ΓΑΡΙΦΑΛΟ

Το γαρύφαλλο (ή γαρίφαλο) είναι ο αρωματικός ανθοφόρος οφθαλμός (μπουμπούκι) του δέντρου Συζύγιον το αρωματικόν (Syzygium aromaticum), από την οικογένεια Μυρτίδες (Myrtaceae) και δεν πρέπει να συγχέεται με το γνωστό λουλούδι. Είναι εγγενές στα νησιά Μολούκες στην Ινδονησία και χρησιμοποιείται ευρέως ως καρύκευμα. Τα γαρίφαλα συγκομίζονται εμπορικά κυρίως στην Ινδονησία, Ινδία, Μαδαγασκάρη, Ζανζιβάρη, Πακιστάν, Σρι Λάνκα και Τανζανία.

Το δέντρο γαρύφαλλο είναι ένα αειθαλές δέντρο που φτάνει σε 8-12 μ ύψος, με μεγάλα φύλλα και αιματόχρωμα λουλούδια, ομαδοποιημένα σε συστάδες ακροδεκτών. Οι ανθοφόροι οφθαλμοί, αρχικά έχουν χλωμό χρώμα, σταδιακά γίνονται πράσινοι και κατόπιν όταν είναι έτοιμοι για συγκομιδή, αλλάζουν σε ένα φωτεινό κόκκινο. Τα γαρύφαλλα συγκομίζονται όταν έχουν μέγεθος 1,5-2,0 εκ. και αποτελούνται από ένα μεγάλο κάλυκα που καταλήγει σε τέσσερα εξαπλώμενα σέπαλα (φύλλα κάλυκος άνθους) και τέσσερα μη ανοιγόμενα πέταλα που σχηματίζουν μια μικρή κεντρική μπάλα.Ετυμολογία
Παραφθορά του βενετικού garofolo, λατιν. garofulum, ελλην. καρυόφυλλο (Ανδριώτης). Στην αρχή το έγραφαν με ύψιλον και δύο λάμδα, όπως ακριβώς και το λουλούδι γαρύφαλλο. Συνώνυμες και οι λέξεις girofle, clou de Girofle, καρενφίλ, καρυόφυλλο(ν). Γερμανιστί gewürznelke. Γνωστό και με τα ονόματα μοσχοκάρφι ή καρυόφυλλο ή γαρόφαλο ή καραφίλι.[2]

Ιστορία

Η ένωση ευγενόλη είναι περισσότερο υπεύθυνη για το χαρακτηριστικό άρωμα των γαρύφαλλων.
Οι αρχαιολόγοι έχουν βρει στην Συρία, γαρύφαλλα σε ένα κεραμικό αγγείο, με αποδείξεις που χρονολογούν το εύρημα συν-πλην μερικά χρόνια από το 1721 π.Χ.[3] Στο τρίτο αιώνα π.Χ., ένας Κινέζος ηγέτης της δυναστείας των Χαν, απαιτούσε απ'όσους του απευθύνονταν, να μασούν γαρύφαλλο για να φρεσκάρουν την αναπνοή τους.[4] Τα γαρύφαλλα διαπραγματεύονταν κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, μεταξύ των μουσουλμάνων ναυτικών και των εμπόρων, στο κερδοφόρο εμπόριο του Ινδικού Ωκεανού. Το εμπόριο γαρύφαλλου αναφέρεται επίσης από τον Ιμπν Μπαττούτα (Ibn Battuta) και ακόμη διάσημοι χαρακτήρες από τις Αραβικές Νύχτες, όπως του Σεβάχ του θαλασσινού είναι γνωστό ότι αγόραζαν και πωλούσαν γαρύφαλλα από την Ινδία.[5]

Μέχρι τη σύγχρονη εποχή, τα γαρίφαλα αναπτύσσονταν μόνο σε λίγα νησιά, στις Νήσους Μολούκες (ιστορικά ονομάζονται τα νησιά των μπαχαρικών), συμπεριλαμβανομένων των Bacan, Makian, Μότι, Ternate και Tidore.[3] Στην πραγματικότητα, το δέντρο γαρίφαλο, που οι ειδικοί πιστεύουν ότι είναι το παλαιότερο στον κόσμο, που ονομάζεται Afo, είναι στο Ternate.[6] Οι ντόπιοι το έχουν βαφτίσει Afo, χωρίς όμως να ενθυμούνται ποιος το ονομάτησε και γιατί έλαβε αυτή την ονομασία.[6] Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.800 μ. (6.000 ft). Έως πρόσφατα είχε φτάσει σε ύψος 40 μ. και ο κορμός του είχε διάμετρο 4 μ.[6] Σήμερα, το δέντρο προστατεύεται από έναν τοίχο από τούβλα, καθώς οι χωρικοί στην προσπάθειά τους να βρουν καυσόξυλα, το τραυμάτισαν κόβοντάς του τα κλαδιά και αφήνοντάς το ένα ξερό κούτσουρο με ολίγα γυμνά κλαδιά.[6] Το δέντρο είναι μεταξύ 350 και 400 ετών.[6] Λένε στους τουρίστες, ότι το 1770, ένας Γάλλος ονόματι Poivre, έκλεψε τα δενδρύλλια από το ίδιο δέντρο, τα μετέφερε στη Γαλλία και στη συνέχεια στη Ζανζιβάρη, η οποία κάποτε ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός γαρύφαλλου στον κόσμο.[6]

