Updated on May 27, 2024
Ο αφηγητής// Η οπτική γωνία στην αφήγηση/Η οπτική γωνία στη λογοτεχνική αφήγηση και άλλα
Με τον όρο «αφηγητής» χαρακτηρίζουμε το πρόσωπο που αφηγείται, μεταφέρει, δηλαδή, γραπτά ή προφορικά, σε κάποιους άλλους μια ιστορία. Ο αφηγητής είναι η «φωνή» που αναλαμβάνει την ευθύνη της αφηγηματικής πράξης. Βασικό αξίωμα της σύγχρονης αφηγηματολογίας είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει αφήγηση χωρίς αφηγητή. Η αφήγηση είναι
μια μορφή λόγου, η οποία εκφέρεται από κάποιον ο οποίος αναγκαστικά αφήνει στο κείμενο κάποια ίχνη, λιγότερο ή περισσότερο αισθητά.
Ποιος αφηγείται; Η σχέση αφηγητή – συγγραφέα:
Στις αφηγήσεις πραγματικών γεγονότων αυτός που αφηγείται είναι ένα πρόσωπο με αληθινή ζωή. Ένα πρόσωπο που είναι πραγματικά, δηλαδή εμπειρικά-βιολογικά, «παρών», π.χ. ένας μάρτυρας που καταθέτει σε δικαστήριο, προφορικά ή γραπτά. Στη λογοτεχνία, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα, γιατί ο αφηγητής και ο συγγραφέας είναι διαφορετικά πράγματα, που δεν πρέπει να συγχέονται. Ο συγγραφέας είναι ένα ιστορικό δεδομένο, ένα πρόσωπο με αληθινή ζωή, ένα υπαρκτό πρόσωπο που ανήκει στον πραγματικό κόσμο και υπάρχει έξω από το κείμενο. Αντίθετα, ο αφηγητής δεν ταυτίζεται με τον συγγραφέα (εξαίρεση αποτελούν τα απομνημονεύματα, το ημερολόγιο και η αυτοβιογραφία). Είναι ένα πρόσωπο του κειμένου, δημιούργημα του πραγματικού συγγραφέα, και υπάρχει μόνο στο
πλαίσιο του αφηγηματικού λόγου. Αφηγητής, λοιπόν, είναι αυτός που λέει όσα του σχεδίασε ο συγγραφέας, όσα του επέλεξε ο συγγραφέας να πει. Βέβαια, αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα μπορούν να υπάρχουν στον αφηγητή, όπως και σε όλα τα πρόσωπα του έργου.
Πόσο συμμετέχει;
Διακρίνουμε δύο τύπους αφηγητή, ανάλογα με τον βαθμό της συμμετοχής τους στα γεγονότα
που αφηγούνται:
α) Ο αφηγητής, ο οποίος συμμετέχει, ως πρωταγωνιστής, παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας,
αυτοπρόσωπα στα γεγονότα που αφηγείται και επικρατεί το πρώτο πρόσωπο των ρημάτων
(π.χ. αυτοβιογραφία, απομνημονεύματα). Η σχετική ορολογία είναι: ομοδιηγητικός ή
πρωτοπρόσωπος αφηγητής.
β) Ο αφηγητής, ο οποίος είναι αμέτοχος στα γεγονότα και επικρατεί το τρίτο πρόσωπο των
ρημάτων (π.χ. δημοσιογράφος, ιστορικός, αφηγητής σε ιστορικό μυθιστόρημα). Η σχετική
ορολογία είναι: ετεροδιηγητικός ή τριτοπρόσωπος αφηγητής.
Για να κατανοήσουμε τη διαφορά, θα συγκρίνουμε τους αφηγητές που εμφανίζονται στην αρχή
των εξής δύο διηγημάτων:
«Μια ώρα μακριά από την πόλη, με τα πόδια, θα ’τανε το σπίτι μας».
[Δ. Βουτυράς «Μακριά από τον κόσμο»]
«Αν έχει ιστορία ο Μπάρμπα Γιάννης, τη χρωστάει στο γάδαρό του».
[Αργ. Εφταλιώτης, «Ο Μπάρμπα Γιάννης κι ο γάδαρός του»]
Στην πρώτη περίπτωση ο αφηγητής συμμετέχει στα γεγονότα (ομοδιηγητικός), ενώ στη δεύτερη ο αφηγητής μοιάζει να αφηγείται την ιστορία κάποιων άλλων (ετροδιηγητικός). Τον τύπο του αφηγητή θα τον ανακαλύψουμε, αν διατυπώσουμε τις εξής ερωτήσεις:
α) Ποιος μιλάει; Είναι ένας χαρακτήρας του έργου ή ένα πρόσωπο ξένο προς την ιστορία;
β) Έχει περιορισμένη γνώση και αφηγείται μόνο όσα υποπίπτουν στην αντίληψή του ή είναι
ένας οξυδερκής παρατηρητής που γνωρίζει τα πάντα;
γ) «Λέει» ο ίδιος την ιστορία και σχολιάζει τα συμβάντα ή τη «δείχνει», δηλαδή αφήνει τα
γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους, χωρίς να παρεμβάλλει τις απόψεις του;
Να διαβάσετε τα παρακάτω αποσπάσματα και να διακρίνετε τους τύπους του αφηγητή.
