Ο κορώνας δεν πάει σχολείο

Τρρρρρρ… τρρρρ…

τρρρρρρ…

Ακούω το ξυπνητήρι της μαμάς.

Ξαφνικά φασαρία

και φωνές!

Τρέχει η μαμά από εδώ,

τρέχει η SUPER MAMA από εκεί.

 

 

Ωχ! Και πάλι ωχ!

Σήμερα θα πάμε στο σχολειό.

 

Ας ξαπλώσω λίγο ακόμα... ΖΖΖΖ

Άννα... Αννούλα,
γρήγορα ετοιμάσου!

 

Θα αργήσουμε! Ώρα για σχολείο!

Ωχ! Και πάλι ωχ!

Δεν μου αρέσει το σχολείο!

Δεν μου αρέσει η τάξη μου!

Δεν μου αρέσει η δασκάλα μου!

 

 

Και αυτή η μάσκα που πρέπει να φοράμε!

Τι μπελάς!

Αννούλα μου σε 5 λεπτά να είσαι έτοιμη!

 

 

Ρούχα*

Δόντια*

Τσάντα*

και φύγαμε για σχολείο!

Πρέπει να σκεφτώ μία δικαιολογία.

Μα εμένα μου αρέσει στο σπίτι!

Έχω παιχνίδια, ξυλομπογιές και χοροπηδάω στο κρεβάτι μου.

 

 

Είμαι ελεύθερη!

Και αυτή η μάσκα που πρέπει να φοράμε!

Τι μπελάς!

Εδώ έχω όλα μου τα πράματα

και δεν μαλώνω με τους συμμαθητές

μου ποιος θα βγει πρώτος στο διάλειμμα.

Και αυτή η μάσκα που πρέπει να φοράμε!

Τι μπελάς!

Στο σπίτι έχω την ησυχία μου.

Δεν με μαλώνει η δασκάλα μου όταν γελάω με τα λάθη του Τάσου.

Βλέπεις, στο διαδικτυακό μάθημα δε φαίνονται όλες οι σκανταλιές μας…

Είμαστε τυχεροί!

Και πριν προλάβω να πω ότι πονάει η κοιλιά μου…

Τσουπ! Ήρθε η

 

 

Άννα αγάπη μου..

Γιατί δεν ετοιμάζεσαι;

Έχεις κάτι;

Εμμμ.. μαμά ήθελα να σου πω, πως πονάει η κοιλιά μου.

Καλύτερα να μείνω σπίτι.

Ξέρεις,

εμμ.. δεν θέλω να κολλήσω τους συμμαθητές μου.

 

 

Είναι και αυτός ο ΚΟΡΩΝΑΣ που κυκλοφορεί έξω!

Μήπως όμως δεν πονάει η κοιλιά σου;

Θέλεις να μου πεις τι σε απασχολεί;

Η μανούλα είναι εδώ για να σε ακούσει.

Μένουμε σπίτι,
μένουμε ασφαλείς δεν έλεγες εσύ;

 

 

Γιατί πρέπει να πάω στο σχολείο τώρα;

Έξω κυκλοφορεί ο ΚΟΡΩΝΑΣ!

Κορώνας; Α! Μάλιστα…

τώρα κατάλαβα.

 

 

Ας καθίσουμε να σου τα εξηγήσω όλα:

Κορωνοϊό ονομάσανε αυτή τη νέα ασθένεια.

Θέλει αρχηγός όλων να γίνει, μα τι αγένεια!

Πυρετός, βήχας και λερωμένα χέρια.

Έτσι πολεμά και εμείς κοιτάμε αστέρια!

Μα ο άνθρωπος και νου έχει και δύναμη παραπάνω όλων.

Και φόρεσε τη μάσκα του και έπλυνε τα χέρια όλων!

Αποστάσεις παρακαλώ , συνέχεια να λέμε.

Στο τέλος νικήσαμε τον Κορωνοϊό

και δεν τα ξαναλέμε!

Θα ακολουθήσω τις οδηγίες σου μαμά,
θα ακούω τη δασκάλα!

Μάσκα, αποστάσεις και χέρια καθαρά

στο σχολειό όλοι με χαρά!

