Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

 

Τρία θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς ,ἐντελῶς συνοπτικά, εἶναι τὰ σημεῖα ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα καὶ τῆς δίνουν τὸ κῦρος καὶ τὴν αἴγλη ποὺ ἔχει ἀνάμεσα στὶς ἄλλες γλῶσσες.

1) τὸ ὅτι ἀποτελεῖ τὴν ΜΗΤΡΑ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ .

Ἡ ἑλληνικὴ ὡς γνωστὸν ὑπῆρξε ἡ ΠΡΩΤΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχή του Ἀλέξανδρου , ἐνῶ κατὰ τὴν ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ εἰσήχθησαν στὶς Εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες πλεῖστες ἑλληνικὲς λέξεις καὶ ΕΝΝΟΙΕΣ ποὺ καθόρισαν τὸ Δυτικὸ Πνεῦμα ὅπως :
ΙΣΤΟΡΙΑ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΜΟΥΣΙΚΗ, ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ, ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ, ΚΡΙΤΙΚΗ , ΑΝΑΛΥΣΙΣ, ΣΥΝΘΕΣΙΣ, ΣΥΣΤΗΜΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ κλπ.
Συνεπῶς δὲν ἀποτελεῖ ὑπερβολὴ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι
ἄν ἀφαιρέσουμε τὶς ἑλληνικὲς λέξεις -ἔννοιες
ἀπὸ τὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες
 καταρρέει αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε
"Εὐρωπαϊκὸ Πνεῦμα."
2) ἡ Ἑλληνικὴ γράφεται καὶ μιλιέται στὸν ἴδιο τόπο ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΚΟΠΗ , συνεχῶς ἐδῶ καὶ 4000 χρόνια.

Γι αὐτὸ καὶ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΛΛΗΝΟΓΕΝΕΙΣ ΓΛΩΣΣΕΣ
 ΑΛΛΆ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ.
Τὸ ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ εἶναι ΕΝΙΑΙΑ γλῶσσα ἀπὸ τὸν ΟΜΗΡΟ μέχρι σήμερα
φαίνεται
ἀπὸ τὸ ΛΕΞΟΛΟΓΙΟ
καὶ ἀπὸ τὴ ΔΟΜΗ της.
Ἄν πρέπει νὰ χωρίσουμε ὁπωσδήποτε
(γιὰ λόγους μεθοδολογικούς- ἐκπαιδευτικούς )
τὴν ἑλληνική σὲ χρονικὲς περιόδους
τότε ὁ χωρισμός της θὰ πρέπει νὰ  γίνει
στὰ ΠΡΩΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ,
ἐπειδὴ τότε ΑΛΛΑΞΕ Η ΠΡΟΦΟΡΑ
λόγῳ τῶν κατακτήσεων τοῦ Ἀλεξάνδρου ,
ὅταν μίλησαν ἑλληνικὰ
χιλιάδες ἀλλόγλωσσοι λαοὶ δημιουργῶντας τὴν ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ ΚΟΙΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ἀπὸ τὴν ὁποίαν προῆλθε ἡ Βυζαντινὴ καὶ ἐξ αὐτῆς ἡ Νεοελληνική
 (ἐπ αὐτῶν μπορεῖ κανεὶς νὰ συμβουλευτεῖ  σχετικὰ τὴν ἐπιστημονικὴ βιβλιογραφία
πχ Γ. ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ,ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, BROWNING κλπ γιὰ νὰ ἐνημερωθεῖ γλωσσολογικῶς γιὰ τὴν ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ).
Μετὰ τὶς κατακτήσεις τοῦ Ἀλεξάνδρου ὅταν μιλήθηκε ἡ ἑλληνικὴ σὲ ὅλη τὴν τότε γνωστὴ οἰκουμένη , ἄρχισε νὰ ἀλλάζει  ἡ γλῶσσα,πέραν τῆς προφορᾶς [ποὺ ἀπὸ προσωδιακή—μακρὰ καὶ βραχέα—ἔγινε τονική] καὶ στὸ μορφοσυντακτικὸ ἐπίπεδο·
εἰσῆλθαν οἱ ΠΕΡΙΦΡΑΣΕΙΣ (πχ ὁ παρακείμενος "λέλυκα" ἔγινε "ἔχω λῦσαι" γιὰ νὰ καταλήξει "ἔχω λύσει") καὶ οἱ ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ( πχ ἡ "κλεὶς" ἔγινε "κλειδίον" , ὁ "παῖς" , "παιδίον" κλπ).
Βεβαίως οι ἀλλαγὲς αὐτὲς ποὺ μετέτρεψαν τὴν ΑΤΤΙΚΗ διάλεκτο τοῦ Πλάτωνα ,στὴν ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ ΚΟΙΝΗ τῶν Εὐαγγελίων, δὲν ἔγιναν ἐν μιᾷ νυκτὶ, ἀλλὰ σέ μιὰν σειρὰν αἰώνων,.ὥστε στὰ χρόνια τοῦ Ἰουστινιανοῦ νὰ ἔχει λάβει ἡ ἑλληνικὴ τὴν ΣΗΜΕΡΙΝΗ περίπου μορφὴ της· 
γι αὐτὸ καὶ σήμερα μπορεῖ  νὰ κατανοήσει κάποιος σύγχρονος Ἕλληνας μὲ λυκειακὲς γνώσεις ,
 κείμενα  τῶν ΛΥΣΙΑ, ΑΙΣΩΠΟΥ,
 ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ κλπ ,
δηλ κείμενα ἡλικίας 2000 χρόνων
 — κάτι ποὺ ἀποτελεῖ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ.