Ότε μ’ εστρατολόγουν* δια το έντιμον των ραπτών επάγγελμα, ουδεμία υπόσχεσίς
των ενεποίησεν επί της παιδικής μου φαντασίας τόσον γοητευτικήν εντύπωσιν,
όσον η διαβεβαίωσις ότι εν Κωνσταντινουπόλει έμελλον να ράπτω τα φορέματα της
θυγατρός του Βασιλέως.
Εγνώριζον πολύ καλά ότι «οι βασιλοπούλες» έχουν εξαιρετικήν τινα αδυναμίαν εις
τα ραφτόπουλα, μάλιστα, όταν αυτά ηξεύρουν να τραγουδούν τους επαίνους των
θελγήτρων αυτών, ενώ ράπτουν τα «βλατιά*», με τα οποία στολίζουσι τα κάλλη των.
[Γ. Βιζυηνός, Το μόνον της ζωής του ταξίδιον]
*εστρατολόγουν= συγκέντρωναν βοηθούς, συνεργάτες
*βλατιά= πολύτιμα μεταξωτά φάσματα
Τι χρειάζονται τόσες φωτιές, σαν πυροφάνια, εφώναξεν η γριά Μαλαμίτσα. Αυτή
είχε μάθει από τον γέροντά της, τον παπα-Γεράσιμον, ότι οι φωτιές των κανδηλιών
πρέπει να είναι μικρές, τόσες δα σαν λαμπυρίδες. Του κάκου. Κανείς δεν την ήκουε.
[Αλ. Παπαδιαμάντης, Τ’ αγνάντεμα]
Ο Σκουρογιάννης δεν μπορούσε βέβαια να σκέφτεται τέτοια πράματα, τόσο πολλά.
Άρχισε μόνο και το ’νιωθε πως ήτανε μόνος μέσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους, έτσι σαν
λίγο ξένος ανάμεσά τους. Του φαίνονται λίγο παράξενοι - άλλος κόσμος είναι. Άλλοι,
λοιπόν, ήταν εκείνοι οι φιλόσοφοι με τις πολλές θεωρίες τους, τις παρλαπίπες* και
τους καυγάδες. Αυτός ήταν που τους απόπαιρνε* τότε - τους θυμιέται τώρα καμιά
φορά το βράδυ, γυρίζοντας σπίτι. Και κείνα τα βράδια της ξενιτιάς, το κουτό, βαρετό
ξεροστάλιασμα* στο σταθμό -δεν ξέρει βέβαια κι αυτό να το πει- αν άλλο δεν είχανε
μέσα -ήτανε κάπως σαν να τους δέναν, να τους ένωναν -ίδιος καη μός, ίδια πίκρα-
κάπως κοντά σου τον νιώθεις τον άλλον. Πολύ σκορπισμένοι του φαίνονται τούτοι
- μέσα στην Ελλάδα, μέσα στο δικό τους τον τόπο. Και δεν το λέει «Ιμείς ιδώ εις το
Ντομπρίνοβον» - φοβάται ο Σκουρογιάννης μη του ριχτούνε, τον αποπάρουν κι εδώ.
[Δ. Χατζής, Το διπλό βιβλίο]
*παρλαπίπες= φλυαρίες
*απόπαιρνε= μάλωνε
*ξεροστάλιασμα= άσκοπη αναμονή
Η οπτική γωνία στην αφήγηση
Οπτική γωνία λέγεται η σκοπιά/θέση/προοπτική/πλευρά από την οποία βλέπει ο αφηγητής τα γεγονότα σε μια αφήγηση. Όπως είναι αυτονόητο, σε μια αφήγηση δεν μπορεί ο αφηγητής να συμπεριλάβει όλα τα γεγονότα που συνέβησαν. Αναγκαστικά, λοιπόν, επιλέγει γεγονότα, όπως ακριβώς στην περιγραφή επιλέγουμε λεπτομέρειες από το περιγραφόμενο αντικείμενο.
Η οπτική γωνία στην αφήγηση εξαρτάται από:
• τη γνώση (άμεση ή έμμεση) του αφηγητή για τα γεγονότα,
• τη συναισθηματική του φόρτιση,
• τον τρόπο που σκέφτεται,
• το αποτέλεσμα που επιδιώκει.
Ας υποθέσουμε ότι συμβαίνει ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα και τυχαίνει να παρευρίσκονται ένας μάρτυρας και ένας τροχονόμος. Το περιστατικό αυτό δεν θα το αφηγηθούν κατά τον ίδιο τρόπο ο οδηγός του αυτοκινήτου, ο τροχονόμος και ο μάρτυρας. Καθένας θα το διηγηθεί από τη δική του οπτική γωνία.
Αφιερώσατε ολόκληρο το Σαββατοκύριακο στην ανάγνωση ενός συναρπαστικού μυθιστορήματος, παραμελώντας τα μαθήματά σας. α) Πώς παρουσιάζει το γεγονός η ανήσυχη μητέρα σας σε μια φίλη της; β) Πώς το αφηγείστε σε έναν/μία φίλο/η σας, εκφράζοντας τη γοητεία αυτής της αναγνωστικής εμπειρίας; Να γράψετε τα αντίστοιχα κείμενα.