Θα παίζουμε, θα μαθαίνουμε, θα τραγουδάμε δυνατά,

πως πλέον δεν φοβόμαστε!

.

Στο τέλος νικάνε πάντα τα παιδιά!

 

 

Μανούλα δεν πονάει άλλο η κοιλιά!

Είμαι έτοιμη,

δεν φοβάμαι πια!

Μου αρέσει που κουβεντιάζουμε,

να το κάνουμε συχνά.

Μα τώρα πρέπει να βιαστώ!

Επιτέλους! Ώρα για σχολειό.

 

 

Δραστηριότητα

Διάλεξε μία από τις φατσούλες και πες μας πως νιώθεις όταν ακούς τη λέξη κορωνοϊό και γιατί;

 

 

ΤΕΛΟΣΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Αλίκη Ουρομίδου

Εικονογράφηση : Ταξιάρχης-Μιχαήλ Χατζής

ευχαριστουμε την συγγραφεα Α.Ουρομιδου που εγραψε ενα παραμυθι για την κατασταση που περναμε ολοι μας!

Οι ψεύτες και το ψάρι

Ήταν μια φορά τρεις φίλοι. Οι δυο ήταν ψεύτες, ενώ ο τρίτος δεν ήξερε να λέει καθόλου ψέματα. Ξεκινήσανε να κάνουνε ένα μακρινό ταξίδι. Αφού περπατήσανε μια ολόκληρη μέρα, νύχτωσε κι ήτανε κουρασμένοι και πεινασμένοι. Όμως δεν είχανε λεφτά ούτε για να φάνε, ούτε για να πάνε σε κανένα χάνι για να κοιμηθούν.

Εκεί που καθότανε και σκεφτότανε τι θα κάνουνε, λέει ο ένας απ τους ψεύτες:

- Εγώ έχω μια ιδέα για να βρούμε κρασί!

- Κι εγώ, λέει ο δεύτερος, έχω μια ιδέα για να φάμε ψάρι.

Ξεκινάνε λοιπόν, και πάνε στο πρώτο χάνι που βρίσκουνε στον δρόμο τους. Μπαίνει λοιπόν μέσα ο πρώτος και λέει στον ξενοδόχο:

- Ετοίμασε μου ένα μεγάλο ψάρι, γιατί θα έρθουμε κάμποσοι για φαγητό.

Και όταν ο ταβερνιάρης άρχισε να το ετοιμάζει, εκείνος έκλεισε κι ένα δωμάτιο για να κοιμηθούν το βράδυ κι ανέβηκε πάνω.

Σ’ εκείνη την περιοχή υπήρχαν πολλά αμπέλια και πολλοί έβγαζαν κρασί.

Έτσι ο δεύτερος ψεύτης, έβαλε σε μια νταμιτζάνα δυο οκάδες νερό, κι άρχισε να γυρνά τα σπίτια και να ρωτά τους νοικοκυραίους:

- Πουλάτε κρασί;

- Ναι, του απαντά ένας νοικοκύρης.

- Βάλε μου τότε δυο οκάδες, είπε ο ψεύτης

Ο νοικοκύρης του βάζει δυο οκάδες κρασί, το οποίο ανακατεύτηκε με το νερό που είχε μέσα η νταμιτζάνα, και νέρωσε. Το δοκιμάζει λοιπόν ο ψεύτης και λέει:

- Τι άσχημο κρασί! Χάλασε και το δικό μου που είχα μέσα!

Και δίνει και στον νοικοκύρη να δοκιμάσει. Και πραγματικά κι εκείνος λέει ότι το κρασί δεν ήταν καλό. Κι έτσι χωρίς να πληρώσει φεύγει και πάει στο παρακάτω σπίτι. Χτυπά την πόρτα και ξανακάνει τα ίδια. Για να μην τα πολυλογώ, ακολούθησε την ίδια διαδικασία κάμποσες φορές, μέχρι που το κρασί μέσα στην νταμιτζάνα έγινε καλό. Παίρνει λοιπόν την γεμάτη νταμιτζάνα, και γυρνά στο πανδοχείο, που τον περιμένανε οι άλλοι δυο.

