντης διαβάζοντας το γράμμα της Στέλλας εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο με την ανοησία της κόρης του:

«Τ’ είναι τούτα που μου κάνεις μωρή; εφώναξε ο Παναγής έξω φρενών∙ τι ντροπές είναι τούτες που μόβαλες στο κούτελό μου;... “Είμαι δική σου;”! Πώς έγραψες εσύ τέτοιο πράμα; Τίνος είσαι, μωρή; Ποιον ερώτησες να σου πει τίνος είσαι; Με ποιο δικαίωμα δόθηκες στον ξένον άνθρωπο; Ποιος σου είπε πως ορίζεις τον εαυτό σου; Πώς σου πέρασε από το νου, πως μπορείς να δώσεις και το νύχι σου, χωρίς να θέλω εγώ;... Δε μιλείς, μωρή;... Ε, τι είναι τούτα;».

Η οργή του Παναγή Βιολάντη ήταν πολύ έντονη, κυρίως γιατί σκεφτόταν την προσβολή που θα του γινόταν, αν μάθαιναν οι άνθρωποι του νησιού πως η κόρη του ξέπεσε σε τέτοιο σημείο, ώστε να στέλνει ερωτικά γράμματα σ’ έναν φτωχό υπάλληλο.

«Κι εχύθηκε πάνω της, και την άρπαξε από το λαιμό, και της τον έσφιξε να την πνίξει, κι έπειτα την άρχισε γροθιές, και την εκτυπούσε όπου έφθανε, στους ώμους, στο στήθος, στο κεφάλι, και την εκτυπούσε αλύπητα, με λύσσα, να την τελειώσει, να την ξεκάμει, όπως μόνον ένας πατέρας μπορεί να χτυπά την κόρη του... Και ως να τον εμεθούσε περισσότερο κάθε χτύπημα, ως να τον εφρένιαζε η αντίσταση της στερεάς σαρκός -γιατί άλλη δεν έκαμνε η κακομοίρα εκείνη- ο δαρμός του δεν εφαίνετο να έχει τελειωμό, και η φυσική εξάντληση, που μόνη θα τον εσταματούσε, αργούσε ακόμη πολύ.»

Ο Παναγής δεν λυπόταν καθόλου την κόρη του, που την έβλεπε ως «ξένο κρέας», όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο αφηγητής, και δεν τον ενδιέφερε ακόμη κι αν πέθαινε:

«Ν’ αρρωστήσει και να πεθάνει, να πάει στο διάολο, αυτό παρακαλώ το Θεό μου. Ναι, να πεθάνει! Αυτό και μόνο μπορεί να τη σώσει από την ατιμία της και από την ντροπή της! Κοπέλα που αποδιαντράπηκε να γράψει σ’ έναν ξένο “είμαι δική σου”, δεν μπορεί άλλο να ζήσει στο σπίτι μου. Και αν δεν πεθάνει μονάχη της, θα την ξεκάμω εγώ, με τα χέρια μου!».

Όσο η Στέλλα συνέχιζε να επιμένει στον έρωτά της για το Χρηστάκη Ζαμάνο τόσο περισσότερο εξοργιζόταν ο πατέρας της και τη χτυπούσε καθημερινά. Κι όταν η μητέρα της άφησε να εννοηθεί στον Παναγή πως η Στέλλα σκεφτόταν ακόμη και να φύγει από το σπίτι -κάτι που θα αποτελούσε ανήκουστη ατιμία για την οικογένειά τους- ο Παναγής Βιολάντης την έκλεισε σε μια σοφίτα. Έπαψε να τη χτυπά, αλλά πλέον της έδινε μόνο λίγο ψωμί και νερό, ίσα για να επιβιώσει, και κάθε φορά τη ρωτούσε αν είχε μετανιώσει. Η Στέλλα επέμενε στην απόφασή της, μα σιγά-σιγά από τον καημό της άρχισε να αρρωσταίνει. Σταμάτησε να τρώει το ψωμί και αναζητούσε μόνο το νερό για να δροσίσει το σώμα της που έκαιγε από τον πυρετό. Πολύ σύντομα εξασθένησε τόσο, που όταν ο πατέρας της ανέβηκε στη σοφίτα για να την ενημερώσει με άφθονη χαιρεκακία πως ο Ζαμάνος θα παντρευόταν μια άλλη, τη βρήκε νεκρή.