Στη γιορτή σας, όπως κάθε χρόνο, σας επισκέφτηκαν πολλοί φίλοι και συγγενείς που χόρεψαν και τραγούδησαν μέχρι αργά. Πώς αφηγείται το γεγονός προφορικά στους οικείους του ένας ηλικιωμένος γείτονας που ενοχλήθηκε και πώς ένας φίλος που συμμετείχε στη γιορτή;
Να διαλέξετε ένα απόσπασμα διαλόγου από το «Κεφάλαιο Δεύτερο. Ενότητα ΙΙ. Διάλογος» και, ταυτιζόμενοι με κάποιο από τα πρόσωπα του διαλόγου, να αφηγηθείτε τον διάλογο από την πλευρά του προσώπου με το οποίο ταυτιστήκατε. Για παράδειγμα: Μελετώντας το απόσπασμα από το «Ταξίδι με τον Έσπερο» του Άγγελου Τερζάκη (σ. 73), να ταυτιστείτε με το πρόσωπο του Γλαύκου και να ενσωματώσετε (εντάξετε/βάλετε μέσα) στην αφήγησή σας σχόλια μέσα από τα οποία θα φαίνονται οι διαθέσεις, ο χαρακτήρας και οι σκέψεις του Γλαύκου.
Η οπτική γωνία στη λογοτεχνική αφήγηση
Στη λογοτεχνία η οπτική γωνία ως αφηγηματική τεχνική εκφράζεται με τον όρο «εστίαση». Με τον όρο εστίαση αναφερόμαστε στη στάση του αφηγητή σχετικά με τα γεγονότα που αφηγείται, στην απόσταση που παίρνει ο αφηγητής από τα πρόσωπα της αφήγησης. Για να προσδιορίσουμε την εστίαση σε μια λογοτεχνική αφήγηση, θέτουμε το ερώτημα: Ποιος αφηγείται και από ποια πλευρά;
Αφήγηση χωρίς εστίαση (ή μηδενική εστίαση): Ο αφηγητής γνωρίζει περισσότερα από τα πρόσωπα ή ακριβέστερα λέει περισσότερα από όσα ξέρει οποιοσδήποτε από τους ήρωες, όταν, δηλαδή, η εστία του είναι τοποθετημένη εκτός των ηρώων. Ο αφηγητής γνωρίζει τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων του και είναι έξω από τη δράση (έλλειψη οπτικής γωνίας). Εδώ αντιστοιχεί ο «παντογνώστης αφηγητής», ο «αφηγητής – Θεός», ο οποίος δεν παρακολουθεί
την αφήγηση από μια οπτική γωνία, αλλά είναι πανταχού παρών σαν ένας μικρός θεός. Είναι, δηλαδή, ο αφηγητής που γνωρίζει τα πάντα για τα πρόσωπα της αφήγησης, ακόμη και τις βαθύτερες σκέψεις τους, εποπτεύει τα πάντα, αλλά δεν μετέχει στη δράση, δεν είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας. Η απόλυτη γνώση του ισοδυναμεί με έλλειψη συγκεκριμένης οπτικής γωνίας (εστίαση μηδέν). Ο τύπος αυτός της αφήγησης κυριαρχεί στα παραδοσιακού τύπου/
κλασικά λογοτεχνικά έργα. Αν προσπαθούσαμε να σχηματοποιήσουμε με όρους μαθηματικούς, θα είχαμε την ανισότητα: Αφηγητής > Πρόσωπα.
Αφήγηση με εσωτερική εστίαση: Ο αφηγητής ξέρει τόσα, όσα και το πρόσωπο από τη σκοπιά του οποίου αφηγείται. Ο αφηγητής λέει μόνο ό,τι ξέρει κάποιος δεδομένος ήρωας, όταν δηλαδή, η εστία του είναι τοποθετημένη σε έναν ήρωα. Η αφήγηση παρακολουθεί ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας. Εδώ αντιστοιχεί ο «αφηγητής-άνθρωπος», ο οποίος έχει γνώση περιορισμένη στο πλαίσιο των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Ο τύπος αυτός της αφήγησης συναντιέται στα νατουραλιστικά και ψυχογραφικά λογοτεχνικά έργα. μαθηματική τυποποίηση του τύπου αυτού είναι η ισότητα: Αφηγητής = Πρόσωπα.