Ο ξενοδόχος στο μεταξύ είχε καλοψήσει το ψάρι, καθίσανε και φάγανε και ήπιανε, και τους περίσσεψε και ψάρι, που το τυλίξανε μέσα σε ένα χαρτί και το πήρανε μαζί τους για να το φάνε αργότερα. Ρωτάει τότε ο ένας:

- Ποιος θα φάει το υπόλοιπο ψάρι;

- Αυτός που θα δει το πιο περίεργο όνειρο, του απαντά ο πρώτος ψεύτης.

Με αυτά και με τα άλλα, νυστάξανε κι ανεβήκανε στο πάνω δωμάτιο και κοιμηθήκανε μια χαρά όλη τη νύχτα.

Όταν ξημέρωσε, λέει ο ξενοδόχος στον βοηθό του:

- Άντε πάνω να σε πληρώσουνε, γιατί σε λίγο θα φύγουνε.

Ανεβαίνει ο βοηθός πάνω, και τους δίνει τον λογαριασμό. Οι τρεις τους είχανε συνεννοηθεί από πριν, κι άρχισαν και καλά να μαλώνουν για το ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό.

- Εγώ θα τον πληρώσω, έλεγε ο πρώτος.

- Όχι εγώ, έλεγε ο δεύτερος.

- Ούτε να το σκέφτεστε! Εγώ θα πληρώσω, έλεγε ο τρίτος.

Σε μια στιγμή γυρνάει ο ένας και λέει:

- Το βρήκα! Θα δέσουμε τα μάτια του βοηθού του ξενοδόχου, κι όποιον από μας πιάσει, αυτός θα πληρώσει!

Έτσι του δέσανε τα μάτια, κι όπως καταλάβατε, βγήκαν σιγά σιγά απ’ το δωμάτιο, χαιρετήσανε και τον ξενοδόχο, και φύγανε σαν κύριοι!

Ανεβαίνει ο ξενοδόχος στο δωμάτιο για να δει τι κάνει ο βοηθός του, κι όταν καταλάβανε πως είχανε φύγει χωρίς να πληρώσουν, βάλανε τις φωνές, αλλά ήταν πια αργά. Οι τρεις φίλοι ήταν ήδη μακριά!

Όταν κόντευε να μεσημεριάσει, καθίσανε κάτω από έναν ίσκιο, και ξεκινήσανε να λένε τα όνειρά τους για να δούνε ποιος θα τρωγε το ψάρι που ‘χε περισσέψει.

- Εγώ λέει ο πρώτος, είδα πως ανοίξανε τα ουράνια, και βγήκε μια χρυσή σκάλα κι ανεβοκατεβαίνανε άγγελοι λουσμένοι στο φως. Και πήρανε κι εμένα μαζί τους. Κι εσείς με κοιτάζατε που ανέβαινα στον ουρανό και με ρωτούσατε «Το ψάρι; Τι θα κάνουμε με το ψάρι:» κι εγώ σας απαντούσα «Χάρισμά σας το ψάρι!»

Οι άλλοι δυο θαύμασαν το όνειρο του πρώτου, και μετά πήρε το λόγο ο δεύτερος να πει τα όνειρό του.

- Εγώ λέει ο δεύτερος, είδα ότι άνοιξε ο Άδης, και βγήκανε από μέσα άγγελοι ντυμένοι στα χρυσά. Κι είδα πράματα και θάματα, που δεν μπορεί ανθρώπου στόμα να περιγράψει! Κι οι άγγελοι με πήρανε μαζί τους, κι εσείς με ρωτούσατε «Το ψάρι; Τι θα γίνει με το ψάρι;» κι εγώ σας απαντούσα: «Χάρισμά σας το ψάρι!»

Ο τρίτος έκαμε το σταυρό του και είπε:

- Δοξασμένο το όνομα του κυρίου! Εγώ όλο το βράδυ έβλεπα τον έναν σας ν’ ανεβαίνει στον ουρανό και να λέει «χάρισμά σας το ψάρι» και τον άλλον να κατεβαίνει μέσα στην γη και να λέει «Χάρισμά σας το ψάρι», ε, και σηκώθηκα κι εγώ και το φαγα!

- Έφαγες το ψάρι; Τον ρώτησαν θυμωμένοι οι άλλοι δυο.

