ΠΛΑΝΗΤΕΣ

Πλανήτης, σύμφωνα με τον σύγχρονο ορισμό της Διεθνούς Αστρονομικής Ένωσης (IAU), ονομάζεται κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν (τουλάχιστον) αστέρα ή αστρικό υπόλειμμα και καλύπτει τις ακόλουθες πρόσθετες προϋποθέσεις:

  1. Έχει αρκετή μάζα ώστε να είναι σφαιρικό με την επίδραση της δικής του βαρύτητας.
  2. Δεν έχει αρκετή μάζα ώστε να προκληθεί πυρηνική σύντηξη.
  3. Έχει καθαριστεί η γειτονική του περιοχή από πλανητικά θραύσματα.

Το σώμα που καλύπτει τα πρώτα δύο κριτήρια αλλά όχι αυτό της κυριαρχίας στην τροχιά του, όταν δεν είναι δορυφόρος, λέγεται «πλανήτης νάνος».[1][2]

Η ετυμολογία της λέξης «πλανήτης» προέρχεται από την αρχαιοελληνική φράση «πλανῆτες ἀστέρες» (άστρα που περι-πλανιούνται), σε αντίθεση με τους ίδιους τους αστέρες που μοιάζουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο (εξ ου και η ονομασία «ἀπλανεῖς ἀστέρες»). Είναι παράγωγο της λέξης «πλάνης» που σημαίνει περιπλανώμενος, χωρίς μόνιμη διαμονή.

Ο όρος «πλανήτης» είναι αρχαίος, με δεσμούς με την ιστορία, με την αστρολογία, με την επιστήμη, με τη μυθολογία και με τη θρησκεία. Αρκετοί πλανήτες στο ηλιακό σύστημα είναι ορατοί με «γυμνό» μάτι. Αυτοί θεωρήθηκαν από πολλούς πολιτισμούς ως θεότητες ή ως απεσταλμένοι θεοτήτων. Καθώς η επιστημονική γνώση προχωρούσε, η ανθρώπινη θεώρηση για τους πλανήτες άλλαξε, συμπεριλαμβάνοντας έναν αριθμό διακριτών (ουρανίων) αντικειμένων. Το 2006 η Διεθνής Αστρονομική Ένωση επίσημα υιοθέτησε μια απόφαση ορισμού των πλανητών μέσα στο ηλιακό μας σύστημα. Ο ορισμός αυτός είναι αμφισβητούμενος, γιατί απέκλεισε πολλά ουράνια αντικείμενα με (περίπου) πλανητική μάζα, με βάση πού ή γύρω από τι περιφέρονται. Παρόλο που τα οκτώ (8) πλανητικά ουράνια σώματα που ανακαλύφθηκαν πριν από το 1950 παρέμειναν ως πλανήτες και σύμφωνα με το σύγχρονο ορισμό, κάποια άλλα ουράνια σώματα, όπως η Δήμητρα, η Παλλάς, η Ήρα και η Εστία, που βρίσκονται όλα στην κύρια ζώνη των αστεροειδών, καθώς επίσης και ο Πλούτωνας, που ήταν το πρώτο μεταποσειδώνιο αντικείμενο που ανακαλύφθηκε, κάποτε θεωρήθηκαν ως πλανήτες, αλλά σύμφωνα με το σύγχρονο ορισμό θεωρήθηκαν πλανήτες νάνοι.

Οι πλανήτες θεωρούνταν από τον Πτολεμαίο ότι περιφέρονται γύρω από τη Γη με φερόμενες και επικυκλικές κινήσεις. Παρόλο που η ιδέα της περιφοράς γύρω από τον Ήλιο είχε προταθεί πολλές φορές (με παλαιότερη γνωστή διατύπωση από τον Αρίσταρχο το Σάμιο), χρειάστηκε να φθάσει ο 17ος αιώνας, με την υποστήριξη των πρώτων τηλεσκοπικών αστρονομικών παρατηρήσεων, που πραγματοποιήθηκαν από το Γαλιλαίο Γαλιλέι, για να τεκμηριωθεί η ηλιοκεντρική θεωρία. Μάλιστα, με την προσεκτική ανάλυση των δεδομένων αυτών των παρατηρήσεων από τον Γιοχάνες Κέπλερ βρέθηκε ότι οι πλανητικές τροχιές δεν είναι κυκλικές αλλά ελλειπτικές. Καθώς τα εργαλεία παρατήρησης εξελίσσονταν, οι Αστρονόμοι είδαν ότι εκτός από την ίδια τη Γη και άλλοι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από επικλινείς άξονες, και κάποιοι από αυτούς παρουσιάζουν φαινόμενα όπως τα πολικά παγοκαλύμματα και οι εποχές. Από την αυγή της Διαστημικής Εποχής, η κοντινή παρατήρηση με διαστημικούς βολιστήρες αποκάλυψε ότι η Γη και άλλοι πλανήτες μοιράζονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως η ηφαιστειότητα, οι τυφώνες, οι τεκτονικές πλάκες, ακόμη και η υδρολογία.

Το αρχικό βήμα για τη δημιουργία των πλανητών είναι η βαρυτική συστολή ενός γιγάντιου νέφους αερίων. Καθώς αυτό συστέλλεται, λόγω περιστροφής πλαταίνει και σχηματίζει ένα δίσκο. Ένας αστέρας αρχίζει να σχηματίζεται στο κέντρο, που είναι και η θερμότερη περιοχή. Στον υπόλοιπο δίσκο η ύλη συμπυκνώνεται βαθμηδόν, για το σχηματισμό ολοένα μεγαλύτερων στερεών σωμάτων. Η «ανάφλεξη» του αστέρα προκαλεί την αποβολή της σκόνης και των αερίων που παρέμειναν.

Οι πλανήτες δεν έχουν την απαιτούμενη μάζα για την έναρξη θερμοπυρηνικών αντιδράσεων όπως συμβαίνει με τα αστέρια, έτσι δεν έχουν την ικανότητα να εκπέμπουν ακτινοβολία. Το γεγονός της ορατότητας των πλανητών του ηλιακού μας συστήματος κατά τη διάρκεια της νύχτας οφείλεται στην ανάκλαση του ηλιακού φωτός (ετερόφωτα σώματα).

Εμφάνιση της εικόνας προέλευσης