Αφήγηση με εξωτερική εστίαση: Ο αφηγητής ξέρει λιγότερα από τα πρόσωπα. Βλέπει το πρόσωπο απέξω, χωρίς να διεισδύει στις αντιλήψεις του. Το πρόσωπο, λοιπόν, παραμένει ένα ον μυστηριώδες που δεν το έχει αποκρυπτογραφήσει. Ο ήρωας, δηλαδή, δρα, χωρίς ο αναγνώστης να μπορεί να μάθει τις σκέψεις του. Η εστίαση συγχέεται με το «μάτι μιας κάμερας», που είναι τοποθετημένη σε έναν απροσδιόριστο χώρο μέσα στη διήγηση. Για παράδειγμα, τα αστυνομικά μυθιστορήματα, οι ταινίες τρόμου, οι περιπέτειες. Σχηματοποιώντας, πάλι, με όρους μαθηματικούς έχουμε την ανισότητα: Αφηγητής < Πρόσωπα. Ένα παράδειγμα αφήγησης με εξωτερική εστίαση είναι το ακόλουθο:
Και η βαριά μηχανή πήρε να τρέχει! Κατέβηκε στην οδό Γκραν-Πον, διέσχισε την πλατεία των τεχνών, την ανοικτή Ναπολεόν και σταμάτησε τελείως μπροστά στον ανδριάντα του Περ Κορνέιγ. Συνεχίστε! Έκανεμιαφωνή, που έβγαινε από το εσωτερικό. [...]
Όχι, όλο ευθεία! Κραύγασε η ίδια φωνή.
Η άμαξα βγήκε από το κιγκλίδωμα και, όταν έφτασε στη δεντροστοιχία, έκοψε δρόμο
σιγανά, ανάμεσα στις μεγάλες φτελιές.
[Φλομπέρ, Μαντάμ Μποβαρί]
Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι ο συγγραφέας μπορεί ελεύθερα να μεταβάλλει την οπτική γωνία σε διάφορα μέρη της αφήγησής του, ανάλογα με το τι θέλει να μεταδώσει κάθε φορά στον αναγνώστη.
Να διαβάσετε τα παρακάτω αποσπάσματα κειμένων και να προσπαθήσετε να απαντήσετε
στα εξής ερωτήματα: α) Σε ποιο από αυτά ο αφηγητής συμμετέχει στα γεγονότα και σε ποιο δεν
συμμετέχει; β) Σε ποιο έχουμε αφήγηση με εσωτερική εστίαση και σε ποιο με μηδενική εστίαση;
Να δικαιολογήσετε τις επιλογές σας.
Την πέρασε τη ζωή του κι ο γέρος ο Ανέστης στην ξενιτιά, ζωή παραδαρμένη,
καραβοτσακισμένη ζωή. Όχι δα και πως τη μάδησε την ψυχή του η φτώχια, που
μάλαμα έπιανε και κάρβουνο γινότανε. Από τέτοιους πόνους η ψυχή του δεν έπαιρνε.
Τον κρυφότρωγε, όμως, πάντα της πατρίδας ο ακοίμητος ο καημός, και, σαν είδε και
απόειδε πως ελπίδα πια δεν του απόμεινε, σαν άρχισε κι ένιωθε στα γέρικα στήθια
του την ανατριχίλα του Χάρου, το ’καμε απόφαση και τράβηξε για τα παιδιακίσια
λημέρια του.
[Αργ. Εφταλιώτης, «Η λαχτάρα του γερο- Ανέστη»]
Τα μεσημέρια δεν ξάπλωνα, ήταν μια συνήθεια που μου είχε μείνει από μικρή, όταν
νόμιζα ότι το να μην ξαπλώνει κανείς το μεσημέρι είναι πράξη επαναστατική, που
δείχνει θέληση και ψυχή ανεξάρτητη.
[Μ. Λυμπεράκη, Τα ψάθινα καπέλα]
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε, λοιπόν, αυτό
το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε
μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση. Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε
κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε
μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα
παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
[Αντ. Σαμαράκης, Το ποτάμι]
Σαν ο Δαμιανός τελείωσε την Τρίτη του ελληνικού, ο γέρο-Φραντζής είπε πως αρκετά
γράμματα είχε μάθει και ήτανε καιρός να πιάσει δουλειά. Ο μικρός θα ήτανε δεκατριώ
ή δεκατεσσάρω χρονώ. Μόλις άρχισε να αποκτά μια συνείδηση, κάπως καθαρή, του
κόσμου και τον κατείχε κιόλας το πάθος της γνώσης. Ρουφούσε αχόρταστα ό,τι έντυπο
του έπεφτε στα χέρια, λαϊκά αναγνώσματα, εφημερίδες, εκκλησιαστικά βιβλία. [...]
Δεν ήξερε βέβαια τι νόημα είχαν αυτά τα άγνωστα πράματα που τον σαγήνευαν
τόσο. Ακολουθούσε αυθόρμητα την ορμή της ψυχής του, που τον έσερνε προς τα εκεί,
και ονειρευότανε να γίνει μια μέρα έ νας μεγάλος δάσκαλος που να κατέχει καλά, με
τα δυο του χέρια, όλην τη σοφία των ανθρώπων, όλα τα βιβλία, όλα τα «γράμματα»
και να μοιράζει γενναιόδωρα αυτούς τους θησαυρούς στους τριγυρινούς του.