- Όχι που θα σας άφηνα με τα ψέματα σας να με γελάσετε, τους απάντησε εκείνος!

Οι δυο ψεύτες θαύμασαν την εξυπνάδα του και γέλασαν με την καρδιά τους. Εκείνη την νύχτα έμειναν νηστικοί, αλλά κατάλαβαν ότι τον έξυπνο άνθρωπο, δεν μπορεί κανένας να τον γελάσει με ψευτιές.

Κι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

ΈΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ!

Ευχαριστούμε Πολύ Την Συγγραφέα Για Αυτό Το Υπέροχο Παραμύθι!!

Τα τρία παιδιά της τύχης

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πατέρας που είχε τρεις γιούς. Μια μέρα, τους φώναξε για τους τους πει κάτι πολύ σοβαρό και να τους δώσει από ένα δώρο. Ο πατέρας έδωσε στο μεγαλύτερο γιο έναν πετεινό, στο δεύτερο ένα δρεπάνι και στο τρίτο μια γάτα.

- Είμαι πια γέρος, τους είπε. Πλησιάζει το τέλος μου, και με όλη μου την καρδιά θα ήθελα να σας εξασφαλίσω πριν πεθάνω. Χρήματα δεν έχω καθόλου όμως, και τα μικρά δώρα που σας έδωσα φαίνονται πως δεν έχουν καμιά σχεδόν αξία. Στο χέρι σας είναι να τα κάνετε να αποκτήσουν μεγάλη αξία. Για το καλό σας, ακούστε τη συμβουλή μου. Να σηκωθείτε και να πάτε σ’ έναν τόπο όπου τα πράγματα αυτά να είναι άγνωστα στους ανθρώπους. Σκεφτείτε τότε τί δουλειά θα κάνετε και θα βρείτε την τύχη σας!

Έτσι, όταν πέθανε ο πατέρας, ο μεγαλύτερος γιος ξεκίνησε με τον πετεινό του για μέρη μακρυνά. Μα όπου κι αν πήγαινε, σε κάθε πόλη έβλεπε από μακριά να στέκεται ψηλά στο καμπαναριό της εκκλησίας ένας πετεινός. Στα χωριά άκουγε πάλι ένα σωρό πετεινούς να λαλούν. Έτσι ο πετεινός του φαινόταν να μην έχει καμιά αξία. Δεν υπάρχει, έλεγε μέσα του, καμιά ελπίδα να κάνω κι εγώ την τύχη μου.

Ύστερα από καιρό όμως έφτασε σ’ ένα νησί. Οι άνθρωποι στο νησί αυτό δεν είχαν ποτέ ακούσει για πετεινό κι ούτε καταλάβαιναν να υπολογίσουν την ώρα. Ήξεραν αν ήταν πρωί ή βράδυ, μα τη νύχτα δεν μπορούσαν να κοιμηθούν ξένοιαστοι. Φοβόντουσαν μην τους πάρει ο ύπνος κι αργήσουν να πάνε πρωί – πρωί στη δουλειά τους.

- Προσέξτε, τους είπε, τι όμορφο και χρήσιμο πουλί είναι αυτός ο πετεινός. Σαν αληθινός ιππότης μοιάζει! Έχει πάνω στο κεφάλι του ένα αστραφτερό κόκκινο λοφίο και στέκεται στα πόδια του καμαρωτός. Λαλάει τρεις φορές τη νύχτα σε ορισμένες ώρες και την τρίτη φορά που θα ακουστεί η φωνή του, ο ήλιος ετοιμάζεται να ανατείλει. Μα δεν είναι μόνο αυτό. Μερικές φορές φωνάζει και τη μέρα, και τότε πρέπει να φυλαχτείτει γιατί η φωνή του μας προμηνύει πως ο καιρός σίγουρα θα αλλάξει.

Τα λόγια του ξένου άρεσαν πάρα πολύ στους ανθρώπους του νησιού. Έμειναν άγρυπνοι μια ολόκληρη νύχτα και άκουσαν με μεγάλη τους χαρά τη θριαμβευτική λαλιά του πετεινού στις δύο, στις τέσσερις και στις έξι το πρωί. Και τότε τον ρώτησαν αν το πουλί το είχε για πούλημα και πόσα χρήματα θα ήθελε για να το δώσει.