Η Στέλλα Βιολάντη πέθανε από τη στεναχώρια της, χωρίς ποτέ να μάθει την αλήθεια για το Χρηστάκη Ζαμάνο και για την κοπέλα που σκόπευε να παντρευτεί. Όπως γράφει ο αφηγητής «πέθανε με τη γλυκιά πλάνη πως κάποιος την είχε αγαπήσει».

Ερωτήσεις

  1. α)Ποιες οι βαθύτερες αιτίες που προσδιόρισαν τη στάση του Βιολάντη προς την κόρη του;

Ο Παναγής Βιολάντης δεν είχε καμία απολύτως ηθική ποιότητα ως άνθρωπος, δεν τον ενδιέφερε καθόλου η ευτυχία των παιδιών και της οικογένειάς του γενικότερα, και δεν είχε καμία ευαισθησία απέναντι στους άλλους ανθρώπους, το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να μην θιχτεί η τιμή του. Ως μεγαλέμπορος είχε την ευκαιρία να αποκτήσει πολλά χρήματα και να θεωρείται πλέον εξέχον μέλος της αστικής τάξης του νησιού του, ήταν ωστόσο νεόπλουτος και δεν είχε εκείνο το δεδομένο σεβασμό που έχαιραν τα μέλη της παλαιότερης αριστοκρατίας που είχαν μακρά παράδοση οικονομικής και κοινωνικής ισχύος. Για το λόγο αυτό πάσχιζε με κάθε τρόπο να εμφανίζεται στη Ζάκυνθο ως εξαιρετικός σύζυγος και πατέρας, παρουσιάζοντας το «νεόκτιστο παλατάκι» του ως παράδεισο οικογενειακής ευτυχίας. Στην πραγματικότητα βέβαια όλα τα μέλη της οικογένειάς του, ακόμη και η αδερφή του η Νιόνια, τον έτρεμαν γιατί γνώριζαν πόσο σκληρός και απάνθρωπος ήταν. Στο σπίτι του δεν υπήρχε ευτυχία, υπήρχε μόνο ένας αδυσώπητος δεσποτισμός που ανάγκαζε τη γυναίκα και τα παιδιά του να υποκρίνονται και να φέρονται πάντοτε παραδειγματικά, από φόβο μήπως δυσαρεστήσουν τον Παναγή Βιολάντη.

Ο πατέρας της Στέλλας, επομένως, θεωρώντας πως η κόρη του τον εξέθεσε και διακινδύνευσε το καλό του όνομα, εννοεί να την τιμωρήσει αυστηρά. Η ευτυχία της και οι δικές της επιθυμίες καθόλου δεν τον απασχολούν. Εκείνο που οφείλει να κάνει η Στέλλα είναι να ξεχάσει τον ανόητο έρωτά της και να παντρευτεί όταν και με όποιον της υποδείξει εκείνος, ώστε να προκύψει ένας γάμος αντίστοιχος του πλούτου και του ονόματος της οικογένειάς του.

Με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο μας παρουσιάζει ο αφηγητής το προφίλ του Παναγή Βιολάντη στο ακόλουθο απόσπασμα:

«Ο Παναγής Βιολάντης έπασχε από κοσμοφοβία παράξενη. Ό,τι έκανε και δεν έκανε, ήταν για τον κόσμο –για να πει ο κόσμος καλό. Δεν τον έμελε, πώς εξέταζε κάποτε τον εαυτό του και δεν τον έβρισκε ούτε αγαθό, ούτε ευσυνείδητο, ούτε ειλικρινή∙ τούφτανε πως τον είχε ο κόσμος για τέτοιον. Και σ’ αυτή την ιδέα, γι’ αυτή την υπόληψη, ήταν ικανός να τα θυσιάσει όλα, και τη δική του ευτυχία και την ευτυχία των δικών του.

