Ο Δημήτρης Μητροπάνος (Τρίκαλα, 2 Απριλίου 1948 – Μαρούσι Αττικής, 17 Απριλίου 2012) ήταν Έλληνας τραγουδιστής. Ερμήνευσε χαρακτηριστικά τραγούδια σπουδαίων στιχουργών και συνθετών. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους και σημαντικότερους Έλληνες τραγουδιστές όλων των εποχών.

 

Γεννήθηκε στην Αγία Μονή, μια συνοικία των Τρικάλων -από την οποία καταγόταν η μητέρα του- στις 2 Απριλίου του 1948. Μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε στα 29 του χρόνια. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως είχε σκοτωθεί στον Εμφύλιο Πόλεμο, όταν ήρθε ένα γράμμα το οποίο έλεγε πως ζει στην Ρουμανία. Ο πατέρας του καταγόταν από ένα χωριό της Καρδίτσας, το Καππά. Από μικρός δούλευε τα καλοκαίρια για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του. Πρώτα ως σερβιτόρος στην ταβέρνα του θείου του και ύστερα στις κορδέλες κοπής ξύλων. Μετά την τρίτη γυμνασίου, το 1964, μετέβη στην Αθήνα να ζήσει με τον θείο του στην οδό Αχαρνών. Προτού τελειώσει το γυμνάσιο, άρχισε να εργάζεται ως τραγουδιστής. Χαρακτηριστικά τον φώναζαν από μικρό "βλαχάκι", λόγω και της καταγωγής του από την Θεσσαλία.

ΜΕΡΙΚΑ ΓΝΩΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ :

Ρόζα

Θες

Σβήσε το φεγγάρι

Τα Λαδάδικα

Όταν έχω εσένα

Έρωτας αρχάγγελος

Μια στάση εδώ

Σε αναζητώ στη Σαλονίκη

Πεθαμένες καλησπέρες

Θάλασσες

Μάνα πού ζω

Σ' αγαπώ σαν αμαρτία

Πες μου πού πουλάν καρδιές

Ο ξενύχτης ,και άλλες πολλές επιτυχίες

 

 

 

 

 

     La Vita è Bella

                     La Vita è Bella 

   ΠΛΟΚΗ ΤΑΙΝΙΑΣ:

Ο Γκουίντο, ένας Ιταλός εβραϊκής καταγωγής, φτάνει σε μια μικρή πόλη της Ιταλίας για να πιάσει δουλειά ως σερβιτόρος στο ξενοδοχείο του θείου του. Ο Γκουίντο είναι αστείος και χαρισματικός, ειδικά όταν γνωρίζει μια δασκάλα, τη Ντόρα. Η Ντόρα, όμως, προέρχεται από μια πλούσια, αριστοκρατική, μη εβραϊκή οικογένεια. Η μητέρα της θέλει να καλοπαντρευτεί , αλλά η Ντόρα ερωτεύεται τον Γκουίντο και τη μέρα του γάμου της, κλέβονται.

Περνούν αρκετά χρόνια και τώρα το ζευγάρι έχει ένα γιο, τον Τζιοζέ. Η Ντόρα και η μητέρα της έχουν αποξενωθεί εξαιτίας του γάμου της με τον Γκουίντο αλλά οι σχέσεις τους καλυτερεύουν λίγο πριν τα τέταρτα γενέθλια του εγγονού της.

Η εντολή για το Ολοκαύτωμα μόλις είχε δοθεί και οι Γερμανοί ξεκίνησαν να μαζεύουν όλους τους Εβραίους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Γκουίντο, μαζί με το θείο του και το γιο του αναγκάζονται να επιβιβαστούν σε ένα τρένο με προορισμό ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η Ντόρα -αν και ιταλικής καταγωγής και συνεπώς άμοιρη των δεινών που περιμένουν τους εβραίους- δεν μπορεί να αποχωριστεί τους άντρες της ζωής της, ζητάει να πάει μαζί τους και μπαίνει στο τρένο οικειοθελώς, αλλά στην συνέχεια χωρίζονται. Στο στρατόπεδο, ο Γκουίντο κρύβει το γιο του από τους Ναζί φύλακες, του δίνει κρυφά φαγητό και προσπαθεί να τον κάνει να μην καταλάβει τι πραγματικά συμβαίνει. Έτσι, τον πείθει ότι το στρατόπεδο είναι απλά ένα παιχνίδι, στο οποίο ο παίκτης που θα καταφέρει να μαζέψει 1.000 πόντους θα κερδίσει ένα τανκ. Του λέει αν κλάψει, παραπονεθεί, ζητήσει τη μαμά του ή πει ότι πεινάει θα χάσει.

Ο Γκουίντο τον πείθει ότι οι φύλακες του στρατοπέδου είναι κακοί γιατί θέλουν κι αυτοί να κερδίσουν το τανκ και έτσι όλα τα άλλα παιδιά κρύβονται για να κερδίσουν το παιχνίδι. Όταν ο Τζιοζέ δε θέλει να παίξει άλλο και ζητά να επιστρέψει σπίτι, του λέει ότι είναι λίγους πόντους πριν τη νίκη. Παρά το γεγονός ότι είναι περιτριγυρισμένος από μιζέρια, αρρώστια και θάνατο, ο Τζιοζέ δεν αμφιβάλλει καθόλου για τα λεγόμενα του πατέρα του, χάρη στην πειστική του ερμηνεία και τη δική του αθωότητα.

Η ιστορία του Γκουίντο κρατάει μέχρι το τέλος, όταν μέσα στο χάος που προκάλεσε η αμερικανική εισβολή, λέει στο γιο του να μείνει μέσα σε ένα κουτί μέχρι να φύγουν όλοι, πείθοντάς τον ότι αυτό είναι το τελευταίο μέρος του παιχνιδιού. Ο Γκουίντο, ενώ προσπαθεί να βρει τη Ντόρα,ένας φύλακας τον πλησιάζει και του παίρνει την ζωή, αλλά όχι πριν κάνει το γιο του να γελάσει για τελευταία φορά, παριστάνοντας τον Ναζί φύλακα.

Ο Τζιοζέ καταφέρνει να επιζήσει και νομίζει ότι νίκησε το παιχνίδι όταν ένα αμερικανικό τανκ φτάνει και απελευθερώνει το στρατόπεδο. Βρίσκει τη μητέρα του, μη γνωρίζοντας ότι ο πατέρας του έχει πεθάνει. Χρόνια αργότερα, συνειδητοποιεί τη θυσία του πατέρα του, που του έσωσε τη ζωή.