Παιχνίδια που παίζανε οι γονείς μας παλιά:
Αμπάριζα : Παραδοσιακό Παιχνίδι
Τα παιδιά που συμμετέχουν στο παιχνίδι, χωρίζονται σε δύο ισάριθμες ομάδες, ή “ισοδύναμες” αν είναι μονός ο αριθμός των παικτών.Tο παιχνίδι παίζεται τουλάχιστον με τέσσερις παίκτες (2+2), αλλά είναι διασκεδαστικότερο με μεγάλη παρέα.
Κάθε ομάδα ετοιμάζει την αμπάριζά της η οποία σχεδιάζεται με ένα κύκλο που έχει 3-4 μέτρα διάμετρο. Δίπλα σε αυτήν, με ένα μικρότερο τετράγωνο 2-3 μέτρων, σχεδιάζεται η φυλακή, δηλαδή ο χώρος όπου, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, όποτε πιαστούν, φυλακίζονται οι παίκτες της αντίπαλης ομάδας.
Οι δύο αμπάριζες απέχουν μεταξύ τους 20-40 μέτρα.
Oι ομάδες ρίχνουν ένα κέρμα για να δουν ποια από τις δύο θα ξεκινήσει πρώτη. Αυτή που προκύπτει, στέλνει έναν παίκτη της να βγει από τη θέση του. Αυτός, φωνάζοντας “παίρνω αμπάριζα και βγαίνω”, βγαίνει τρέχοντας προς το χώρο ανάμεσα στις 2 αμπάριζες. Κάποιος παίκτης της αντίπαλης ομάδας βγαίνει και αυτός και τρέχει να τον πιάσει για να τον φυλακίσει. Ο πρώτος υποχωρεί, επειδή φοβάται μήπως σκλαβωθεί αν πιαστεί από τον παίκτη που έφυγε μετά από αυτόν. Τότε, ένας ακόμη παίκτης της πρώτης ομάδας βγαίνει να καλύψει τον συμπαίκτη του, προσπαθώντας παράλληλα να φοβίσει αυτός τον αντίπαλο ή, ακόμη καλύτερα, να τον πιάσει πρώτος. Έτσι, ο ένας μετά τον άλλον, βγαίνουν από την αμπάριζά τους και προσπαθούν να πιάσουν όσους έχουν απομείνει, ενώ κάποιοι ξαναγυρίζουν για να πάρουν δυο ανάσες και να σκεφτούν την επόμενη στρατηγική τους.
Όποιος πιαστεί σκλαβώνεται και πηγαίνει στην αντίπαλη φυλακή, δηλαδή στον αντίστοιχο χώρο που έχει φτιαχτεί για τους σκλάβους. Εκεί περιμένει κάποιον από την ομάδα του, να τον ξεσκλαβώσει. Για να γίνει αυτό αρκεί να τον ακουμπήσει κάποιος συμπαίκτης του. Συνήθως η ομάδα που έχει μερικούς φυλακισμένους βάζει έναν από τους παίκτες της να τους προσέχει.
Tο παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να μείνει ένας παίκτης, σε κάποια από τις δύο ομάδες. Aν αυτός ο τελευταίος καταφέρει, χωρίς να τον ακουμπήσουν, να φτάσει στην αμπάριζα της αντίπαλης ομάδας, τότε ελευθερώνει και παίρνει πίσω όλη την ομάδα του και το παιχνίδι αρχίζει από την αρχή. Aν δεν τα καταφέρει, το παιχνίδι σταματάει με νικήτρια την ομάδα που φυλάκισε όλους τους αντίπαλους παίκτες της.
Αγαλματάκια
Τα παιδιά σκορπίζονται μέσα στον χώρο. Μόλις ξεκινήσει η μουσική χορεύουν ή κινούνται σύμφωνα με το μουσικό κομμάτι που ακούγεται. Όταν σταματάει η μουσική, σταματάει οποιαδήποτε κίνηση κάνοντας τα αγάλματα! Δεν πρέπει κανένας να κουνηθεί, κι αν συμβεί αυτό, βγαίνει από το παιχνίδι περιμένοντας τον επόμενο γύρο. Νικητής είναι αυτός που μένει τελευταίος.
Η μακριά γαϊδούρα είναι παιδικό παιχνίδι που παιζόταν από αγόρια με διάφορες παραλλαγές σε όλη την Ελλάδα, τα παλαιότερα κυρίως χρόνια.
Το παιχνίδι παιζόταν από δύο ομάδες. Τα μέλη της μίας σχημάτιζαν μια σειρά σκυμμένα, με το ένα να έχει γυρισμένη την πλάτη του στο άλλο. Τα παιδιά της άλλης ομάδας έπαιρναν φορά και πηδούσαν πάνω από τα παιδιά της πρώτης ώσπου να ανέβουν όλα στην πλάτη της “γαιδούρας”. Εάν τα κατάφερναν χωρίς να τους ρίξουν τα παιδιά της άλλης ομάδας κάτω, κέρδιζαν.