Η φιλοδοξία του ήταν να τον τιμούν ως «χρήσιμο» άνθρωπο και να τον σέβονται ως καλόν οικογενειάρχη. Για το δεύτερο μάλιστα εφρόντιζε πολύ περισσότερο. Ίσως -δεν σου έλεγε- υπήρχαν στον τόπο και άλλοι έμποροι, και άλλοι βιομήχανοι σαν κι αυτόν∙ αλλά πατέρας, κανένας∙ α, αυτό εννοούσε να το καυχάται. Και το σπίτι του ήθελε να φαίνεται πάντοτε το καλύτερο, σωστός παράδεισος αγάπης, τιμής, αρμονίας, ευτυχίας.

Το εκατόρθωνε με την υπόκριση και με τη βία. Οι δικοί του τον εφοβούντο σα διάβολο.»

β) Με ποιο σκοπό η μάνα πλησίασε την έγκλειστη κόρη της;

Η μητέρα της Στέλλας ήλπιζε πως θα έπειθε την κόρη της να ζητήσει συγχώρηση από τον πατέρα της, πέφτοντας εν ανάγκη ακόμη και στα πόδια του, για να μπορέσουν επιτέλους να συμφιλιωθούν. Κάτι που θα έθετε αφενός τέρμα στην τιμωρία της Στέλλας και αφετέρου με την ευκαιρία του δεκαπενταύγουστου θα τερμάτιζε τα σχόλια του κόσμου για την παρατεταμένη αδιαθεσία της, αφού θα την έβλεπαν και πάλι στο γιορτινό τραπέζι.

Η Μαρία Βιολάντη επιθυμούσε βέβαια να απαλλάξει την κόρη της από την οργή του Παναγή, κι από τον καθημερινό ξυλοδαρμό, όχι όμως γιατί θεωρούσε πως η Στέλλα είχε δίκιο να αποζητάει τον έρωτα ενός άνδρα ταπεινότερης κοινωνικής θέσης. Ως προς αυτό δεν θα τολμούσε ποτέ να φέρει αντίρρηση στο σύζυγό της, έστω κι αν η ίδια είχε διαφορετική άποψη. Άλλωστε, ήξερε καλά πως ήταν παράλογο στο πλαίσιο μιας οικογένειας να γίνεται οτιδήποτε χωρίς την έγκριση του πατέρα.

Η δική της πρόθεση ήταν να γλιτώσει την κόρη της από τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει, ιδίως από τη στιγμή που δεν είχε προκύψει κάποιο σκάνδαλο, κι ήταν εύκολο να αποκατασταθεί η τιμή του κοριτσιού της. Το γράμμα που είχε στείλει στο Χρηστάκη το είχαν πάρει πίσω,  κι εκείνος φοβισμένος από τις απειλές του Παναγή δεν επρόκειτο πια να πει τίποτε σε κανέναν, οπότε τα πράγματα μπορούσαν να διορθωθούν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ξεκαθαρίσει η Στέλλα στον πατέρα της πως παρέμενε υποταγμένη στη θέλησή του.

Αν η Στέλλα απαρνιόταν τον έρωτά της για το Χρηστάκη και άφηνε τον πατέρα της να της βρει τον κατάλληλο σύζυγο, όπως ήταν άλλωστε το δεδομένο εκείνης της εποχής, η κατάσταση θα άλλαζε άρδην, κι η Στέλλα θα γλίτωνε από τον εγκλεισμό της. Η μητρική, ωστόσο, ανησυχία δεν ήταν για κανένα λόγο ισχυρότερη από τη θέληση του πατέρα, οπότε αν η Στέλλα επέμενε στην απόφασή της, η μητέρα της δεν υπήρχε περίπτωση να την υποστηρίξει. Θα την άφηνε να υποστεί την οργή του πατέρα της, αφού εκείνος ήταν ο μόνος και αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος της οικογένειας.

  1. 2.Να σχολιάσετε τη φράση: «Ο πατέρας σου σε ορίζει∙ ο πατέρας σου ορίζει και μένα, και το Νταντή, και τη Νιόνια και όλους».