Ο Πιέρ Πουάβρ (1719-1786), τελικά, θα καταφέρει να σπάσει το μονοπώλιο μπαχαρικών των Ολλανδών, κλέβοντάς τους σπόρους και φυτά. Οι Γάλλοι, τιμώντας τον θα δώσουν το όνομά του (poivre), στο πιπέρι.[7]
Μέχρι τα γαρίφαλα να αναπτυχθούν έξω από τις νήσους Μολούκες, διαπραγματεύονταν όπως το λάδι, με το αναγκαστικό όριο κατά την εξαγωγή.[6] Καθώς η Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών ενοποιούσε τον 17ο αιώνα, τον έλεγχό της επί του εμπορίου μπαχαρικών, προσπάθησαν να κερδίσουν το μονοπώλιο του γαρύφαλλου, όπως είχαν στο μοσχοκάρυδο. Ωστόσο, "σε αντίθεση με το μοσχοκάρυδο που περιορίζονταν στις μικρές νήσους Bandas, τα δέντρα γαρύφαλλου μεγάλωναν σε όλες τις Νήσους Μολούκες και το εμπόριο γαρύφαλλου ήταν πολύ πέρα από τις περιορισμένες εξουσίες αστυνόμευσης της εταιρείας."[8]

Είναι γνωστό ότι ο Αδόλφος Χίτλερ (1889-1945), το σιχαινόταν και ήταν της γνώμης ότι απ'όλες τις ράτσες των μπαχαρικών, η χειρότερη, ήταν η ράτσα του μοσχοκαρφιού: «Δεν άφησε γραπτά ίχνη σχετικά με το θέμα αυτό, αλλά όλοι οι οικείοι του γνώριζαν την απέχθειά του για το μπαχαρικό αυτό και που χρησιμοποιείται τόσο συχνά».[9]

Χρήσεις

Αποξηραμένα γαρύφαλλα.

Μοντέλο γαρύφαλλο ενός proa (ιστιοπλοϊκό σκάφος με πολλαπλά κύτη).

Εξαγωγή γαρύφαλλου το 2005.
Το αιθέριο έλαιό του, γνωστό ως γαρυφαλλέλαιο, εξάγεται από τα γαρύφαλλα με απόσταξη και χρησιμοποιείται στην οδοντιατρική, στον καθαρισμό των μικροσκοπίων, στην αρωματοποιία και στην παρασκευή διαφόρων σκευασμάτων για τον καθαρισμό του στόματος.

Τα γαρύφαλλα χρησιμοποιούνται στην κουζίνα της Ασίας, Αφρικής, Εγγύς και Μέσης Ανατολής, προσδίδοντας γεύση στα κρέατα, κάρυ και μαρινάδες καθώς και στα φρούτα όπως μήλα, αχλάδια ή ραβέντι (τα χοντρά κοτσάνια των φύλλων του καλλιεργούμενου φυτού της οικογένειας dock, τα οποία είναι κοκκινωπά ή πράσινα και τρώγονται ως φρούτο μετά το μαγείρεμα). Το γαρύφαλλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δώσει αρωματικά και γευστικά χαρακτηριστικά στα ζεστά ροφήματα, συχνά σε συνδυασμό με άλλα συστατικά όπως λεμόνι και ζάχαρη. Το γαρύφαλλο μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως συστατικό του μπαχαράτ.

Στη Μεξικανική κουζίνα, το γαρύφαλλο είναι περισσότερο γνωστό ως clavos de olor (Ισπαν. γαρίφαλο) και συχνά συνοδεύει κύμινο και κανέλα.[10]

Ένα σημαντικό συστατικό της γεύσης του γαρύφαλλου, παρεχόμενη από τη χημική ευγενόλη (eugenol)[11] και η ποσότητα του καρυκεύματος που απαιτείται είναι συνήθως μικρή. Συνδυάζεται καλά με την κανέλα, το μπαχάρι, τη βανίλια, το κόκκινο κρασί και το βασιλικό καθώς και το κρεμμύδι, τις φλούδες εσπεριδοειδών, τον αστεροειδή γλυκάνισο ή τους πιπερόκοκκους.

Γαρίφαλο.
Μη μαγειρικές χρήσεις
Το μπαχαρικό χρησιμοποιείται στην Ινδονησία, σε ένα είδος τσιγάρου που ονομάζεται (kretek).[1] Η χρήση του ως συστατικού τσιγάρου είχε διαδοθεί καθ' όλη την έκταση της Ευρώπης, της Ασίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Το 2009, τα τσιγάρα γαρύφαλλου, (καθώς και τα αρωματισμένα τσιγάρα με φρούτα και με γεύση καραμέλας) είχαν τεθεί εκτός νόμου στις ΗΠΑ. Τα τσιγάρα που περιέχουν γαρύφαλλο, όταν πωλούνται στις ΗΠΑ,κατατάσσονται στα πούρα.[12]

Το γαρύφαλλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απωθητικό μυρμηγκιών.[13]

Είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούσαν τριμμένο, στις μούμιες τους. Φαίνεται δε ότι χωρίς αυτό, δεν θα υπήρχαν έως σήμερα οι μούμιες των φαραώ.[14]

Τα γαρύφαλλα χρησιμοποιούνται για να κάνουν άρωμα πομάδας (μια μπάλα ή διάτρητο δοχείο από μυρωδάτες ουσίες, όπως βότανα και μπαχαρικά, τοποθετημένο σε μια ντουλάπα, συρτάρι ή το δωμάτιο για να αρωματίσουμε τον αέρα ή (πρώην) που φέρεται ως υποτιθέμενη προστασία ενάντια στη μόλυνση) όταν συνδυάζεται με πορτοκάλι. Όταν στη βικτοριανή Αγγλία, δωριζόταν μια τέτοια πομάδα, δήλωνε "τη ζεστασιά του συναισθήματος."

Χρησιμοποιούνται επίσης σε ορισμένα τσιγάρα, καθώς επίσης και ως θυμίαμα καθώς και σε αρώματα.[6]

Παραδοσιακές ιατρικές χρήσεις
Τα γαρύφαλλα χρησιμοποιούνται στην ινδική ιατρική Ayurveda, στην κινεζική ιατρική, στην δυτική βοτανοθεραπεία και στην οδοντιατρική όπου το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται ως αναλγητικό (παυσίπονο) για τα έκτακτα οδοντιατρικά περιστατικά. Το γαρύφαλλο χρησιμοποιείται ως διαλύων τα αέρια του στομάχου (carminative), για την αύξηση του υδροχλωρικού οξέος στο στομάχι και τη βελτίωση του περισταλτισμού (peristalsis). Τα γαρύφαλλα λέγεται επίσης ότι είναι φυσικά αντισκωληκικά.[15] Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στην αρωματοθεραπεία, κυρίως για πεπτικά προβλήματα, όταν χρειάζεται διέγερση και αύξηση της θερμοκρασίας. Τοπική εφαρμογή πάνω από το στομάχι ή στην κοιλιά λέγεται ότι θερμαίνει τον πεπτικό σωλήνα. Τοποθετημένο στην κοιλότητα ενός σάπιου δοντιού, ανακουφίζει τον πονόδοντο.[16]

Τα γαρύφαλλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν εσωτερικά ως τσάι και τοπικά ως έλαιο για υποτονία, μεταξύ άλλων και για τη σκλήρυνση κατά πλάκας. Αυτό βρίσκεται επίσης στη Θιβετιανή ιατρική.[17] Ορισμένοι συνιστούν την αποφυγή περισσότερο από περιστασιακή την εσωτερική χρήση του γαρύφαλλου με την παρουσία της πίτας Ayurveda τέτοια φλεγμονή απαντάται σε οξείες εξάρσεις αυτοάνοσων νόσων.[18]

Πιθανές ιατρικές χρήσεις
Η Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) έχει αναταξινομήσει την ευγενόλη (μία από τις χημικές ουσίες που περιέχονται στο γαρυφαλλέλαιο), υποβαθμίζοντας την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς του. Η FDA πιστεύει τώρα ότι δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να δείχνουν ότι το γαρυφαλλέλαιο ή η ευγενόλη είναι αποτελεσματική για τον πονόδοντο ή μία ποικιλία άλλων τύπων πόνου.[19]

Μελέτες για τον προσδιορισμό της αποτελεσματικότητας του για τη μείωση του πυρετού, ως ένα κουνουπο-απωθητικό καθώς και για την πρόληψη της πρόωρης εκσπερμάτωσης, απέβησαν άκαρπες.[19] Παραμένει να αποδειχθεί, αν το γαρύφαλλο μπορεί να μειώσει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.[20]

Επιπλέον, το έλαιο γαρίφαλου χρησιμοποιείται στην παρασκευή μερικών οδοντόκρεμων και διάλυμα clovacaine, το οποίο είναι ένα τοπικό αναισθητικό που χρησιμοποιείται στη στοματική εξέλκωση και φλεγμονή. Η ευγενόλη (ή γενικά έλαιο γαρύφαλλου) αναμιγνύεται με οξείδιο του ψευδαργύρου, για να σχηματίσει μια προσωρινή πλήρωση κοιλότητας του δοντιού.[21]

Το έλαιο γαρύφαλλου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναισθητοποίηση των ψαριών, ενώ η παρατεταμένη έκθεση σε υψηλότερες δόσεις (η συνιστώμενη δόση είναι 400 mg/l) θεωρείται ένα ανθρώπινο μέσο ευθανασίας.[22]

ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ

To κυκλάμινο της υπαίθρου είναι ένα από τα ομορφότερα αγριολούλουδα της Ευρώπης. Στην Ελλάδα συναντώνται πέντε είδη. Είναι πολυετές φυτό με μωβ άνθη ή σπανιότερα λευκά και χαρακτηριστικά καρδιοειδή φύλλα με εντυπωσιακούς χρωματισμούς. Κάποια είδη κυκλαμίνου ανθίζουν την άνοιξη και κάποια άλλα το φθινόπωρο. Φύονται από παραθαλάσσιες περιοχές μέχρι και σε υψόμετρα άνω των 1000 μέτρων στην ύπαιθρο.

