(Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε με αφορμή μια συζήτηση στην τάξη για το μάθημα της ΚΠΑ)
Η Θεσσαλονίκη στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν μια πόλη πολυεθνοτική και πολυπολιτισμική. Πριν την προσάρτησή της στην Ελλάδα το 1912, η πόλη αποτελούσε σημαντικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου συνυπήρχαν διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες. Με βάση απογραφές εκείνης της περιόδου, η Θεσσαλονίκη είχε μια σύνθεση που περιλάμβανε Έλληνες, Εβραίους, Οθωμανούς μουσουλμάνους, Βούλγαρους και άλλες εθνοτικές μειονότητες. Οι Εβραίοι αποτελούσαν μάλιστα την πολυπληθέστερη ομάδα, λόγω του μεγάλου αριθμού των Σεφαραδιτών που κατέφυγαν στην πόλη μετά την απέλασή τους από την Ισπανία το 1492.
Αυτή η σύνθεση άρχισε να μεταβάλλεται δραστικά κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) και των Παγκοσμίων Πολέμων, με αποκορύφωμα τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Η επακόλουθη ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία το 1923 οδήγησε σε ριζικές αλλαγές στη σύνθεση της πόλης, καθώς πάνω από 1,5 εκατομμύριο Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη ήρθαν στην Ελλάδα, ενώ οι μουσουλμανικές κοινότητες της Μακεδονίας μετακινήθηκαν στην Τουρκία.
Η Υποδοχή των Προσφύγων στη Θεσσαλονίκη
Η έλευση των προσφύγων έφερε την πόλη αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις, καθώς οι υποδομές της Θεσσαλονίκης δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες των νέων κατοίκων. Οι πρόσφυγες κατέφθασαν σε άθλιες συνθήκες, έχοντας χάσει τις περιουσίες τους, και ήταν επιβαρυμένοι από τις κακουχίες των διώξεων που υπέστησαν από τις τουρκικές αρχές. Στα πρώτα χρόνια μετά την εγκατάστασή τους, ζούσαν σε πρόχειρους καταυλισμούς, όπως τα Καραμπουρνάκια, ο Βαρδάρης, η περιοχή Σέδες και ο Λευκός Πύργος, ενώ πολλοί βρήκαν στέγη σε εγκαταλειμμένα οθωμανικά κτίρια.
Η ανταπόκριση των ντόπιων Ελλήνων προς τους πρόσφυγες δεν ήταν πάντοτε θετική. Υπήρχε έντονη καχυποψία και συχνά μια αίσθηση αντιπάθειας, καθώς οι πρόσφυγες θεωρήθηκαν ξένο σώμα που "απειλούσε" την κοινωνική και οικονομική σταθερότητα των ντόπιων. Βασικό επιχείρημα ήταν ότι θα «έρθουν να μας πάρουν τις δουλειές» και «τους πληρώνουμε από δικά μας λεφτά». Σε ιστορικές πηγές, όπως στην εφημερίδα Εφημερίς των Βαλκανίων, καταγράφεται ότι οι πρόσφυγες αντιμετώπιζαν έντονη προκατάληψη, ακόμα και από τις τοπικές αρχές. Σχόλια και χαρακτηρισμοί όπως "τουρκόσποροι" και "παληοαούτηδες" ήταν συχνά, ενώ ακόμα και κρατικοί αξιωματούχοι τους αντιμετώπιζαν υποτιμητικά.
