Η Μόνα Λίζα (γνωστή και ως Τζιοκόντα, ή Πορτραίτο της Λίζα Γκεραρντίνι, συζύγου του Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο) είναι προσωπογραφία που ζωγράφισε ο Ιταλός καλλιτέχνης Λεονάρντο ντα Βίντσι. Πρόκειται για ελαιογραφία σε ξύλο λεύκης, που ολοκληρώθηκε μέσα στη χρονική περίοδο 1503-1519. Αποτελεί ιδιοκτησία του Γαλλικού Κράτους, και εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι. Ο πίνακας απεικονίζει μία καθιστή γυναίκα, τη Λίζα ντελ Τζοκόντο, η έκφραση του προσώπου της οποίας χαρακτηρίζεται συχνά ως αινιγματική. Η Μόνα Λίζα θεωρείται το πιο διάσημο έργο ζωγραφικής.
Ο Λεονάρντο ξεκίνησε να ζωγραφίζει τη Μόνα Λίζα το έτος 1503 ή το 1504 στη Φλωρεντία της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον σύγχρονο του Λεονάρντο, Τζόρτζιο Βαζάρι, "...αφότου ασχολήθηκε επί τέσσερα χρόνια με το έργο, το άφησε ημιτελές..."Αυτή ήταν μια συνήθης συμπεριφορά του Λεονάρντο ο οποίος, αργότερα, μετάνιωσε που "δεν ολοκλήρωσε ποτέ ούτε ένα έργο". Θεωρείται πως συνέχισε να ασχολείται με τη Μόνα Λίζα για τρία χρόνια αφότου εγκαταστάθηκε στη Γαλλία και πως την τελείωσε λίγο πριν πεθάνει το 1519. Ο καλλιτέχνης μετέφερε τον πίνακα από την Ιταλία στη Γαλλία το 1516 όταν ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α΄ τον προσκάλεσε να εργαστεί στο Clos Lucé κοντά στο βασιλικό κάστρο στην Αμπουάζ. Πιθανότατα μέσω των κληρονόμων του βοηθού του Λεονάρντο ντα Βίντσι, Σαλάι, ο βασιλιάς αγόρασε τον πίνακα για 4.000 écu και τον τοποθέτησε στο παλάτι της Fontainebleau, όπου παρέμεινε έως ότου δόθηκε στον Λουδοβίκο ΙΔ΄. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ μετέφερε το έργο στο Παλάτι των Βερσαλλιών. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, μεταφέρθηκε στο Μουσείο του Λούβρου. Ο Ναπολέοντας τοποθέτησε το έργο στο δωμάτιό του, στο Παλάτι του Κεραμεικού. Αργότερα ο πίνακας επεστράφη στο Μουσείο του Λούβρου. Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού Πολέμου (1870-1871) μεταφέρθηκε από το Λούβρο στο Brest Arsenal.
Η φήμη του πίνακα αυξήθηκε όταν η Μόνα Λίζα κλάπηκε στις 21 Αυγούστου του 1911. Την επόμενη μέρα, ο Λουί Μπερού (Louis Béroud), ένας ζωγράφος, περπατώντας στο Λούβρο, πήγε στο Salon Carré όπου εκτίθονταν η Μόνα Λίζα επί πέντε χρόνια. Ωστόσο στο σημείο όπου έπρεπε να βρίσκεται ο πίνακας, υπήρχαν τέσσερις σιδερένιοι πάσσαλοι. Ο Μπερού ενημέρωσε τον υπεύθυνο της ασφάλειας εκείνου του τομέα, οι οποίος νόμιζε πως ο πίνακας φωτογραφιζόταν για εμπορικούς λόγους. Λίγες ώρες αργότερα, ο Μπερού μαζί με τον επικεφαλής της ασφάλειας του τομέα επικοινώνησαν με τον επικεφαλής του τομέα, και επιβεβαιώθηκε πως η Μόνα Λίζα δεν βρισκόταν με τους φωτογράφους. Το Λούβρο έκλεισε για μια εβδομάδα για να διευκολυνθεί η έρευνα για την κλοπή.
Ο Γάλλος ποιητής Γκιγιώμ Απολλιναίρ, θεωρήθηκε ύποπτος, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Ο Απολλιναίρ προσπάθησε να εμπλέξει στην υπόθεση τον φίλο του, Πάμπλο Πικάσο, ο οποίος επίσης ανακρίθηκε, αλλά αργότερα και οι δύο απαλλάχθηκαν των κατηγοριών. Εκείνη τη χρονική περίοδο επικράτησε η εντύπωση πως ο πίνακας είχε χαθεί οριστικά, ωστόσο δύο χρόνια αργότερα ανακαλύφθηκε ο πραγματικός δράστης. Η Μόνα Λίζα είχε κλαπεί από τον Βιντσέντσο Περούτζια (Vincenzo Peruggia), υπάλληλο του Λούβρου, ο οποίος μπήκε στο μουσείο κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ημέρας, κρύφτηκε σε μία ντουλάπα και βγήκε από το μουσείο αφού αυτό είχε κλείσει, κρύβοντας τον πίνακα κάτω από το παλτό του. Ο Περούτζια ήταν ένας Ιταλός πατριώτης που πίστευε πως ο πίνακας του Λεονάρντο έπρεπε να επιστραφεί στην Ιταλία και να εκτίθεται σε ιταλικό μουσείο. Ένα από τα κίνητρα του Περούτζια πιθανόν να ήταν και το γεγονός ότι ένας φίλος του πουλούσε αντίγραφα του πίνακα, η αξία των οποίων θα αυξανόταν ραγδαία μετά την κλοπή του αυθεντικού. Αφού κράτησε τον πίνακα στο διαμέρισμά του για δύο χρόνια, τελικά συνελήφθη όταν προσπάθησε να τον πουλήσει στους διοικητές της πινακοθήκης Ουφίτσι στη Φλωρεντία. Ο πίνακας εκτέθηκε σε διάφορα μέρη σε όλη την Ιταλία και επεστράφη στο Μουσείο του Λούβρου το 1913. Ο Περούτζια επικροτήθηκε στην Ιταλία για τον πατριωτισμό του και εξέτισε ποινή φυλάκισης έξι μηνών για το έγκλημα που διέπραξε.