Κυκλάμινα
Το πιο κοινό είδος κυκλάμινου στην Ελλάδα είναι το κυκλάμινο το γραικό. Το συγκεκριμένο κυκλάμινο ανθίζει τη φθινοπωρινή περίοδο και έχει πυκνά μοβ άνθη. Αναπτύσσεται σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο και είναι ιδιαίτερα διεσπαρμένο σε χέρσες περιοχές. Το επίσης συνηθισμένο κυκλάμινο το κυκλάμινο το κισσόφυλλο αναπτύσσεται σε μεγαλύτερα υψόμετρα από το προηγούμενο και η περίοδος ανθοφορίας του είναι επίσης το φθινόπωρο. Η διαφορά του με το κυκλάμινο το γραικό είναι ότι τα φύλλα του δεν είναι καρδιοειδή, αλλά σχηματίζουν ελαφρές γωνίες.[1]

Δείτε επίσης
Κυκλάμινο το κυπριακό
Κυκλάμινο το Γραικό

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ

Η τριανταφυλλιά είναι γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των Ροδοειδών.

Είναι καλλωπιστικό και φυλλοβόλο φυτό. Αποτελείται από τη ρίζα, τον βλαστό, τα φύλλα και τα μπουμπούκια της. Η ρίζα της τριανταφυλλιάς είναι αποξυλωμένη και διακλαδίζεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Συνεχίζοντας, ο βλαστός της αρχικά είναι τρυφερός και πράσινος, ενώ κάποια στιγμή αρχίζει να σκληραίνει και να αποξηραίνεται. Επίσης, ο βλαστός εξωτερικά έχει αγκάθια, όπως και τα φύλλα στις άκρες τους. Τα άνθη της τριανταφυλλιάς βγαίνουν στις άκρες των τρυφερών βλαστών. Στην αρχή είναι κλειστά τα μπουμπούκια της, ενώ σιγά σιγά αρχίζουν να ανοίγουν και να ξεπετάγονται τα πέταλα. Τα πέταλα έχουν διάφορα χρώματα όπως λευκό, κόκκινο, ροζ, κίτρινο και άλλα. Το χρώμα των λουλουδιών τους είναι ανάλογο με την ποικιλία της κάθε τριανταφυλλιάς.

H τριανταφυλλιά πολλαπλασιάζεται με πέντε τρόπους. Πολλαπλασιάζεται με παράρριζα, με σπέρματα, με καταβολάδες, με μοσχεύματα και με μπόλιασμα. Η τριανταφυλλιά, εκτός από την ομορφιά και τα ευωδιαστά άνθη, παρέχει και αιθέριο αρωματικό λάδι εξαιρετικής ποιότητας, που παίρνουμε από τα ροδοπέταλά της και που χρησιμεύει στην παρασκευή αρωμάτων. Επίσης τα πέταλα των τριαντάφυλλων, κυρίως τα ροζ, μπορούν να γίνουν και γλυκό.

Συστηματική ταξινόμηση
Σύστημα: κατά CRONQUIST, 1981
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Υφομοταξία: Ροδίδες (Rosidae)
Τάξη: Ροδώδη (Rosales)
Οικογένεια: Ροδοειδή (Rosaceae)
Γένος: Ροδή (Rosa)
L.
Είδη
Περίπου 30 είδη

ΜΠΟΥΚΑΜΒΙΛΙΑ

Η μπουκαμβίλια ή βουκαμβίλια είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό και ανήκει στην τάξη καρυοφυλλώδη και στην οικογένεια των νυκταγινιδών.

Χαρακτηριστικά
Είναι θάμνος ή μικρό δέντρο με καταγωγή από τη Νότια Αμερική και τα περισσότερα από τα είδη της φέρουν μεγάλα αγκάθια.

Η μπουκαμβίλια είναι φυλλοβόλο φυτό, τα φύλλα της φέρουν μίσχους είναι ακέραια, μεγάλα, χνουδωτά και έχουν σχήμα καρδιάς ή νεφρού. Τα άνθη της είναι όμορφα, ζωηρόχρωμα, μετρίου μεγέθους σε ποικίλους χρωματισμούς. Η υφή τους είναι χάρτινη και με την πάροδο μερικών εβδομάδων πέφτουν και αντικαθίστανται με καινούργια. Υπάρχει σε διάφορες ποικιλίες χρωμάτων όπως: Μπορντώ , Βυσσινί , Φούξια , Ρόζ , Λευκό , Κίτρινο , Μωβ, Πορτοκαλί. Οι βλαστοί της μπουκαμβίλιας είναι ξυλώδεις και διακλαδώνονται, αναρριχώνται και φτάνουν σε ύψος και τα 12 μέτρα. Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα αρκετά εύκολα και δεν αντιμετωπίζει προβλήματα με τη σύνθεση του εδάφους. Είναι ευαίσθητη στο ψύχος και αγαπά τις ηλιόλουστες περιοχές.

Ποικιλίες
Έχουν δημιουργηθεί πολλές καλλωπιστικές ποικιλίες και σήμερα είναι από τα πολύ διαδεδομένα καλλωπιστικά φυτά. Καλλιεργείται σε γλάστρες, κήπους και πάρκα σε ολόκληρη την Ελλάδα αποτελώντας ένα κλασικό ανοιξιάτικο φυτό.

