Κουκουβάγια

Κουκουβάγια ή Γλαύκα, αλλά και Κουκουμάφκα[1] σε ορισμένες περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας, ονομάζεται κάθε μέλος της βιολογικής τάξης Γλαυκόμορφα (Strigiformes), η οποία ανήκει στην ομοταξία των Πτηνών (Aves) και περιλαμβάνει περίπου 200 είδη αρπακτικών και στην πλειονότητά τους νυκτόβιων πουλιών. Κατανέμονται σε όλες τις ηπείρους εκτός της Ανταρκτικής και έχουν αναπτύξει αξιόλογες προσαρμογές στη νυχτερινή διαβίωση. Διακρίνουμε δυο οικογένειες γλαυκών: την οικογένεια των Τυτονιδών (Tytonidae) η οποία περιλαμβάνει λιγοστά (16) είδη και την οικογένεια των Γλαυκιδών (Strigidae) όπου ανήκουν τα περισσότερα είδη κουκουβάγιας.

Ονομασία

Σύμφωνα με τις επικρατέστερες ετυμολογικές προσεγγίσεις η λέξη γλαυξ έχει άμεση σχέση με το γλαυκός (ο έχων ανοιχτό γαλάζιο χρώμα) και δόθηκε στα συγκεκριμένα πτηνά από τους αρχαίους Έλληνες εξαιτίας του λαμπερού και σπινθηροβόλου βλέμματος του πουλιού. Η επιστημονική ονομασία Strigiformes (Στριγγόμορφα), καθώς και το όνομα της οικογένειας των Στριγγιδών, ετυμολογούνται από το αρχαίο ελλ. στρίγξ, λατ. strix, το οποίο αποτελεί ηχομιμητικό της εκφραστικής φωνής του πουλιού και έχει άμεση σχέση με το ρήμα "τρίζω", καθώς και με το νεοελληνικό "στρίγγλα". "Τυτώ" ήταν στην αρχαιότητα, όπως και σήμερα, το όνομα της γλαύκας "Τυτώ η λευκή" (Tyto alba).

Πρέπει να τονιστεί πως στα Ελληνικά ο όρος "κουκουβάγια" αναφέρεται συχνά μόνο στο είδος Μικρή Κουκουβάγια ή Αθηνά η νυκτία (Athene noctua), ενώ για τα υπόλοιπα Γλαυκόμορφα χρησιμοποιείται ο όρος "γλαύκα". Παρόλα αυτά ο όρος κουκουβάγια δεν περιορίζεται σε μόνο ένα είδος, αλλά επιστημονικά περιγράφει εξίσου όλα τα μέλη της βιολογικής τάξης Γλαυκόμορφα.

Ανατομικά χαρακτηριστικά

Οι γλαύκες έχουν ιδιαίτερη μορφή, η οποία χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτες προσαρμογές στις ανάγκες ενός νυκτόβιου θηρευτή. Έχουν μακριές και στρογγυλεμένες φτερούγες, κοντή ουρά και ένα δυσαναλόγως μεγάλο κεφάλι με ένα δισκοειδές μεγάλο πρόσωπο. Τα ράμφη τους είναι κυρτά και γαμψά. Όλες οι γλαύκες έχουν ιδιαίτερα οξυμένες τις αισθήσεις της ακοής και της οράσεως. Τα μάτια είναι τοποθετημένα μπροστά, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται στερεοσκοπική όραση, κάτι το οποίο είναι απαραίτητο σε κάθε θηρευτή, ώστε να μπορεί να κάνει σωστή εκτίμηση αποστάσεων και ταχυτήτων.

Τα όργανα της ακοής είναι τοποθετημένα ασύμμετρα στο κεφάλι του πτηνού και η διαμόρφωση του προσώπου είναι τέτοια, ώστε να κατευθύνει τα ακουστικά κύματα στους ακουστικούς πόρους. Πάρα πολλές γλαύκες έχουν στην κορυφή της κεφαλής χαρακτηριστικές τούφες, οι οποίες ονομάζονται αντία. Τα αντία αποτελούνται από φτερά και δεν έχουν καμία σχέση με την ακοή. Η λειτουργία τους δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί.

Οι γλαύκες έχουν σε σχέση με το σωματικό τους βάρος δυσαναλόγως μεγάλη επιφάνεια πτερύγων. Σε συνδυασμό με το μαλακό και πυκνό πτέρωμα επιτυγχάνουν έτσι μια σχεδόν απολύτως αθόρυβη πτήση.

Γεωγραφική εξάπλωση

Γλαύκες υπάρχουν σε όλες τις ηπείρους με εξαίρεση την Ανταρκτική. Τις συναντούμε σε όλα τα ενδιαιτήματα, τα περισσότερα είδη βρίσκονται όμως στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές της Ν. Αμερικής και της Ασίας. Τη βορειότερη εξάπλωση έχει η χιονόγλαυκα (Nyctea scandiaca), η οποία επιβιώνει ακόμα και στις ακτές της Γροιλανδίας.