Η ιστορία του Ping Pong

Το παιχνίδι ξεκίνησε ως άθλημα στην Αγγλία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1880, όπου παιζόταν μεταξύ της ανώτερης τάξης σαν ένα παιχνίδι μετά το δείπνο. Εικάζεται ότι το παιχνίδι εμπνεύστηκε για πρώτη φορά από τους αξιωματικούς του Βρετανικού στρατού στην Ινδία ή τη Νότια Αφρική που το έφεραν πίσω στην πατρίδα μαζί τους.

Αρχικά μια σειρά από βιβλία τοποθετούνταν κατά μήκος του κέντρου του τραπεζιού ως δίχτυ και δύο ακόμη βιβλία χρησιμοποιούνταν σαν ρακέτες για να χτυπάνε μια μπάλα του γκολφ από τη μια πλευρά του τραπεζιού προς την άλλη. Εναλλακτικά, το πινγκ-πονγκ παιζόταν με μεταλλικές τσιγαροθήκες για ρακέτες και μπάλες από φελλό σαμπάνιας. Η δημοτικότητα του παιχνιδιού οδήγησε τους κατασκευαστές του να πουλούν τον εξοπλισμό για εμπορικούς σκοπούς. Οι πρώτες ρακέτες ήταν συχνά από κομμάτια δέρματος τεντωμένο πάνω σε ένα πλαίσιο, και ο ήχος που παραγόταν στο παιχνίδι έδωσε για πρώτη φορά τα παρατσούκλια του «wiff-waff» και «ping-pong».

Διάφορες πηγές αναφέρουν ότι το παιχνίδι για πρώτη φορά κυκλοφόρησε από την αλυσίδα καταστημάτων Hamley της Regent Street, με το όνομα «Gossima». Η ονομασία «πινγκ-πονγκ» ήταν σε ευρεία χρήση πριν ακόμα την κατοχυρώσει η εταιρία κατασκευαστών J. Jaques & Son Ltd το 1901. Στη συνέχεια το όνομα «πινγκ πονγκ» χρησιμοποιούνταν για το παιχνίδι που παιζόταν με τον αρκετά ακριβό εξοπλισμό που πουλούσε η «Jaques», ενώ οι άλλοι κατασκευαστές το αποκαλούσαν επιτραπέζια αντισφαίριση. Μια παρόμοια κατάσταση προέκυψε και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η Jaques πούλησε τα δικαιώματα για το παιχνίδι με το όνομα «ping-pong» στην εταιρία Parker Brothers.

Η επόμενη μεγάλη καινοτομία ήταν από τον James W. Gibb, ένα Βρετανό λάτρη του πινγκ-πονγκ, ο οποίος ανακάλυψε τα καινούργια , για την εποχή, μπαλάκια από ταρταρούγα (celluloid) σε ένα ταξίδι στις ΗΠΑ το 1901 και παρατήρησε ότι ήταν ιδανικά για το παιχνίδι. Στη συνέχεια ακολούθησε ο ΕΚ Goode, ο οποίος το 1901 επινόησε τη σύγχρονη εκδοχή της ρακέτας εφαρμόζοντας ένα κομμάτι από διάστικτο λάστιχο επάνω σε ξύλο. Η δημοτικότητα του πινγκ πονγκ αυξάνεται πολύ από το 1901 σε βαθμό που διοργανώνονται τουρνουά πινγκ-πονγκ, βιβλία γράφονται για αυτό, και ένα ανεπίσημο παγκόσμιο πρωτάθλημα πραγματοποιείται το 1902. Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, το παιχνίδι είχε απαγορευτεί στη Ρωσία, επειδή οι κυβερνώντες τότε πίστευαν ότι είχε αρνητικές συνέπειες για την όραση των παικτών.

Το 1921, η Ομοσπονδία Επιτραπέζιας Αντισφαίρισης ιδρύθηκε στη Βρετανία, και το 1926 ακολούθησε η Διεθνής Ομοσπονδία Επιτραπέζιας Αντισφαίρισης. Το Λονδίνο φιλοξένησε την πρώτη επίσημη διοργάνωση Παγκοσμίου Πρωταθλήματος το 1926. Στην Ελλάδα, το 1956 ιδρύεται η ανεξάρτητη ομοσπονδία επιτραπέζιας αντισφαίρισης (ΕΦΟΕΠΑ).

Στη δεκαετία του 1950,το παιχνίδι άλλαξε δραματικά όταν και χρησιμοποιήθηκαν ρακέτες με ένα φύλλο από λάστιχο και ένα υπόστρωμα από σπόγγο, εισάγοντας μεγαλύτερη ταχύτητα και περιστροφή στο μπαλάκι. Αυτό συνέβη στη Βρετανία από την εταιρία κατασκευής αθλητικών ειδών S.W. Hancock Ltd. Στη συνέχεια, η χρήση ειδικής κόλλας αυξάνει ακόμα περισσότερο το σπιν και την ταχύτητα, οδηγώντας σε αλλαγές στον εξοπλισμό του αθλήματος, ώστε να μειωθεί η ταχύτητα του παιχνιδιού. Η Επιτραπέζια Αντισφαίριση εισήχθη ως ολυμπιακό άθλημα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1988.

Έπειτα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000 στο Σύδνεϋ, η Διεθνής Ομοσπονδία Επιτραπέζιας Αντισφαίρισης εισάγει νέους κανόνες ώστε το παιχνίδι να γίνει πιο προσιτό για τους τηλεθεατές. Αρχικά, από το 2000, τα παλαιά μπαλάκια με διάμετρο 38 χιλιοστών αντικαθίστανται από νέα με διάμετρο 40 χιλιοστά, πράγμα που αύξησε την αντίσταση του αέρα και μείωσε σημαντικά την ταχύτητα του παιχνιδιού. Μέχρι τότε, οι παίκτες άρχισαν να αυξάνουν το πάχος του υποστρώματος σπόγγου στις ρακέτες τους, γεγονός που έκανε το παιχνίδι ιδιαιτέρως γρήγορο και πολύ δύσκολο για να παρακολουθηθεί μέσω τηλεόρασης. Στη συνέχεια, το 2001, άλλαξε και η διάρκεια του σετ από τους 21 πόντους στους 11. Αυτό είχε ως σκοπό να αυξήσει τον ρυθμό του παιχνιδιού και να το κάνει πιο συναρπαστικό. Επίσης άλλαξε ο κανονισμός που επέτρεπε στον παίκτη που σερβίρει να κρύβει την μπάλα κατά τη διάρκεια του σερβίς, με σκοπό να μειωθεί το πλεονέκτημα του παίκτη που σερβίρει και κατά συνέπεια να αυξηθεί η μέση διάρκεια των πόντων.

Τελευταία έχουν εμφανιστεί και άλλες παραλλαγές του παιχνιδιού, όπως για παράδειγμα μπαλάκια με διάμετρο 44 χιλιοστά, που μειώνουν ακόμα περισσότερο την ταχύτητά του.