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ

Σε πολλές περιπτώσεις, οι μαργαρίτες φέρουν δύο ειδών άνθη: τα πρώτα έχουν ακτινωτή διάταξη και κίτρινο, συνήθως, χρώμα· περιβάλλουν τα δεύτερα, τα οποία είναι μικρά, σωληνόμορφα και συναθροίζονται για να σχηματίσουν έναν δίσκο. Σημαντικό ταξινομικό γνώρισμα αποτελεί το σχήμα των βρακτίων, τα οποία βρίσκονται κάτω από το άνθος και μοιάζουν με φύλλα. Τα φύλλα των μαργαριτών μπορεί να έχουν ποικιλία σχημάτων.

Οι κυριότεροι αντιπρόσωποι των μαργαριτών είναι οι εξής:

Bellis perennis (Βελλίδα ή Μπέλλα η πολυετής - κοινή Ευρωπαϊκή μαργαρίτα ή Ασπρολούλουδο)
Bellis annua (Βελλίδα ή Μπέλλα η ετήσια)
Chrysanthemum coronarium, συνώνυμο Glebionis coronaria (Χρυσάνθεμο το στεφανωματικό - Mεγάλη Κίτρινη Μαργαρίτα)
Glebionis segetum, συνώνυμο Chrysanthemum segetum (Χρυσάνθεμο το αρουραίο - Μαντιλίδα της Κρήτης)
Anthemis chia (Ανθεμίδα της Χίου - Άγρια Μαργαρίτα)
Anthemis maritima (Ανθεμίδα η θαλάσσια)
Anthemis cretica (Ανθεμίδα της Κρήτης)
Anthemis maritima (Ανθεμίδα η θαλάσσια)
Cota tinctoria, συνώνυμο Anthemis tinctoria (Ανθεμίδα η βαφική)
Leucanthemum vulgare (Λευκάνθεμο το κοινό)
Leucanthemum maximum (Λευκάνθεμο το μέγιστο)
Argyranthemum frutescens, συνώνυμο Chrysanthemum frutescens (Χρυσάνθεμο το θαμνώδες)

ΑΡΜΠΑΡΟΡΙΖΑ

Το Πελαργόνιον το βαρύοσμον λατ. Pelargonium graveolens[1][2] είναι ποώδες παχύφυλλο που ανήκει στο γένος Πελαργόνιο της οικογένειας των Γερανιοειδών (Geraniaceae). Το κοινό του όνομα είναι αλμπαρόριζα ή αρμπαρόριζα, ενώ πολλές φορές αναφέρεται και ως

πελαργόνι, στη Λέσβο χρυσαχί, στην Κύπρο κιούλι, στη Δυτική Μακεδονία μοσχόφυλλο.Περιγραφή
Πρόκειται για πολυετές ποώδες φυτό με τρυφερούς βλαστούς οι οποίοι δεν ξυλοποιούνται. Αναπτύσσεται πολύ γρήγορα. Τα φύλλα έχουν γκριζοπράσινο χρώμα με οδωντωτές απολήξεις, είναι χνουδωτά και με πολύ μεγάλες εγκολπώσεις και έντονη αρωματική ευωδιά όταν τριβούν. Τα άνθη του φέρονται σε ταξιανθία τύπου σκιαδίου και φέρουν 5 πέταλα. Τα χρώματα που συναντάμε στα άνθη του είναι στις αποχρώσεις του ροζ και του μωβ.

Καλλιέργεια
Το P. graveolens είναι φυτό με ταχύτατη ανάπτυξη, το οποίο προτιμάει τις ηλιόλουστες ή και ημισκιαζόμενες θέσεις. Το έδαφος θα πρέπει να είναι ελαφρύ (πλούσιο σε άμμο) ώστε να αποστραγγίζει πολύ καλά. Οι ρίζες του δεν ανέχονται την υπερβολική υγρασία. Όταν αναπτύσσεται στο έδαφος ενός κήπου κατάλληλα είναι τα αραιά και πολύ πλούσια ποτίσματα (πότισμα ανά 5-20 ημέρες ανάλογα με την εποχή και τις τοπικές συνθήκες θερμοκρασίας, σκίασης κ.α.). Όταν αναπτύσσεται σε φυτοδοχεία τότε τα ποτίσματά του θα πρέπει να είναι πιο συχνά (ανά 1-7 ημέρες).

Δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικό σε θρεπτικά στοιχεία και μπορεί να αναπτυχθεί ικανοποιητικά ακόμα και σε πολύ άγονα εδάφη. Σε εντατικές καλλιέργειες του για την παραγωγή αιθέριων ελαίων απαιτεί 3-4 μονάδες φωσφόρου και καλίου ανά στρέμμα και 7-8 μονάδες αζώτου ανά στρέμμα. Είναι ευαίσθητο στο ψύχος. Έτσι στην Ελλάδα το συναντάμε κυρίως στις παράκτιες περιοχές όπου οι χειμώνες είναι ήπιοι. Σε πιο ορεινές περιοχές καλλιεργείται ως ετήσιο και το χειμώνα προστατεύεται.

