Η λεοπάρδαλη (Panthera pardus - Πάνθηρ πάρδος) ή απλά πάνθηρας είναι σαρκοφάγο θηλαστικό ζώο που ανήκει στις αιλουρίδες. Είχε κυνηγηθεί πολύ από το άνθρωπο για την όμορφή της γούνα, αλλά πλέον προστατεύεται με ειδικούς νόμους.[3] Ζει στην Αφρική και στην Ν. Ασία, ενώ παλαιότερα ζούσε και στην Ευρώπη, ακόμα και στην Ελλάδα, μέχρι και την Ισπανία.[4][5] Η λεοπάρδαλη ανήκει στο γένος Panthera, στο ίδιο γένος ανήκουν το λιοντάρι (Panthera leo), η τίγρη (Panthera tigris) και το τζάγκουαρ (Panthera onca).[6]
Ετυμολογία [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το αγγλικό όνομα «leopard» προέρχεται από το παλαιό γαλλικό leupart (λιουπάρτ), που προέρχεται από το λατινικό leopardus (λεοπάρντους) και απο το αρχαίο ελληνικό λέοπάρδος (λέων + πάρδος).[7][8] Το γενικό όνομα Πανθέρα (Panthera) προέρχεται απο το λατινικό panthera, το οποίο αναφέρεται σε ένα δίχτυ κυνηγιού άγριων θηρίων που χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους σε μάχες.[9] Το φωνητικά παρόμοιο σανσκριτικό pândara (πάνταρα) σημαίνει ωχροκίτρινο, υπόλευκο ή λευκό.[10] Το λατινικό όνομα pardus (πάρντους) αναφέρεται σε έναν αρσενικό πάνθηρα.[11] Η λέξη pardus πιστεύεται ότι προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό παρδαλωτός που σημαίνει "με κηλίδες.[12]
Χαρακτηριστικά [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο πάνθηρας ή λεοπάρδαλη έχει μήκος σώματος κοντά στα 2,1 μέτρα, με την ουρά να καταλαμβάνει τα 90 εκ. Τα αρσενικά ζυγίζουν από 37 εως 90 kg με ύψος 60 εως 70 cm, ενώ τα θηλυκά είναι ελαφρύτερα, ζυγίζοντας από 28 εως 60 kg κιλά με ύψος 57 εως 64 cm.[13][14] Παρότι Θεωρείται το μικρότερο από τα τέσσερα μεγάλα αιλουροειδή του γένους panthera (Λιοντάρι, Τίγρης, Ιαγουάρος, Λεοπάρδαλη), είναι το δυνατότερο αναλογικά με το μέγεθος και το βάρος του (εάν δηλαδή είχαν όλα τα παραπάνω υπόείδη το ίδιο σωματικό βάρος και μέγεθος, η λεοπάρδαλη θα υπερτερουσε σε σωματική (μυϊκή) δύναμη).
Συνήθως, οι λεοπαρδάλεις είναι μεγαλύτερες σε περιοχές όπου βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, χωρίς περιορισμό του ανταγωνισμού από μεγαλύτερους θηρευτές όπως το λιοντάρι και η τίγρη.[15] Ορισμένες λεοπαρδάλεις στη Βόρεια Αφρική υποτίθεται ότι ήταν τόσο μεγάλες όσο τα Βερβερικά λιοντάρια. Το 1913, μια εφημερίδα της Αλγερίας ανέφερε ότι μια σκοτωμένη λεοπάρδαλη φαίνεται να υπολογίστηκε περίπου στα 275 εκατοστά συνολικού μήκους.[16] Προς σύγκριση, τα μεγέθη των αρσενικών λιονταριών κυμαίνονται απο 266 εως 311 cm από το κεφάλι μέχρι το τέλος της ουράς.[17]
Η ταχύτητα του εν λόγω αιλουροειδους φτάνει μέχρι και τα 58 χλμ. την ώρα, ενώ έχει επιπλέον την ικανότητα να πραγματοποιεί άλματα μήκους έως και 6 μέτρων. Ο συνδιασμος δύναμης, ταχύτητας αλλά κυρίως η εξαιρετική ικανότητα του συγκεκριμένου είδους να κινείται εντελώς αθόρυβα χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τα πιθανά θηράματα του, όπως και μοναδική δυνατότητα του (σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη αιλουροειδων του γένους panthera) να σκαρφαλώνει με ευκολία και να κινείται πάνω στα δέντρα και τα κλαδιά αυτών, καθιστούν τη λεοπάρδαλη ή πάνθηρα έναν από τους ικανοτερους και πιο επιτυχημένους θηρευτές του ζωικού Βασιλείου.[18]