- Θέλω τόσο χρυσάφι όσο μπορεί να σηκώσει ένας γάιδαρος, τους απάντησε.

- Καλή είναι η τιμή για ένα τόσο όμορφο και χρήσιμο πουλί, είπαν όλοι οι νησιώτες με μια φωνή και συμφώνησαν να αγοράσουν τον πετεινό και να του δώσουν όσα ζητούσε.

Όταν γύρισε ο γιος στο σπίτι του με τόσο χρυσάφι, τα αδέρφια του απόρησαν πολύ με την επιτυχία του. Τότε ο δεύτερος γιος σκέφτηκε:

- Δίκιο είχε ο πατέρας μας τελικά. Θα πάω κι εγώ να βρω την τύχη μου με το δρεπάνι που μου χάρισε.

Ετσι ξεκίνησε κι αυτός για μέρη μακρυνά. Πήγε σε πολιτείες και χωριά. Άρχισε όμως να απελπίζεται γιατί, όπου κι αν πήγαινε, συναντούσε πάντα χωρικούς που είχαν στον ώμο δρεπάνια τόσο καλά όσο ήταν και το δικό του.

Μια μέρα όμως η καλή του τύχη τον βοήθησε και έφτασε σ’ ένα νησί. Οι άνθρωποι στο νησί αυτό δεν ήξεραν ούτε καν τί θα πει δρεπάνι και μόλις ωρίμαζε το σιτάρι, πήγαιναν μέσα στα χωράφια και προσπαθούσαν να θερίσουν με τα χέρια. Έτσι όμως ήταν πάρα πολύ δύσκολο να κάνουν τη δουλειά τους και πολύ σιτάρι πήγαινε χαμένο.

 

Θέριζαν το στάρι με τα χέρια (εικονα Pixabay)Θέριζαν το στάρι με τα χέρια (εικονα Pixabay)

Όταν λοιπόν ο ξένος άρχισε να δουλεύει με το δρεπάνι του, θέριζε τόσο γρήγορα, τόσο εύκολα που όλοι απορούσαν και τον κοίταζαν με ανοιχτό το στόμα. Θα ήταν πρόθυμοι να του δώσουν οτιδήποτε για τους δώσει ένα τόσο θαυματουργό εργαλείο για τη δουλειά τους. Εκείνος αρκέστηκε να πάρει ένα άλογο φορτωμένο με δυο σακιά γεμάτα χρυσάφι και να γυρίσει σπίτι του θριαμβευτής.

Και τώρα ήρθε η σειρά του τρίτου γιου. Ήθελε κι αυτός να βρει την τύχη του με τη γάτα που του χάρισε ο πατέρας του. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε για μέρη μακρυνά. Στην αρχή έπαθε κι αυτός ό,τι και τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του. Όπου κι αν ταξίδεψε, σε όποια χώρα κι αν πήγε, παντού ήταν γεμάτο γάτες, τόσες πολλές που τα πιο πολλά νεογέννητα γατάκια δεν ήξεραν τί να τα κάνουν.

Σ’ ένα του ταξίδι, έφτασε και σ’ ένα νησί. Για καλή του τύχη, στο νησί αυτό κανένας κάτοικος δεν είχε γάτα, ούτε ήξερε τι ειναι αυτό το ζώο και οι ποντικοί είχαν κυριεύσει όλο το νησί και έκαναν ότι ήθελαν! Έβλεπες τα μικρά τρωκτικά να χοροπηδούν ανενόχλητα πάνω στα τραπέζια και τις καρέκλες και να τριγυρνούν παντού. Όλος ο κόσμος παραπονιόταν γι’ αυτή τη συμφορά. Ο ίδιος ο βασιλιάς του νησιού δεν ήξερε με τι τρόπο να γλιτώσει από τους ποντικούς μέσα στο παλάτι του. Σε κάθε γωνιά του παλατιού άκουγες τις ψιλές διαπεραστικές φωνούλες τους και τα μυτερά τους δόντια που ροκάνιζαν κάθε τι που βρισκόταν μπροστά τους.

Να λοιπόν που θα κάνω κι εγώ την τύχη μου, είπε μέσα του ο τρίτος γιος. Πόσο δίκιο είχε ο πατέρας!.

