Μία φορά και έναν καιρό σε ένα δάσος ήταν μία οικογένεια από λύκους και κάπου εκεί κοντά ζούσε μόνο του ένα μοχθηρό κοριτσάκι που το ονόμαζαν Κοκκινοσκουφίτσα επειδή είχε μία κόκκινη κάπα. Μία μέρα ο παππούς λύκος αρρώστησε κι ο εγγονός του έπρεπε να του πάει τα φάρμακα πριν φύγει. Όμως η μητέρα του μικρού λύκου τον συμβούλεψε να μιλάει με όλους συνέχεια για να τον συμπαθούν, να μην τον φοβούνται, όμως αυτό δεν τους βγήκε τόσο σε καλό γιατί όταν περπατούσε βρήκε την Κοκκινοσκουφίτσα που μερικοί για παρατσούκλι την έλεγαν και Κακοκκινοσκουφίτσα. Η Κακόκινοσκουφίτσα τον ρώτησε «ποιος είσαι εσύ; Δεν πιστεύω να με φας;». Εκείνος της απάντησε:
- Όχι βέβαια, απλά πήγαινα μερικά φάρμακα και λίγη από τη χορτόπιτα της μαμάς μου στον παππού μου το λύκο. Θες να έρθεις και εσύ μαζί μου;
- Με λύκο που τρώει χόρτα δε πάω πουθενά, απάντησε εκείνη. Αλλά μετά από αυτό ρώτησε:
- Δεν θα μου πεις πού είναι το σπίτι του παππού σου;
- Δεν σου λέω. Είπε το λυκάκι.
-Καλά, καλά όμως εγώ θα το βρω. Αποκρίθηκε η Κακοκκινοσκουφίτσα.
Τελικά δεν το βρήκε και έτσι ακολούθησε το λυκάκι. Όταν το ξανασυνάντησε στο άλλο μονοπάτι πίσω από τα ψηλά δέντρα, το ακολούθησε και το έκανε να μαρτυρήσει πού είναι το σπίτι του παππού του. Πήρε κι έβαλε τα ρούχα του μικρού αφού τον έδεσε σε ένα δέντρο και βάφτηκε με μία μπογιά που είχε μαζί της. Φόρεσε μια μάσκα λύκου που είχε αγοράσει από ένα μαγαζί με αποκριάτικα πέρσι το χειμώνα και τράβηξε το δρόμο. Φαινόταν σχεδόν σαν λύκος.
Όταν έφτασε στο σπίτι ρώτησε άμα είναι ανοιχτά αλλά τελικά ήταν κλειδωμένα. Ο παππούς δεν πήρε τα χάπια του και δεν ήταν πολύ καλά. Αργότερα η κοκκινοσκουφίτσα προσπάθησε με διαβολικούς τρόπους να μπει από την καμινάδα. Όταν κατάφερε να μπει τη ρώτησε ο παππούς:
-Γιατί παιδί μου έχεις κοντύνει τόσο;
-Γιατί δεν έτρωγα το φαγητό μου παππού, είπε η κοκκινοσκουφίτσα.
-Γιατί παιδί μου δεν έρχεσαι πιο κοντά μου για να σε βλέπω καλύτερα; Του είπε ότι είναι λίγο κρυωμένη και φοβάται μήπως έχει κορωνοϊό, αλλά ο αληθινός λόγος ήταν γιατί μπορεί να την αναγνώριζε από κοντά από τη μυρωδιά του είναι που δε θα είναι ίδια με του εγγονού του. Κάποια στιγμή εκεί που περίμενε ο παππούς σηκώθηκε και δεν τον είδε, την μύρισε και πήρε την δασονομία. Ήρθε η δασονομία τότε στο σπίτι πήρε την Κοκκινοσκουφίτσα την φυλακή. Μετά από ένα χρόνο απέδρασε και κανείς δεν την έχει ξαναδεί από τότε. Τελικά το μικρό λυκάκι πήγε στον παππού του κι ο παππούς έγινε καλά και πήγε να ζήσει με την υπόλοιπη οικογένεια για να μην τους συμβεί κανένα κακό ξανά. Από τότε έβαλαν security στο σπίτι τους όλοι οι λύκοι. 🐺