[Γ. Θεοτοκάς, Αργώ]
Και, με τα μάτια χαμένα, προσπαθούσε να διαπεράσει τις σκιές. Βασανισμένος
από την επιθυμία και το φόβο να δει. Όλα εκμηδενίζονταν στο βάθος του αγνώστου
μέσα στις σκοτεινές νύχτες, δεν έβλεπε στο βάθος παρά τις υψικαμίνους και τους
φούρνους. Αυτοί, ολόκληρες σειρές από καμινάδες, φυτεμένες πλάγια, αράδιαζαν
ράμπες από κόκκινες φλόγες, ενώ οι δυο πύργοι, αριστερότερα, έκαιγαν ολογάλανοι
στον ουρανό, σαν γιγάντιοι δαυλοί. Ήταν μια θλίψη πυρκαγιάς, δεν υπήρχαν άλλες
ανατολές άστρων στον απειλητικό ορίζοντα παρά τούτες οι βραδινές φωτιές των
τόπων του πετροκάρβουνου και του σίδερου.
[Εμίλ Ζολά, Ζερμινάλ]
Αφηγηματικοί τρόποι
Έχει ασφαλώς ενδιαφέρον να γνωρίζει κανείς πώς παρουσιάζει ο συγγραφέας ενός
λογοτεχνικού έργου τα γεγονότα που θα αποτελέσουν το υλικό της αφήγησής του. Ποιους, με άλλα
λόγια, αφηγηματικούς τρόπους μπορεί να χρησιμοποιήσει σε κάθε περίπτωση («πώς» αφηγείται
κάποιος). Το υλικό μπορεί ο αφηγητής να το παρουσιάσει με δύο τρόπους: την αφήγηση και τον
διάλογο. [Βλ. Κεφάλαιο Δεύτερο. Ενότητα ΙΙ. Διάλογος].
Στην αφήγηση εξιστορεί (μεταφέρει) ο ίδιος τα γεγονότα και μεταδίδει σε πλάγιο ύφος τα
λεγόμενα των ηρώων του, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά το τρίτο πρόσωπο. Για παράδειγμα:
Συνάντησα τον Χ. Κουβεντιάσαμε αρκετά. Μου μίλησε για την επιτυχία του στις εξετάσεις τού
σχολείου του.
Στον διάλογο δίνει τον λόγο στους ήρωές του, μεταδίδει σε ευθύ λόγο, αυτούσια, τα λόγια τους,
υπό τη μορφή μονολόγου ή διαλόγου, όπως κάνει και ο θεατρικός συγγραφέας στον θεατρικό
διάλογο. Η πιστή απόδοση του λόγου δηλώνεται τυπογραφικά με τα εισαγωγικά («...»), τις παύλες
(-), την άνω και κάτω τελεία (:) ή με διαφορετικά γράμματα. Για παράδειγμα: Κουβεντιάσαμε
αρκετά. Μου είπε: «Πέτυχα στις εξετάσεις του σχολείου μου».
Υπάρχει και ο μεικτός τρόπος, δηλαδή ο συνδυασμός της αφήγησης και του διαλόγου, τον οποίο
και συναντάμε συχνότερα στα λογοτεχνικά έργα.
Διαβάστε τα παρακάτω αποσπάσματα και εντοπίστε τους αφηγηματικούς τρόπους
(αφήγηση, διάλογος, μεικτός τρόπος).
Και πήρανε τον δρόμο και δεν έπεφτε μακριά το καρακόλι, όμως στα μισά το
ξανασκέφτηκε εκείνη κι είπε «πιο καλά να είσαι μόνος σου» και τον παρά τησε, και
εκείνος είπε «ναι» και ξανατράβηξε, παρόλο που του φαίνονταν πιο δύσκολα.
[Ν. Μπακόλας, «Η κιβωτός»]
– Να σβήσουμε το φως; πρότεινε ο Γιάννης. Με το φεγγάρι θα ’ναι πιο ποιητικά.
– Είσ’ ένας λιποτάχτης, του χαμογέλασε ο Παύλος. Λιποτάχτησες από την επιστήμη.
– Ουφ! έκανε ο Γιάννης, το κάθε τι για μένα δεν καταντάει μαθηματικά και φυ σική.
Δε μοιάζομε σ’ αυτό.
[Κ. Πολίτης, Εκάτη]
Θυμήθηκε, πριν από χρόνια, ήτανε παιδί ακόμα, είχε αρρωστήσει βαριά μια θεία του,
ξαδέρφη της μητέρας του. Την είχανε σπίτι τους. Ήρθε ο γιατρός· βγαίνοντας από το
δωμάτιο της άρρωστης, είπε με επίσημο ύφος:
– Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!
Έτσι κι αυτός τώρα, είχε φτάσει στο σημείο να λέει:
– Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!
Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο
καφενείο τον κοιτάζανε κι άλλοι από το δρόμο σκέφτονταν και ψιθύριζαν μεταξύ
τους: «αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα!». Σαν να ήταν έγκλημα αυτό. Σαν να είχε ένα
σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σαν να ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.
[Αντ. Σαμαράκης, Ζητείται ελπίς]
Αφηγηματικός χρόνος
Βασικό στοιχείο στην αφήγηση είναι ο χρόνος. Αφηγηματικός χρόνος είναι η χρονική σειρά της παρουσίασης των γεγονότων από τον αφηγητή. Ο αφηγηματικός χρόνος διακρίνεται σε δύο κατηγορίες:
α) Ο χρόνος του πομπού, του δέκτη, των γεγονότων (εξωτερικός/εξωκειμενικός χρόνος) και
β) Ο χρόνος της ιστορίας και ο χρόνος της αφήγησης (εσωτερικός/εσωκειμενικός χρόνος).