Αμόλησε αμέσως τη γάτα στο παλάτι και μέσα σ’ ένα λεπτό αυτή είχε ξεκαθαρίσει κιόλας δυο δωμάτια. Τότε όλοι παρακάλεσαν τον βασιλιά να αγοράσει το θαυματουργό εκείνο ζώο σε οποιαδήποτε τιμή για το καλό του τόπου. Ο βασιλιάς έδωσε πρόθυμα ό,τι του ζήτησε ο ξένος: ένα μουλάρι φορτωμένο με χρυσάφι και πολύτιμα κοσμήματα. Κι έτσι ο τρίτος αδερφός γύρισε στο σπίτι πλουσιότερος από τους άλλους δύο.

Στο μεταξύ η γάτα είχε στήσει πανηγύρι. Στο βασιλικό παλάτι θέριζε αλύπητα τους ποντικούς. Όμως κάποια στιγμή κουράστηκε από την δουλειά και δίψασε πολύ. Στάθηκε λοιπόν, σήκωσε το κεφαλάκι της και φώναξε:

- Μιάου! Μιάου!

 

Η γάτα έκανε "μιαου μιαου!" (εικονα Pixabay)Η γάτα έκανε "μιαου μιαου!" (εικονα Pixabay)

Όταν ο βασιλιάς άκουσε εκείνη την παράξενη φωνή της γάτας, κάλεσε όλους τους αυλικούς του για να ακούσουν κι εκείνοι. Μα μόλις η γάτα ξαναφώναξε «μιάου!» οι περισσότεροι απ’ αυτούς έβγαλαν στριγγλιές κι άρχισαν να τρέχουν εδώ κι εκεί τρελοί από φόβο. Ο βασιλιάς κάλεσε τότε το συμβούλιο του για να αποφασίσουν τι να κάνουν. Ύστερα από πολλές συζητήσεις συμφώνησαν να στείλουν έναν αντιπρόσωπο στη γάτα να την ειδοποιήσουν να φύγει αμέσως από το νησί γιατί αλλιώς θα ήταν υποχρεωμένοι να τη διώξουν.

- Προτιμούμε, είπαν οι σύμβουλοι, χίλιες φορές να συνθηκολογήσουμε με τους ποντικούς – άλλωστε έχουμε συνηθίσει αυτό το κακό – παρά να γλιτώσουμε απ’ αυτούς και να κινδυνεύει η ζωή μας από τη γάτα.

Σύμφωνα λοιπόν με την απόφαση του συμβουλίου, ένας αυλικός ντυμένος με την επίσημη στολή του παρουσιάστηκε στη γάτα και της ζήτησε να φύγει μόνη της από το παλάτι. Η γάτα όμως, που η δίψα της ήταν πολύ μεγάλη και μεγάλωνε κάθε στιγμή που περνούσε, απάντησε θυμωμένη:

«Μιάου, μιάου!».

Ο αυλικός ήταν τόσο φοβισμένος που νόμιζε ότι του είπε «Όχι!όχι! » και αυτήν την απάντηση έφερε πίσω στο βασιλιά.

- Καλά λοιπόν, είπαν οι σύμβουλοι, θα την αναγκάσουμε να φύγει.

Οπλίστηκαν καλά κι έβαλαν φωτιά στα δωμάτια για να κάψουν μαζί και τη γάτα. Σε λίγο όμως, το παλάτι ολόκληρο τυλίχτηκε στις φλόγες!

Όταν η φωτιά πλησίασε στο δωμάτιο που βρισκόταν η γάτα, αυτή έδωσε μια και πήδηξε έξω από το παράθυρο κι εξαφανίστηκε για πάντα. Κανείς δεν την είδε ξανά, αλλά στο μεταξύ ο βασιλιάς και οι αυλικοί άφησαν το παλάτι κι αυτό έγινε στάχτη! Από τότε αποφάσισαν να μην φοβηθούν ποτέ ξανά τις γατούλες...

Τα τρία αδέλφια που είχαν γίνει πλούσιοι έκαναν οικογένειες και δεν πείραξαν ποτέ στη ζωή τους κανέναν. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

  ΤΕΛΟΣ!!!!!!!!!