Είναι επιδεκτικό στα κλαδέματα, ακόμα και σε πολύ αυστηρά κλαδέματα τα οποία είναι απαραίτητα εάν θέλουμε να διατηρήσουμε μία μαζεμένη και συμπαγή όψη του φυτού. Καταλληλότερη εποχή είναι νωρίς την άνοιξη.

Χρήσεις
Σε ορισμένες περιοχές χρησιμοποιείται ως τροποποιητικό γεύσης σε μαρμελάδες και γλυκά κουταλιού και έχει και θεραπευτικές ιδιότητες ως βότανο[εκκρεμεί παραπομπή].

ΤΟΥΛΙΠΑ

Η Τουλίπα είναι αγγειόσπερμο, μονοκοτυλήδονο φυτό το οποίο ανήκει στην τάξη Λειριώδη (Liliales) και στην οικογένεια Λειριοειδή (Liliaceae). Υπάρχουν 100 περίπου είδη τουλίπας που είναι όλα πολυετή ποώδη φυτά των περιοχών της Ευρώπης και της δυτικής και κεντρικής Ασίας.

Η τουλίπα καλλιεργείται συστηματικά κυρίως στη βόρεια και δυτική Ευρώπη όπου έφτασε στις αρχές του 16ου αιώνα και αναπτύχθηκαν πάμπολλες ποικιλίες.

Η εισαγωγή ορισμένων μορφών τουλίπας στην Ολλανδία κατά το 17ο αιώνα, οδήγησε σε πραγματική μανία και επανάσταση, καθώς πληρώνονταν μεγάλα χρηματικά ποσά από καλλιεργητές-συλλέκτες για κάποιο βολβό στην αναζήτηση σπανίων χρωμάτων και σχημάτων.Χαρακτηριστικά
Οι τουλίπες είναι βολβόριζα φυτά και ο βολβός τους είναι ωοειδής και καλύπτεται από διάφορους μεμβρανοειδείς χιτώνες καστανού χρώματος. Ο πολλαπλασιασμός τους γίνεται με τους βολβούς αυτούς, οι οποίοι δημιουργούν υπόγεια ριζώματα και, με τη σειρά τους, τα ριζώματα αυτά νέους βολβούς, και έτσι μπορούν να δημιουργηθούν ολόκληρες αποικίες.

Τα φύλλα της τουλίπας είναι μακριά και σαρκώδη, αυλακωτά με σχήμα λογχοειδές ή ωοειδές. Από το κέντρο των φύλλων βγαίνει ένας μακρύς βλαστός που φτάνει σε ύψος τα 70 εκατοστά και φέρει στην κορυφή του ένα μόνο μεγάλο άνθος, σχήματος κυπέλλου, μονόχρωμο σε ποικίλους χρωματισμούς.

Τα κύρια χρώματα των ανθέων της τουλίπας είναι το κίτρινο και το κόκκινο, αλλά βρίσκουμε και λευκά, πορφυρά και ροζ άνθη.

Ο καρπός της τουλίπας είναι κάψα τριγωνικού σχήματος που φέρει πολλά μικρά σπόρια.

Οι τουλίπες φύονται σε βραχώδεις περιοχές, ορεινές και ημιορεινές, εκεί όπου αναπτύσσονται και άλλα ποώδη φυτά. Ορισμένα είδη τουλίπας έχουν σχέση με καλλιεργούμενες περιοχές, ιδιαίτερα αυτές όπου φύονται και σιτηρά.

Μεγάλες οργανωμένες καλλιέργειες του φυτού βρίσκονται στην Ολλανδία, που καλύπτουν τεράστιες εκτάσεις γι' αυτό η Ολλανδία ονομάζεται και ‘’χώρα της τουλίπας’’.

Τα είδη τουλίπας στην Ελλάδα

Το εσωτερικό της τουλίπας

Άγριες τουλίπες στην Λέσβο
Στην Ελλάδα βρίσκονται ως αυτοφυή 9 είδη. Τα πιο σημαντικά είναι:

Τουλίπα η κυματόφυλλος (Tulipa undulatifolia) ή Τουλίπα η βοιωτική (Tulipa boeotica). Θεωρείται η πιο ωραία από τις Ελληνικές τουλίπες. Τα άνθη της είναι σχήματος κουδουνιού, και εσωτερικά έχουν βαθύ πορφυρό χρώμα με μία στενή ζώνη χρυσοκίτρινου χρώματος. Βρίσκεται σε περιοχές της Πελοποννήσου και στην κεντρική Ελλάδα ανάμεσα σε άλλα καλλιεργούμενα φυτά. Καλλιεργείται επίσης ως καλλωπιστικό φυτό σε κήπους και διάφορα πάρκα.
Τουλίπα η νότια (Tulipa australis) ή πρώιμη. Έχει στενά φύλλα και χρυσοκίτρινα εσωτερικά άνθη, κόκκινα εξωτερικά. Ανθίζει κατά τους μήνες Απρίλιο-Ιούνιο σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές.
Κρητική τουλίπα (Tulipa cretica). Το φυτό φτάνει σε ύψος τα 15 εκατοστά , έχει 2-3 λεία φύλλα επίπεδα , ενώ τα άνθη της είναι κατάλευκα με ροζ άκρες. Βρίσκεται σε όλες τις περιοχές της Κρήτης, κυρίως σε βουνά, αλλά και σε χαμηλότερα ημιορεινά.
Τουλίπες της Χίου: Στη Χίο φύονται τέσσερα είδη τουλίπας, τα τρία από τα οποία φύονται αποκλειστικά στην Χίο[1]. Οι ντόπιοι τις ονομάζουν Λαλάδες[2]. Τα είδη της τουλίπας στην Χίο είναι η Tulipa praecox, η Tulipa agenesis, η Tulipa clusiana και η Tulipa undulatifolia. Τις συναντάμε κυρίως στο κεντρικό και ίσως και στο νοτιοανατολικό μέρος του νησιού. Το πότε αρχίζουν να ανθίζουν εξαρτάται από το πόσο καλός είναι ο καιρός. Τα άνθη της τουλίπας δεν διατηρούνται πάνω από 7 με 10 μέρες.
Τουλίπα της Πελοποννήσου
Στην Πελοπόννησο συναντάμε την κιτρινοπορτοκαλί τουλίπα στον Μαλέα και στο Χιονοβούνι , η οποία μοιάζει με φλόγα και την λέμε "φαναράκι" . Η ελληνική χλωρίδα περιέχει εννέα είδη του ίδιου γένους: την χαγερεία, την κλουσιανή, τη νότια, την ορφανίδεια, την ορεινή, την πρώιμη, την κρητική, τη βραχοφυή και τη βοιωτική .