Κουτσό
Για να παίξεις “κουτσό” χρειάζεσαι μια πέτρα (μικρή συνήθως). Ρίχνεις την πέτρα μέσα σε ένα από τα τετραγωνάκια. Εάν η πέτρα πέσει σε τετραγωνάκι που δεν έχει άλλο δίπλα του, τότε πατάς επάνω του με το ένα σου πόδι. Εάν πέσει σε τετραγωνάκι που έχει κι άλλο από δίπλα του, τότε πατάς με το ένα πόδι στο ένα τετραγωνάκι και με το άλλο πόδι στο άλλο τετραγωνάκι. Το κουτσό μπορεί να παιχτεί με πολλούς παίκτες. Στο κουτσό χάνεις μόνο εάν κατά την επιστροφή σου από το τετραγωνάκι με την πέτρα, πατήσεις κάτω. Νικητής του παιχνιδιού είναι όποιος καταφέρει πρώτος να φτάσει στο “τέρμα”. Το έπαθλο, όπως συνηθιζόταν στην Στερεά Ελλάδα το 1918, είναι ο λίθος με τον οποίο έριχναν. Η παράδοση λέει πως με τους λίθους που μάζευε το κάθε παιδί, έφτιαχνε και ένα αντικείμενο. Τα αγόρια έφτιαχναν τον αιμοδυψή, στο οποίο ακόνιζαν τον λίθο σε σχήμα βέλους, όπου στην συνέχεια το δένανε με ξύλα για να μπορέσουν μετά να ρίχνουν με το τόξο τους σε πτηνά. Οι γυναίκες μάζευαν τους λίθους, με τους οποίους έφτιαχναν χειροποίητα κολιέ με σπάγκο και τους φόραγαν για πρώτη φορά την μέρα του γάμου τους. (Αν οι γυναίκες “έμεναν στο ράφι”, τότε το κολιέ το έπαιρνε συγγενικό πρόσωπο μετά τον θάνατό τους** ). Δεν υπάρχει ακριβή ονομασία για τα κολιέ, όμως συνήθιζαν να τα λένε “Λιθάντρεις”, “Ντοράν” και “Τελευταίος Ψίθυρος”**. Γνωρίζουμε πως η ονομασία “τελευταίος ψίθυρος” βγήκε έτσι, διότι το είχαν μαζί τους μέχρι να αφήσουν την τελευταία τους πνοή.
Κρυφτό
Το κρυφτό ή κρυφτούλι είναι παιδικό ομαδικό παιχνίδι, στο οποίο ο ένας παίκτης της ομάδας προσπαθεί να βρει τους υπόλοιπους οι οποίοι έχουν κρυφτεί.
Στο κρυφτό ένα παιδί μετράει με κλειστά τα μάτια και τα άλλα κρύβονται. Μόλις το παιδί τελειώσει το μέτρημα ανοίγει τα μάτια του και αρχίζει να ψάχνει πού έχουν κρυφτεί τα άλλα παιδιά. Ο αριθμός που θα του τύχει θα είναι και οι φορές που θα μετρήσει το παιδί έως το εκατό. Το παιδί που φυλάει πρέπει μόλις δει ένα από τα παιδιά που κρύβονται να τρέξει στο μέρος όπου μετρούσε και να πει μια συγκεκριμένη φράση πριν προλάβει να έρθει το παιδί που κρύβεται και πει αυτό την άλλη συγκεκριμένη φράση. Το παιδί το οποίο θα το βρει πρώτο το παιδί που φυλάει θα πάρει την θέση του στον επόμενο γύρο. Από αυτό όμως μπορεί να τον απαλλάξει το τελευταίο παιδί που έχει μείνει χωρίς να το φτύσουν λέγοντας και αυτό μια συγκεκριμένη φράση.(βλ.παρακάτω.)
Στο κρυφτό χρησιμοποιούνται και πολλές ειδικές φράσεις. Όταν το παιδί που φυλάει λέει “φτου και βγαίνω” σημαίνει ότι έχει τελειώσει το μέτρημα και αρχίζει την αναζήτηση. Η φράση “φτου για μένα” σημαίνει ότι εγώ έφτυσα τον εαυτό μου και δεν κινδυνεύω να μπω στη θέση αυτού που φυλάει στον επόμενο γύρο. Η φράση “φτου+το όνομα του παιδιού” σημαίνει ότι το παιδί αυτό βρέθηκε από το παιδί που φυλάει και ίσως κινδυνεύει να πάρει τη θέση του στον επόμενο γύρο. Τέλος η φράση “φτου ξελευθερία για όλους” σημαίνει ότι τα παιδιά που βρέθηκαν δεν μπορούν να φυλάξουν στον επόμενο γύρο και φυλάει πάλι ο ίδιος.
Στο κρυφτό επίσης υπάρχουν και μερικές λέξεις οι οποίες είναι σημαντικές για την ομαλή εξέλιξη του παιχνιδιού. Η λέξη “κολωνάκι” ή “περιπτεράκι” σημαίνει ότι το παιδί που φυλάει στέκεται συνέχεια μπροστά από το μέρος που φυλάει και δεν αφήνει στους άλλους περιθώριο να βγουν. Επίσης η λέξη “ψαράκι” σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να παίζει κανονικά αλλά δεν έχει το δικαίωμα να φυλάξει. Επίσης η φράση “τα κλούβιασε” σημαίνει ότι είδε ένα άτομο αλλά το πέρασε για κάποιο άλλο.Το παιχνίδι αυτό το έπαιζαν από παλιά και συνεχίζει να είναι το αγαπημένο παιχνίδι των περισσότερων παιδιών.
Επιστροφή στο σήμερα………
Καταρχάς, να πούμε ότι τα περισσότερα από τα παραπάνω παιχνίδια παίζονται μέχρι και σήμερα στις γειτονιές της πανέμορφης χώρας μας! Το ζήτημα όμως είναι ότι τα περισσότερα παιδιά στις μέρες μας έχουν ξεχάσει το τρόπο ζωής των μεγαλύτερων παιδιών και δίνουν παραπάνω σημασία στα ηλεκτρονικά παιχνίδια και σε άλλα πράγματα! Δε λέμε ότι όλο αυτό είναι κακό… διότι τα videogames όπως λέει και η κυρά Ρήνη βοηθάν στις γρήγορες κινήσεις των χεριών μας!
Views: 1442