Η θαλάσσια ρύπανση είναι μια από τις βασικότερες απειλές για τους θαλάσσιους οργανισμούς.
Στη Μεσόγειο ζουν κατά μέσο όρο 450 εκατ. άνθρωποι, ενώ υπολογίζεται ότι μέχρι το 2025 ο αριθμός αυτός θα έχει φτάσει τα 520 εκατ., εκ των οποίων τα 150 θα είναι συγκεντρωμένα σε παράκτιες περιοχές ή κοντά σε αυτές. Επιπλέον, η Μεσόγειος είναι ένας δημοφιλής τουριστικός προορισμός, που κάθε χρόνο προσελκύει περίπου 200 εκατ. επισκέπτες. Ωστόσο, εκτός από αυτή τη μαζική εισροή επισκεπτών, η Μεσόγειος και οι ακτές της φιλοξενούν και μοναδικά οικοσυστήματα φυτών και ζώων, με τη ρύπανση να αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες απειλές.
Η Μεσόγειος είναι σύμφωνα με έρευνες, μια από τις πιο ρυπασμένες θάλασσες στην Ευρώπη[1]. Χιλιάδες τόνοι απορριμμάτων καταλήγουν κάθε χρόνο στη θάλασσα της Μεσογείου, τραυματίζοντας ή ακόμα και θανατώνοντας εμβληματικά θαλάσσια είδη, κάποια εκ των οποίων είναι προστατευόμενα και απειλούμενα, όπως θαλάσσιες χελώνες, κητώδη κ.ά., ενώ παράλληλα υποβαθμίζουν σημαντικά τα θαλάσσια και παράκτια οικοσυστήματα.
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία Πλαίσιο για τη Θαλάσσια Στρατηγική[2] κατατάσσει τα απορρίμματα μεταξύ των βασικών πιέσεων που υφίστανται τα θαλάσσια οικοσυστήματα και οι οποίες θα πρέπει να περιοριστούν, προκειμένου να επιτευχθεί η Καλή Περιβαλλοντική Κατάσταση των Οικοσυστημάτων (Δείκτης 10)[3]. Η Καλή Περιβαλλοντική Κατάσταση αναφέρεται σε «οικολογικά ποικίλους και δυναμικούς ωκεανούς και θάλασσες που είναι καθαρές, υγιείς και παραγωγικές. Στόχος είναι να διασφαλιστεί η διαφύλαξη του θαλάσσιου περιβάλλοντος για τις σημερινές και τις μελλοντικές γενιές».
Επίσης η Σύμβαση της Βαρκελώνης για την Προστασία της Μεσογείου Θάλασσας από τη Ρύπανση, που έχει υπογραφεί από 22 Μεσογειακές χώρες, περιλαμβάνει μεταξύ των κύριων στόχων της «την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των παράκτιων περιοχών, μέσω δράσεων, με στόχο την πρόληψη και μείωση της ρύπανσης και όσο είναι δυνατό, την εξάλειψη της, είτε αυτό οφείλεται σε δραστηριότητες στην ξηρά ή στη θάλασσα, καθώς και τη διαφύλαξη της βιοποικιλότητας»[4].
Μια από τις κυριότερες αιτίες ρύπανσης είναι τα ανεπαρκώς επεξεργασμένα αστικά λύματα, τα οποία μέσα από αγωγούς μεταφοράς αποβλήτων, ρεμάτων, ποταμών και άλλων διόδων καταλήγουν στη θάλασσα.
Επιπρόσθετα η Μεσόγειος θάλασσα αποτελεί κόμβο διεθνών θαλάσσιων μεταφορών, συγκεντρώνοντας το 20% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου και το 10% των φορτηγών πλοίων για τη μεταφορά εμπορευμάτων[5]. Έτσι, ο κίνδυνος ατυχήματος, αλλά και οι συνήθεις απορρίψεις αποβλήτων από τα πλοία, αποτελούν μόνιμους επιβαρυντικούς παράγοντες.
Παρόλα αυτά, ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι το πρόβλημα της θαλάσσιας ρύπανσης βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου και συγκεντρώνει το ενδιαφέρον ερευνητών, θεσμικών παραγόντων, μη κυβερνητικών οργανώσεων (Μ.Κ.Ο) και κυρίως των πολιτών. Υπερεθνικά όργανα όπως η Ε.Ε και τα Ηνωμένα Έθνη έχουν σκύψει πάνω στο τεράστιο αυτό πρόβλημα.
Σύμφωνα με το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP), «Ως θαλάσσια απορρίμματα χαρακτηρίζουμε οποιαδήποτε κατασκευασμένα ή επεξεργασμένα στερεά υλικά που έχουν απορριφθεί, αποτεθεί ή εγκαταλειφθεί στο θαλάσσιο και το παράκτιο περιβάλλον. Τα θαλάσσια απορρίμματα αποτελούνται από αντικείμενα, που έχουν παρασκευαστεί ή χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο και έχουν εγκαταλειφθεί εκ προθέσεως στη θάλασσα, σε ποταμούς ή σε παραλίες· που έχουν μεταφερθεί έμμεσα στη θάλασσα μέσω ποταμών, αποχετευτικών δικτύων, όμβριων υδάτων ή ανέμων· που έχουν ατυχώς χαθεί, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν χαθεί στη θάλασσα επί κακών καιρικών συνθηκών (αλιευτικά εργαλεία, εμπόρευμα)· ή που έχουν αφεθεί εκ προθέσεως από ανθρώπους σε παραλίες και ακτές»[6].
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διεύρυνε τον παραπάνω ορισμό, προσθέτοντας στην κατηγορία των θαλάσσιων απορριμμάτων και τα «ημι-στερεά υπολείμματα, λ.χ., από ορυκτά και φυτικά έλαια, παραφίνες και χημικά, τα οποία ενίοτε μολύνουν τη θάλασσα και τις ακτεσ
και ενα βιντεο