α) Ο χρόνος του πομπού, του δέκτη, των γεγονότων
Εξωτερικοί/εξωκειμενικοί χρόνοι στην αφήγηση, που δεν έχουν, δηλαδή, σχέση με την αφήγηση, είναι τρεις: Ο χρόνος του πομπού- αφηγητή είναι η εποχή κατά την οποία ζει ο πομπός-αφηγητής και ειδικότερα τότε που στέλνει το μήνυμά του (αφήγηση). Ο χρόνος του δέκτη-αναγνώστη είναι η εποχή κατά την οποία ζει ο δέκτης-αναγνώστης και ειδικότερα η στιγμή κατά την οποία δέχεται το μήνυμα (αφήγηση). Ο χρόνος των γεγονότων είναι η εποχή ή η χρονική στιγμή κατά
την οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα της αφήγησης.
Για παράδειγμα, στα ομηρικά έπη ο χρόνος του πομπού είναι ο 8ος αιώνας π.Χ., κατά τον οποίο γράφτηκαν τα έργα, ο χρόνος των γεγονότων ο 12ος αιώνας π.Χ., κατά τον οποίον έγιναν τα γεγονότα και ο χρόνος του δέκτη, οποιαδήποτε εποχή αυτά διαβάζονται.
Να διαβάσετε τις παρακάτω περιπτώσεις αφήγησης και να εξετάσετε σε ποιες από αυτές: α) ο χρόνος του πομπού και ο χρόνος του δέκτη ταυτίζονται/συμπίπτουν, β) ο χρόνος του πομπού είναι προγενέστερος των γεγονότων και γ) ο χρόνος του πομπού είναι μεταγενέστερος από τον χρόνο των γεγονότων, δηλαδή πρώτα συμβαίνουν τα γεγονότα και μετά κάποιος τα αφηγείται. Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ποικίλλει, από λίγες στιγμές/ώρες/μέρες, χρόνια,
μια ολόκληρη ζωή ή και αιώνες. Τηλεφωνική συζήτηση, απευθείας μετάδοση ποδοσφαιρικού αγώνα, αναμετάδοση
ποδοσφαιρικού αγώνα, υπηρεσιακή αναφορά, προφορική κατάθεση μάρτυρα στο δικαστήριο, τα προφητικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, βιογραφία, απομνημονεύματα, ιστορικό μυθιστόρημα, συνέντευξη, ημερολόγιο, αφηγήσεις επιστημονικής φαντασίας, προφορική αφήγηση, γραπτή αφήγηση, αφήγηση πραγματικών γεγονότων, άρθρο στον Τύπο, αυτοβιογραφία, η Αποκάλυψη του Ιωάννου.
β) Ο χρόνος της ιστορίας και ο χρόνος της αφήγησης
Εσωτερικοί/εσωκειμενικοί χρόνοι σε σχέση με την αφήγηση είναι δύο: Ο χρόνος της ιστορίας (πραγματικός/ιστορικός χρόνος), που είναι ο φυσικός χρόνος κατά τον οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα. Η φυσική, δηλαδή, διαδοχή και σειρά των γεγονότων. Ο χρόνος της αφήγησης (αφηγημένος χρόνος) δεν συμπίπτει με τον χρόνο της ιστορίας,. Τα γεγονότα στην αφήγηση παρουσιάζονται συνήθως με διαφορετική χρονική σειρά, διάρκεια και συχνότητα απ’ ό,τι συμβαίνουν στην ιστορία.
z Ο χρόνος της αφήγησης και ο χρόνος της ιστορίας με κριτήριο τη χρονική σειρά:
Τα γεγονότα στην πραγματική ιστορία ακολουθούν μια συγκεκριμένη (ευθύγραμμη) χρονική αλληλουχία. Τα γεγονότα, όμως, της αφήγησης δεν ακολουθούν πάντοτε τη φυσική σειρά. Η απόλυτη σύμπτωση ανάμεσα στη χρονική τάξη της ιστορίας και σε κείνη της κειμενικής αφήγησης (ομαλή συνέχεια) είναι φαινόμενο εξαιρετικά σπάνιο. Συχνά, ο αφηγητής παραβιάζει τη χρονική σειρά με την οποία τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο (τη χρονική ακολουθία των
γεγονότων). Αυτές οι ασυμφωνίες ανάμεσα στην ιστορία και την αφήγηση λέγονται αναχρονίες.
Άλλοτε, λοιπόν, ο αφηγητής κάνει αναδρομικές αφηγήσεις (flash back), κατά τις οποίες διακόπτεται η χρονική σειρά των συμβάντων, για να εξιστορηθούν γεγονότα του παρελθόντος. Και άλλοτε, πάλι, κάνει πρόδρομες αφηγήσεις, δηλαδή εξιστορεί εκ των προτέρων γεγονότα που πρόκειται να συμβούν αργότερα. Αναφέρεται, δηλαδή, σε ένα μελλοντικό σημείο της αφήγησης.