Ελληνικοί μύθοι για την τουλίπα
Σε πολλούς Ελληνικούς μύθους αναφέρεται η λέξη τουλίπα. Μύθοι που σχετίζονται με την ιστορία της γέννησής της. Ένας από αυτούς τους μύθους: Στην Ανατολή (Κουρδιστάν) κάποτε ήταν ένας πρίγκιπας Κούρδος που τον έλεγαν (Φαρχάντ) (Farhad) . Ήταν πολύ ερωτευμένος με τη (Σιρίν) (Shirin). Μια μέρα η αγαπημένη του σκοτώθηκε, ο Φαρχάντ τότε έπεσε με το άλογό του σε έναν γκρεμό θέλοντας να αυτοκτονήσει. Το αίμα του απλώθηκε στο έδαφος και κάθε σταγόνα του έγινε τουλίπα. Από εκείνη την στιγμή η τουλίπα έγινε το έμβλημα της απόλυτης αγάπης.

ΑΛΟΗ

Η Αλόη (Aloe ή Aloë) είναι ένα γένος που περιλαμβάνει πάνω από 500 είδη ανθοφόρων, χυμωδών φυτών.[4] Το ευρύτερα γνωστό είδος είναι η Αλόη η γνησία (Aloe vera) και ονομάζεται έτσι επειδή, αν και πιθανώς εξαφανισμένη από την άγρια ​​φύση, καλλιεργείται ως η βασική πηγή της λεγόμενης "αληθινής Αλόης" για διαφόρων ειδών φαρμακευτικούς σκοπούς.[5] Άλλα είδη, όπως η Αλόη η θηριώδης (Aloe ferox), επίσης καλλιεργείται ή συλλέγεται από την άγρια φύση ​​για παρόμοιες εφαρμογές.

Το σύστημα APG III (2009), τοποθετεί το γένος στην οικογένεια Ξανθορροιοειδή (Xanthorrhoeaceae), στην υποοικογένεια Ασφοδελοειδή (Asphodeloideae).[6] Στο παρελθόν, είχε προσδιορισθεί στην οικογένεια Aloaceae (τώρα περιλαμβάνεται στα Xanthorrhoeaceae) ή σε γενικές γραμμές στο περίγραμμα της οικογένειας των λειριοειδών (Liliaceae). Το φυτό Αγαύη η αμερικανική (Agave americana), που μερικές φορές ονομάζεται «Αμερικανική αλόη», ανήκει στην υποιοκογένεια Ασφοδελοειδή (Asphodeloideae).

Το γένος είναι εγγενές στην τροπική και νότια Αφρική, στη Μαδαγασκάρη, στην Ιορδανία, στην Αραβική Χερσόνησο και σε διάφορα νησιά του Ινδικού Ωκεανού (Μαυρίκιος, Ρεϋνιόν, Κομόρες κ.ά.). Λίγα είδη έχουν επίσης εγκλιματιστεί σε άλλες περιοχές (Μεσόγειος, Ινδία, Αυστραλία, Βόρεια και Νότια Αμερική κλπ.).[2]Περιγραφή
Τα περισσότερα είδη αλόης έχουν μια ροζέτα από μεγάλα, παχιά, σαρκώδη φύλλα. Τα άνθη της αλόης είναι σωληνοειδή, συχνά κίτρινα, πορτοκαλί, ροζ, ή κόκκινα, και βαρύνουν, συγκεντρωμένα πυκνά και κρεμάμενα, στην κορυφή του απλά ή διακλαδισμένα, άνευ φύλλων μίσχους. Πολλά είδη της αλόης φαίνονται να είναι άκαυλα (χωρίς ποδίσκο), με τη ροζέτα να αναπτύσσεται άμεσα στο επίπεδο του εδάφους, άλλες ποικιλίες μπορεί να έχουν διακλαδισμένο ή μη διακλαδισμένο στέλεχος από το οποίο ξεπηδούν τα σαρκώδη φύλλα. Ποικίλλουν σε χρώμα από το γκρι μέχρι το φωτεινό πράσινο και είναι μερικές φορές ραβδωτά ή διάστικτα. Μερικά είδη αλόης, εγγενή στη Νότια Αφρική είναι δεντρόμορφα (δενδρώδη).[7]

