Σε μια εποχή που η βιωσιμότητα, η αστική αναγέννηση και ο σεβασμός στο περιβάλλον αποτελούν κεντρικούς άξονες του αστικού σχεδιασμού σε όλο τον κόσμο, πολλές πόλεις – ακόμα και μητροπόλεις με εκατομμύρια κατοίκους – επανασχεδιάζουν τον εαυτό τους. Δημιουργούν πράσινους χώρους, επενδύουν σε ήπιες μορφές μετακίνησης, αναδεικνύουν τοπικές πολιτισμικές ταυτότητες και προωθούν την ποιότητα ζωής για όλους. Στην Ελλάδα όμως, υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις όπου ο αστικός σχεδιασμός μοιάζει να λειτουργεί με λογικές του παρελθόντος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Δήμος Καστοριάς.
Η Καστοριά, μια πόλη με φυσική ομορφιά και σπουδαία ιστορία, αντί να αξιοποιήσει τις δυνατότητές της, φαίνεται πως ακολουθεί έναν δρόμο άναρχης και άστοχης τσιμεντοποίησης. Κάθε έργο που υλοποιείται, αντί να σέβεται τον άνθρωπο, το τοπίο και το μέλλον, εξυπηρετεί μια παρωχημένη ανάγκη «να φαίνεται κάτι έτοιμο» και να καλύπτονται επιφανειακές ανάγκες. Οι χώροι που δημιουργούνται είναι απρόσωποι, χωρίς χαρακτήρα, χωρίς πράσινο, χωρίς φαντασία – και κυρίως, χωρίς πραγματική φροντίδα για τον πολίτη και το παιδί.
Και κάπου εδώ μπαίνει και η ελληνική νοοτροπία, που ενισχύει αυτόν τον κύκλο: ο σύγχρονος Έλληνας εγκατέλειψε το παλιό, ζωντανό καφενείο της γειτονιάς και «εγκαταστάθηκε» για δύο και τρεις ώρες σε μια καφετέρια. Εκεί, πολλές φορές, σύρει μαζί και τα παιδιά του – όχι για να περάσουν δημιουργικό χρόνο μαζί, αλλά για να παίζουν γύρω του ενώ αυτός πίνει τον καφέ του. Οι δημόσιοι χώροι σχεδιάζονται για να εξυπηρετούν αυτήν ακριβώς τη συνήθεια: ένα ακόμα «πεζοδρόμιο-τραπέζι», μια ακόμη «πλατεία-καφετέρια», χωρίς παιδικές χαρές, χωρίς πράσινο, χωρίς καν έμπνευση.
Αντί οι γονείς να αναζητούν χώρους δημιουργίας, περιπάτου, αλληλεπίδρασης με τη φύση και την ιστορία – στοιχεία που η Καστοριά θα μπορούσε να προσφέρει απλόχερα – συμβιβάζονται με ένα φλυτζάνι καφέ και μια ψηφιακή babysitter. Κι έτσι, η πόλη χτίζεται γύρω από τον «καφέ» και όχι γύρω από τον άνθρωπο.
Το αποτέλεσμα είναι μια πόλη που δεν εξελίσσεται. Αντιθέτως, παγιώνεται σε έναν τρόπο ζωής που ανακυκλώνει τις ίδιες παθογένειες: έλλειψη οράματος, απουσία ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών, έργα χωρίς πνοή και στρατηγική.
Ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε: ποια Καστοριά θέλουμε; Μια πόλη-πρότυπο βιωσιμότητας, ζωντάνιας και πολιτισμού ή μια ακόμα τσιμεντένια επαρχιακή πόλη που πνίγει τη φυσική της κληρονομιά για να χωρέσει λίγα τραπεζάκια ακόμη;
Η αλλαγή δεν είναι πολυτέλεια – είναι ανάγκη. Και πάνω απ’ όλα, είναι ευθύνη.Αλλαγή χρειάζεται – και κυρίως, τόλμη για να ξεπεράσουμε παθογένειες δεκαετιών. Γιατί η Καστοριά αξίζει καλύτερα. Οι πολίτες της αξίζουν καλύτερα.
Μα η αλλαγή δεν έρχεται μόνο από τους θεσμούς. Πρέπει να ξεκινήσει και από τη βάση: από την ίδια την κοινωνία. Διότι, όσο και αν φταίει ο σχεδιασμός, φταίει και η νοοτροπία. Ο σύγχρονος Έλληνας εγκατέλειψε το παραδοσιακό καφενείο της παρέας και του διαλόγου και βυθίστηκε στην καφετέρια των δύο ωρών, των selfies και του ατέλειωτου scrolling. Τα παιδιά του, αντί να παίζουν στη φύση, να δημιουργούν ή να αλληλεπιδρούν με άλλους, βρίσκονται παρατημένα σε τραπεζάκια καφέ, μπροστά από μια οθόνη, σε έναν δημόσιο χώρο που δεν σχεδιάστηκε ποτέ για εκείνα.
Η καθημερινότητα έχει χάσει την ουσία της. Ο γονιός δεν συνδέεται πια ουσιαστικά με το παιδί, αλλά το παίρνει «μαζί» για να το έχει κοντά του, χωρίς να του προσφέρει εμπειρίες, κίνηση, εξερεύνηση. Αυτός ο τρόπος ζωής όχι μόνο υπονομεύει το μέλλον των παιδιών, αλλά και τον ίδιο τον σκοπό της δημόσιας ζωής: τη συνύπαρξη, την εξέλιξη, την κοινή πρόοδο.
Αν δεν αναζητήσουμε συλλογικά δημόσιους χώρους που να προάγουν την ανθρώπινη σύνδεση, την παιδική δημιουργία και τη φυσική επαφή με τον τόπο μας, τότε κάθε σχέδιο – ακόμα και το καλύτερο – θα αποτύχει. Γιατί τελικά, ο χώρος αντανακλά αυτό που είμαστε.
Η Καστοριά δεν είναι μια τυχαία πόλη. Είναι ένα κόσμημα που ζητάει φροντίδα, όραμα και υπεύθυνη αγάπη. Ας μην την αφήσουμε να μετατραπεί σε έναν ακόμα τσιμεντένιο καμβά για φωτογραφίες με φόντο τίποτα.
Ήρθε η ώρα να ξαναδούμε τι πραγματικά σημαίνει να ζεις σε μια πόλη. Να δώσουμε χώρο στη ζωή και όχι στο τσιμέντο. Να επανασχεδιάσουμε με βάση το μέλλον, όχι το παρελθόν.
ΖΗΣΗΣ ΝΙΤΣΑΣ