Ο χρόνος της αφήγησης και ο χρόνος της ιστορίας με κριτήριο τη χρονική διάρκεια: Συνήθως η πραγματική χρονική διάρκεια των γεγονότων δεν συμπίπτει με τη χρονική διάρκεια που απαιτεί η πλασματική αναπαράστασή τους. Ο χρόνος της αφήγησης μπορεί να είναι μικρότερος από τον χρόνο της ιστορίας, όταν ο αφηγητής συμπυκνώνει τον χρόνο (συστολή του χρόνου) και παρουσιάζει συνοπτικά (σε μερικές σειρές ή ακόμη σε μία φράση) γεγονότα που έχουν μεγάλη διάρκεια (χ.αφ < χ.ιστ.). Με τον τρόπο αυτό, ο ρυθμός της αφήγησης επιταχύνεται (επιτάχυνση της αφήγησης). Ο χρόνος της αφήγησης μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τον χρόνο της ιστορίας, όταν ο αφηγητής επιμηκύνει/παρατείνει τον χρόνο (διαστολή του χρόνου) και παρουσιάζει αναλυτικά γεγονότα που διαρκούν ελάχιστα (χ.αφ > χ.ιστ.). Με τον τρόπο αυτό, ο ρυθμός της αφήγησης επιβραδύνεται (επιβράδυνση της αφήγησης). Ο χρόνος της αφήγησης είναι ίσος με τον χρόνο της ιστορίας, οπότε έχουμε τη λεγόμενη «σκηνή», που συχνά είναι διαλογική (χ.αφ = χ.ιστ.).
z Ο χρόνος της αφήγησης και ο χρόνος της ιστορίας με κριτήριο τη συχνότητα:
Μοναδική αφήγηση είναι η αφήγηση που έγινε μια φορά. Υπάρχει, όμως, περίπτωση ένα γεγονός που συνέβη μια φορά να παρουσιάζεται στην αφήγηση περισσότερες από μια φορές, οπότε έχουμε επαναληπτική αφήγηση. Βέβαια, δεν πρόκειται για πανομοιότυπη επανάληψη, αλλά για συμπληρωματική αφήγηση πολλών προσώπων για το ίδιο γεγονός, για αντιφατικές αφηγήσεις ενός ή περισσοτέρων προσώπων ή για επανάληψη με διαφορετικό ύφος, τρόπο, προοπτική.
Να αντιστοιχίσετε τα στοιχεία της στήλης Α με εκείνα της στήλης Β, ώστε να χαρακτηριστεί κάθε φορά η σειρά, η διάρκεια και η συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται τα γεγονότα της ιστορίας (ένα στοιχείο της στήλης Β δεν θα χρειαστεί).
Α Β
1. Ο νεαρός δίστασε πριν κτυπήσει την πόρτα του κ. διευθυντή.
Καταλάβαινε ότι έπρεπε να ξεπεράσει επιτέλους τη συστολή
του. Για ένα δευτερόλεπτο φαντάστηκε μία συ νέχεια που τον
ανακούφιζε: κανείς δεν ήταν στο γραφείο. Όμως όχι, έπρεπε να
τολμή σει, η φυγή θα σήμαινε αδυναμία να χειριστεί το πρόβλημά
του. Μετά από το τρίτο κτύπημα, άνοιξε διστακτικά και τον είδε
σκυμμένο στο γραφείο του πάνω σ’ ένα βουνό από έγγραφα.
α) Πρόδρομη αφήγηση
β) Αναδρομική αφήγηση
γ) Επανάληψη γεγονότος
δ) Επιβράδυνση της αφήγησης
ε) Επιτάχυνση της αφήγησης
στ) Σκηνή
2. Προχώρησε αργά και στάθηκε μπροστά του. Ξερόβηξε. -Κύριε
διευθυντά, ήρθα για εκείνη την αύξηση ... είπε δειλά.
3. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι απορημένος και τότε θυμήθηκε.
Πριν από μερικές μέρες, κα τά τύχη, βρέθηκαν σε κάποιο φιλικό
σπίτι και αντάλλαξαν δυο κουβέντες. Από εκείνη τη συνάντηση
πήρε, φαίνεται, το θάρρος να του ζητά αύξηση. Ίσως και ο ίδιος
μέσα στην ευθυμία του να είχε δώσει κάποια υ πόσχεση... Πού να
θυμάται...
4. Αμίλητος ξαναβυθίστηκε στη μελέτη των εγγράφων μέχρι αργά
το μεσημέρι.
5. Βγαίνοντας από το γραφείο ο νεαρός ορκί στηκε να μην
ξαναπεράσει ποτέ το κατώφλι. Πού να φανταζόταν ότι σε μια
εβδομάδα θα εισέβαλε θριαμβευτικά ανεμίζοντας στο χέρι την
παραίτησή του: είχε προσληφθεί σε μία επίζηλη θέση με σχεδόν
διπλάσιο μισθό!