Σε μια ανταπόκριση της εποχής από την εφημερίδα «Εφημερίς των Βαλκανίων» αναφέρεται:
«Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιμοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να μη μένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι τέλος δεν θ’ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο… Μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’ εκάστην…. Εμάθομεν ακόμη ότι τα δήθεν Νοσοκομεία των προσφύγων είναι σε αθλία κατάστασιν, υπάρχουν μόνον δύο ιατροί, οι οποίοι μόλις προφταίνουν να πιστοποιούν τους θανάτους, Δεν θέλομεν να είπωμεν περισσότερα, νομίζομεν όμως ότι αν τους παραδίδομεν εις τον Μουσταφά Κεμάλ, θα τους μεταχειρίζετο ίσως καλύτερον…»
Οι Οικονομικοί Ανταγωνισμοί και η Διανομή των Πόρων
Ένας από τους κύριους παράγοντες της έντασης μεταξύ των ντόπιων και των προσφύγων ήταν ο οικονομικός ανταγωνισμός. Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους εργασιακές δεξιότητες, γνώσεις και εμπειρίες, που σύντομα αξιοποίησαν στην αγορά εργασίας της Θεσσαλονίκης. Όμως, αυτό δημιούργησε έναν κύκλο αντιπαλότητας. Πολλοί ντόπιοι φοβήθηκαν ότι οι πρόσφυγες θα μπορούσαν να αποσπάσουν μερίδια από τις τοπικές αγορές και τις θέσεις εργασίας, εντείνοντας την εχθρότητα.
Η πολιτική και κοινωνική κατάσταση της εποχής συνέβαλε επίσης στις εντάσεις. Η ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία είχε αφήσει τεράστιες εκτάσεις γης, τα λεγόμενα "ανταλλάξιμα κτήματα", που οι πρόσφυγες διεκδικούσαν βάσει νομοθεσίας. Σε χωριά της Μακεδονίας, όπως το Ροδολείβος Δράμας, όπου οι ντόπιοι καταγράφονται στην εφημερίδα Παμπροσφυγική να λένε ότι:
«(…) θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων, και ροπάλων». Αντίστοιχα περιστατικά καταγράφηκαν και σε περιοχές κοντά στη Θεσσαλονίκη.
Οι Επιπτώσεις στη Θεσσαλονίκη
Παρά τις αρχικές συγκρούσεις και τις δυσκολίες, η ενσωμάτωση των προσφύγων επηρέασε θετικά τη Θεσσαλονίκη μακροπρόθεσμα. Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους νέες ιδέες, πολιτισμικές πρακτικές, καθώς και εμπειρία από τις περιοχές της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Συμβολή είχαν σε τομείς όπως το εμπόριο, οι τέχνες και οι μικρές βιοτεχνίες, ανανεώνοντας το κοινωνικό και οικονομικό προφίλ της πόλης.
Παρότι οι πρώτες δεκαετίες συνοδεύτηκαν από προβλήματα αφομοίωσης, οι πρόσφυγες κατάφεραν σταδιακά να ενσωματωθούν και να αποτελέσουν έναν από τους θεμελιώδεις πληθυσμιακούς και πολιτισμικούς πυλώνες της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Η παράδοση που έφεραν μαζί τους, από τη μουσική και την κουζίνα μέχρι την εργασία και τη συλλογική συνείδηση, συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας πολυπολιτισμικής ταυτότητας που χαρακτηρίζει την πόλη έως σήμερα.
Ωστόσο η χώρα δεν τους υποδέχτηκε κάλά. Όπως θυμάται ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του:
“Έμενε ο κόσμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράγματα. Το τι τραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Ατιμαστήκανε. Γίνανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε.
Και κατόπιν εδώ που ήρθανε τα ίδια. Προσπαθήσανε, κάνανε χίλια δυό να βρίσκουνε το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε-έξη παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ο ένας από δω, άλλα ο άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου…
Και οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δυό. Φύγετε από δω ρε! Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήταν εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουνε. Απατεώνες”.
Συμπεράσματα
Η ιστορία των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη αποτελεί παράδειγμα για το πώς η εχθρότητα προς τους νέους πληθυσμούς μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική αποσύνθεση αλλά και για το πώς η ενσωμάτωσή τους μπορεί να φέρει νέα πνοή σε μια πόλη. Αν και οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν αρχικά με εχθρότητα και προκατάληψη, η ενσωμάτωσή τους στη μακεδονική κοινωνία απέδειξε ότι οι διαφορετικές πολιτισμικές και κοινωνικές ταυτότητες μπορούν να εμπλουτίσουν τον κοινωνικό ιστό.
Η Θεσσαλονίκη, μέσα από την πορεία της, αναδεικνύει τις προκλήσεις και τις δυνατότητες που προκύπτουν από τη συνύπαρξη διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων, γεγονός που την καθιστά σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία των προσφύγων στην Ελλάδα.