Όσον αφορά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους, το τρίχωμα των πανθήρων μπορεί να έχει δύο χρώματα: να είναι μαύρο (τα άτομα αυτού του είδους είναι γνωστοί και ως μαύροι πάνθηρες, ή πάνθηρες σκέτο), ή σκούρο κίτρινο, με μαύρες κηλίδες που στο κέντρο τους έχουν κίτρινο.[6]
Η λεοπάρδαλη ζευγαρώνει όλη την διάρκεια του χρόνου. Η εγκυμοσύνη διαρκεί γύρω στις 100 μέρες, και στο τέλος το θηλυκό γεννάει απο 2 εώς 4 μικρά (συνήθως 3), τα οποία αρχικά είναι τυφλά. Τα μικρά μένουν με τους γονείς τους μέχρι να ενηλικιωθούν.[4]
Υποείδη [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Όταν ο Κάρολος Λινναίος δημοσίευσε την περιγραφή μιας λεοπάρδαλης το 1758 τα τότε 27 υποείδη λεοπάρδαλης περιγράφονταν από φυσιοδίφες από το 1794 ως το 1956. Μετά το 1996, σύμφωνα με ανάλυση DNA, κατά τη δεκαετία του 1990, μόνο οκτώ από τα 27 υποείδη θεωρήθηκαν έγκυρα. Αργότερα όμως μία ανάλυση αποκάλυψε κι ένα ένατο έγκυρο υποείδος, την Αραβική λεοπάρδαλη κι έκτοτε, μετά από μελέτες κρανίων αποκαλύφθηκαν άλλα δύο υποείδη.[19]
Τα εννέα αναγνωρισμένα υποείδη λεοπάρδαλης:[6]
- Αφρικανική λεοπάρδαλη (P. p. pardus) (Λινναίος, 1758) κατοικεί στην Υποσαχάρια Αφρική
- Ινδική λεοπάρδαλη (P. p. fusca) (Μέγιερ, 1794) κατοικεί στην Ινδική υποήπειρο
- Λεοπάρδαλη της Ιάβας (P. p. melas) (Κουβιέ, 1809) κατοικεί στην Ιάβα, Ινδονησία
- Αραβική λεοπάρδαλη (P. p. nimr) (Έμπριχος and Ερεμβέργιος, 1833) κατοικεί στην Αραβική χερσόνησο
- Λεοπάρδαλη του Αμούρ (P. p. orientalis) (Σλέγκελ, 1857) κατοικεί στην Ανατολική Σιβηρία, στη Κορεατική χερσόνησο και στη Βορειοανατολική Κίνα
- Λεοπάρδαλη της Βόρειας Κίνας (P. p. japonensis) (Γκρέι, 1862) κατοικεί στη Βόρεια Κίνα
- Περσική λεοπάρδαλη (P. p. saxicolor) (Πόκοκ, 1927), αρχικά ήταν γνωστή ως Λεοπάρδαλη του Καυκάσου (P. p. ciscaucasica) (Σατουνίν, 1914), κατοικεί στον Καύκασο, στο Τουρκμενιστάν, στο Αφγανιστάν και στο Βόρειο Ιράν
- Λεοπάρδαλη της Ινδοκίνας (P. p. delacouri) (Πόκοκ, 1930) κατοικεί στην ηπειρωτική Νοτιοανατολική Ασία
- Λεοπάρδαλη της Σρι Λάνκα (P. p. kotiya) (Ντερανιγιάγκαλα, 1956) κατοικεί στη Σρι Λάνκα
Μετά από μία μορφολογική ανάλυση κρανίων λεοπάρδαλης θεωρήθηκαν έγκυρα δύο ακόμα υποείδη λεοπάρδαλης:
- Λεοπάρδαλη της Ανατολίας (P. p. tulliana) (Βαλενσιέν, 1856) κατοικεί στη Δυτική Τουρκία
- Λεοπάρδαλη του Πακιστάν (P. p. sindica) (Πόκοκ, 1930) κατοικεί στο Πακιστάν και ίσως σε τμήματα του Αφγανιστάν και του Ιράν
Τα τρία παρακάτω αφρικανικά υποείδη θεωρούνταν έγκυρα μέχρι το 1996. Έκτοτε αναγνωρίζονται ως εκπρόσωποι του υποείδους (P. p. pardus):
- Λεοπάρδαλη του Άτλαντα (P. p. panthera) (Σρέμπερ, 1777)
- Λεοπάρδαλη του Σινά (P. p. jarvasi) (Πόκοκ, 1932)
- Λεοπάρδαλη της Ζανζιβάρης (P. p. adersi) (Πόκοκ, 1932)