Συστηματική
Το σύστημα APG III (2009), τοποθετεί το γένος στην οικογένεια Ξανθορροιοειδή (Xanthorrhoeaceae), στην υποοικογένεια Ασφοδελοειδή (Asphodeloideae).[6] Στο παρελθόν είχε προσδιορισθεί στην οικογένεια των λειριοειδών (Liliaceae) και Aloeaceae, καθώς και στην οικογένεια Asphodelaceae, πριν αυτό συγχωνευθεί στην Ξανθορροιοειδή (Xanthorrhoeaceae).

Το περίγραμμα του γένους ποικίλει ευρέως. Πολλά γένη, όπως τα Lomatophyllum,[8] έχουν τεθεί σε συνωνυμία. Είδη που κάποτε ήταν τοποθετημένα στην αλόη, όπως η Agave americana, έχουν μετακινηθεί σε άλλα γένη.[9]

Είδη
Πάνω από 500 είδη είναι δεκτά στο γένος αλόη, συν ακόμα περισσότερα συνώνυμα και ανεπίλυτα είδη, υποείδη, ποικιλίες και υβρίδια. Μερικά από τα αποδεκτά είδη είναι:[4]

Aloe aculeata Pole-Evans
Αλόη η αφρικανική (Aloe africana) Mill.
Aloe albida (Stapf) Reynolds
Aloe albiflora Guillaumin
Αλόη η δενδροειδής (Aloe arborescens) Mill.
Aloe arenicola Reynolds
Aloe argenticauda Merxm. & Giess
Αλόη η αθερώδης (Aloe aristata) Haw.
Aloe bakeri Scott-Elliot
Aloe ballii Reynolds
Aloe ballyi Reynolds
Aloe barberae Dyer
Αλόη η βραχύφυλλος (Aloe brevifolia) Mill.
Aloe broomii Schönland
Aloe buettneri A.Berger
Aloe camperi Schweinf.
Αλόη η κεφαλωτή (Aloe capitata) Baker
Αλόη η βλεφαροειδής (Aloe ciliaris) Haw.
Αλόη η σύμμικτος (Aloe commixta) A.Berger
Αλόη η εύκομος (Aloe comosa) Marloth & A.Berger
Αλόη η κοράλλινος (Aloe corallina) Verd.
Αλόη η επικλινής (Aloe decumbens) (Reynolds) van Jaarsv.
Aloe dewinteri Giess ex Borman & Hardy
Αλόη η διχοτόμος (Aloe dichotoma) Masson
Aloe dinteri A.Berger
Αλόη η έξοχος (Aloe eminens) Reynolds & Bally
Aloe erinacea D.S.Hardy
Αλόη η υψηλή (Aloe excelsa) A.Berger
Αλόη η θηριώδης (Aloe ferox) Mill.
Aloe forbesii Balf.f.
Αλόη η ισχνή (Aloe gracilis) Haw.
Aloe haemanthifolia Marloth & A.Berger
Aloe helenae Danguy
Aloe hereroensis Engl.
Αλόη η άοπλος (Aloe inermis) Forssk.
Aloe inyangensis Christian
Aloe jawiyon S.J.Christie, D.P.Hannon & Oakman ex A.G.Mill.
Aloe jucunda Reynolds
Aloe juddii van Jaarsv.
Aloe khamiesensis Pillans
Aloe kilifiensis Christian
Αλόη η κηλιδωτή (Aloe maculata) All.
Aloe marlothii A.Berger
Aloe namibensis Giess
Aloe nyeriensis Christian & I.Verd.
Aloe pearsonii Schönland
Αλόη η πεγλέρειος (Aloe peglerae) Schönland
Αλόη η διάτρητος (Aloe perfoliata) L.
Αλόη η πέρρειος (Aloe perryi) Baker
Αλόη η πετρόβιος (Aloe petricola) Pole-Evans
Aloe pillansii L.Guthrie
Αλόη η πτυκτή (Aloe plicatilis) (L.) Mill.
Αλόη η πολύφυλλος (Aloe polyphylla) Pillans
Αλόη η πολυκλαδής (Aloe ramosissima) Pillans
Aloe rauhii Reynolds
Aloe reynoldsii Letty
Aloe scobinifolia Reynolds & Bally
Aloe sinkatana Reynolds
Aloe sladeniana Pole-Evans
Aloe squarrosa Baker ex Balf.f.
Aloe striata Haw.
Αλόη η ραβδωτή (Aloe striatula) Haw.
Αλόη η σοκορτιανή (Aloe succotrina) Lam.
Aloe suzannae Decary
Aloe tenuior Haw.
Aloe thraskii Baker
Αλόη η ποικιλόχρους (Aloe variegata) L.
Αλόη η γνησία (Aloe vera) (L.) Burm.f.
Αλόη η χλωρανθής (Aloe viridiflora) Reynolds
Aloe wildii (Reynolds) Reynolds