Η Μαρία Βιολάντη αναγνώριζε στο σύζυγό της την εξουσία που κατείχε κάθε άντρας στις τότε πατριαρχικές κοινωνίες. Εκείνος αποφάσιζε για οτιδήποτε αφορούσε τα παιδιά του και τη γυναίκα του, όπως και για κάθε άλλο μέλος της οικογένειας που ζούσε στο σπίτι του -στην προκειμένη περίπτωση η μεγάλης ηλικίας αδελφή του. Η σαφής αυτή υποταγή στη θέληση του συζύγου της ενισχυόταν κιόλας από το φόβο που της προκαλούσε η οργή του∙ βρισκόταν ωστόσο στο συνηθισμένο για την εποχή πλαίσιο. Καμία γυναίκα δεν μπορούσε να αντιταχθεί στις αποφάσεις του συζύγου της, όπως φυσικά και κανένα παιδί.

Ο πατέρας ήταν εκείνος που φρόντιζε για την οικονομική στήριξη της οικογένειας, όπως και για την προίκα των κοριτσιών, κι άρα ήταν εκείνος που έπαιρνε όλες τις σημαντικές αποφάσεις. Το ενδεχόμενο, άλλωστε, να παρακούσει ένα από τα παιδιά ή η σύζυγος τις προσταγές του πατέρα, σήμαινε γι’ αυτόν και για όλη την οικογένειά του μεγάλη προσβολή. Εκείνη την εποχή, μάλιστα, το καλό όνομα της οικογένειας είχε εξαιρετικά μεγάλη σημασία κι έπρεπε να προφυλάσσεται απ’ όλους με ιδιαίτερη προσοχή, καθώς τα κακόβουλα σχόλια του «κόσμου» δεν αργούσαν να φέρουν ντροπή σ’ όλη την οικογένεια και να επιφέρουν έτσι μεγάλη ζημιά, ιδίως στο μέλλον των κοριτσιών, που δύσκολα θα μπορούσαν μετά να βρουν έναν αξιόλογο σύζυγο.

  1. 3.Είπαν πως ο Ξενόπουλος είναι ο εισηγητής της αστικής πεζογραφίας. Η μελέτη του αποσπάσματος οδηγεί στο συμπέρασμα αυτό;

Ο Ξενόπουλος τοποθετεί τη δράση του διηγήματος στη Ζάκυνθο σ’ ένα αστικό περιβάλλον και ασχολείται με την ιστορία μιας αστικής οικογένειας. Τα στοιχεία αυτά ενισχύουν την άποψη περί αστικής πεζογραφίας, χωρίς ωστόσο να μας διαφεύγει πως παρά την αλλαγή περιβάλλοντος σε σχέση με τα ηθογραφικά διηγήματα που έχουν ως τόπο δράσης επαρχιακές περιοχές, οι διαφορές στη συμπεριφορά και στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων δεν είναι τόσο έντονες. Η απόλυτη εξουσία του πατέρα παραμένει πάντοτε κυρίαρχο μοτίβο και διατρέχει όλες τις επιμέρους πράξεις των προσώπων. Βέβαια, σε σχέση με τα ηθογραφικά διηγήματα, το χρήμα και η οικονομική επιφάνεια των ατόμων αναδεικνύονται σε αποφασιστικούς παράγοντες επηρεασμού των εξελίξεων. Στην αστική πεζογραφία είναι εντονότερη η διάκριση των ανθρώπων σε κοινωνικές τάξεις και δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο πώς αυτό τροποποιεί τη δράση τους.

Σε ό,τι αφορά την παρατήρηση πως ο Ξενόπουλος ήταν ο εισηγητής της αστικής πεζογραφίας, βρίσκουμε στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Λίνου Πολίτη τα εξής: «Στο ενεργητικό του πρέπει επίσης να προσγραφεί το μεγάλο άλμα που επιτέλεσε μ’ αυτόν η νεοελληνική λογοτεχνία από το περιορισμένο πλαίσιο του ηθογραφικού διηγήματος στο πολυσύνθετο αστικό μυθιστόρημα. Και δεν είναι πάλι χωρίς σημασία το πόσο ο Ξενόπουλος διαβάστηκε από ένα ευρύτατο αναγνωστικό κοινό, ευρύνοντας έτσι το γενικότερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία.»

πηγή : https://blogs.e-me.edu.gr/hive-notationes/wp-admin/post-new.php

Leave a Reply