Να βρείτε σε ποια από τα ακόλουθα αποσπάσματα ο χρόνος των γεγονότων έχει μεγαλύτερη διάρκεια από τον χρόνο της αφήγησης και σε ποια ο χρόνος των γεγονότων έχει μικρότερη διάρκεια από τον χρόνο της αφήγησης. Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.
Α. Η γη της Ιωνίας, με την νοτιοανατολική Ασιατική ενδοχώρα της και με τα Αιγαιακά
της παράλια, στάθηκε πάντοτε το πεδίο μιας αφομοιωτικής ενέρ γειας, το εργαστήριο
πυρήνων τέχνης που αποτελέσανε πάντοτε μερικά από πιο μεγάλα μυστικά της
επιτυχίας του ελληνισμού.
[Ο. Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, εκδ. Αστερίας, Αθήνα 1974, σ. 436]
Β. Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα, / κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και
μήνες οργισμένοι / κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν [...]
[Του νεκρού αδελφού, δημοτικό τραγούδι (παραλογή)]
Γ. Αλλά τη στιγμή που η γουλιά, ανακατεμένη με τα ψίχουλα του γλυκού, άγγιξε
τον ουρανίσκο μου, σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό που συνέβαινε μέσα
μου. Μια γλυκιά απόλαυση με είχε κυριεύσει, απομονωμένη, χωρίς να ξέρω την αιτία
της. Μου είχε ξαφνικά κάνει τις περιπέτειες της ζωής αδιάφο ρες, ακίνδυνες τις
καταστροφές της, ανύπαρκτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο που επενεργεί ο
έρωτας, πλημμυρίζοντας με μια πολύτιμη ουσία: ή μάλλον η ουσία αυτή δεν ήταν
μέσα μου, ήμουν εγώ.
[Μ. Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο. Στο βιβλίο: Έκφραση-Έκθεση, Α’ τεύχος, εκδ. Ο.Ε.Δ.Β., σσ. 292-293]
Δ. Κυριακή 30 Μάρτη 1941
Χτες το μεσημέρι στου «Αβέρωφ» με τον Ξεφλούδα. Λυτός ο ειρηνικός άνθρωπος,
αυτός ο συγγραφέας των αποχρώσεων έγινε ξαφνικά στις 28 του Οχτώβρη πολεμιστής.
Ήταν στην πρώτη γραμμή έφεδρος αξιωματικός έως τώρα τελευταία που αρρώστησε.
Μιλάει μ’ έναν ενθουσιασμό που μόλις συγκρατεί, για τους στρατιώτες του, για την
απόλυτη επικοινωνία ανάμεσα στους αξιωμα τικούς της γραμμής της φωτιάς και τους
φαντάρους. -Πείνασα, κρύωσα, ψείριασα μαζί τους, λέει, και το καταλάβαιναν πως
ήμουν σαν κι αυτούς, το ίδιο μ’ αυτούς.
[Γ. Σεφέρης, Μέρες Δ’, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1986, σ. 47]
Να διαβάσετε τις παρακάτω αφηγήσεις και να διακρίνετε ποια είναι μοναδική και ποια
επαναληπτική αφήγηση. Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.
Όταν ξεκαβαλίκεψε σβέλτος, με τις ψηλές του μπότες, με την πέτσινη κιλότα του, με
το χαρούμενο ύφος που ποτέ δεν του απόλειπε, όλοι όσοι τον περίμεναν στη με γάλη
πόρτα του υποστατικού κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι.
[Ηλ. Βενέζης, Αιολική Γη]
Ο ψηλός κατεβαίνει, κατσούφης. Φτυάρι δεν έπιασε, από προσταγές άλλο τίπο τα. Δεν
ξέρω πώς, τα ’βαλε μ’ έναν αρρωστιάρη, έναν φουκαρά. Μπο ρεί να πέταξε σιμά του
καμιά φτυαριά χαλίκι και να τον πιτσίλισε λάσπες, μπορεί και να μην τον γούσταρε
η φάτσα του. [...]
Γι’ αυτό μου παραξενοφάνηκε σαν τον είδα να ’ρχεται στην αγγαρεία, τότε που
σκιζόμασταν για την επιθεώρηση του στρατηγού. Ποιος τόνε ξέρει! Θα ’χε κοιμηθεί
στραβά τη νύχτα, κι έφεξε για μένα. Αντίς ν’ απλώσει χέρι στα φτυάρια μας αρχινά
στο βλαστημίδι, σα να μην ήτανε φα ντάρος κι αυτός. Καλά να πιάνεται με τους
αξιωματικούς, έβγαζε το άχτι ολωνών κι έκανε και φιγούρα. Μα να τα βάζει μαζί μας,
τι κέρδιζε; Στο τέλος πια δε βάστηξα.
«Γλιστρίδα», του λέω, «έφαγες πρωί πρωί;» και γελάω, μην του κακοφανεί.
Μονομιάς σταμάτησε, γύρισε πάνω μου, σκοτεινός. [...] Ξαφ νικά, μου κάνει:
«Παράτα το φτυάρι, και τράβα φέρε δωνά κείνην την κοτρόνα που ’ναι σιμά στ’
αμάξι».
[Ν. Κάσδαγλης, Κεκαρμένοι]