 

 

3) τὸ τρίτο χαρακτηριστικὸ τῆς ἑλληνικῆς εἶναι ἡ ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ της .

Εἶναι γνωστὴ ἡ ΠΟΛΥΤΥΠΙΑ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς
ἡ ὁποία εἶχε ὡς συνέπεια τὴν ΛΙΤΟΤΗΤΑ της,
ὅταν  μὲ μία λέξη σημαίνεται σωρεία πραγμάτων
(πχ " βεβουλεύμεθα"= ἔχουμε συζητήσει κι ἔχουμε καταλήξει σὲ απόφαση).
Εἶναι γνωστὴ ἡ προτίμηση τοῦ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
στὰ πολυσύνθετα μὲ πολλές προθέσεις ρήματα,
γιὰ νὰ ἀποδώσει ΠΟΛΛΕΣ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΩΣ
(πχ :"αἱ νῆες   τοῦ Λυσάνδρου
ΑΝΤΕΠΑΝΗΓΟΝΤΟ" =ἀντί+ ἐπί+ ἀνά+ ΑΓΟΜΑΙ).
Ἡ ἐκφραστικότητα τῆς Ἑλληνικῆς
ὀφείλεται
ἐν πολλοῖς
στὸ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ της σύστημα
καὶ εἰδικῶς στὴν δημιουργία παραγώγων 
ἐκ τῶν  συνθέτων
μὲ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ :
Πχ ἡ ἐναλλαγὴ προθέσεων σὲ ρήματα (ἤ ὀνόματα) ὄχι μόνο ἀλλάζει τὴ σημασία τῶν ρημάτων ἤ ὀνομάτων
ἀλλά -ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟ- δημιουργεῖ
ΝΕΑ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΕΚ ΣΥΝΘΕΤΩΝ :
πχ μετά+ βάλλω >μεταβολή/ μεταβλητή/ μεταβολισμός
ἀνά+βάλλω > ἀναβολή/ ἀναβολέας/ ἀναβολικά
προ+βάλλω> προβολή/προβολέας/προβολική/πρόβλημα/προβληματικός/προβληματισμένος κλπ
ΕΔΩ ΕΓΚΕΙΤΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ
ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΠΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΔΙΔΕΙ ΜΙΑΝ ΥΨΗΛΗ ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ .
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τῆς "πλαστικότητας" τῆς ἑλληνικῆς
ἀποτελεῖ τὸ ΠΤΩΤΙΚΟ της σύστημα
 χάρις στὸ ὁποῖο οἱ λέξεις μποροῦν νὰ ἀλλάζουν θέση μέσα στὴν πρόταση
 χωρὶς νὰ χάνεται  τὸ νόημα τους
(στὴν πανάρχαια ἑλληνικὴ ὑπῆρχαν Πτώσεις
ὅπως ἡ ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΗ -οἴκοθεν- ,
ἡ ΤΟΠΙΚΗ -οἴκοι-,
ἡ ΟΡΓΑΝΙΚΗ -δακρυόφι).
Ἐπίσης ,εἰδικῶς γιὰ τὴν Ἀρχαία ἑλληνική ,
δηλ τὴν ΠΡΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ,
 σαφήνεια καὶ λεπτὲς ἀποχρώσεις στὸ λόγο προσέδιδε τὸ ΕΓΚΛΙΤΙΚΟ σύστημα
καὶ κατʹ ἐξοχὴν ἡ ΕΥΚΤΙΚΗ.
Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα
ἡ ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΛΑΓΙΟΥ ΛΟΓΟΥ
ποὺ προτιμᾶτο στὴν Δευτερεύουσα πρόταση
(ἀντὶ  τῆς Ὁριστικῆς)
 ὅταν τὰ ἀναφερόμενα στὴν κύρια πρόταση ἦταν χρόνου παρελθόντος
 "ἀμαυρώνοντας " ἔτσι τὴν πραγματικότητα
τῶν προαναφερομένων
[ πχ :ΕΛΕΓΟΝ ΟΤΙ ΕΙΕΝ(=ευκτική) οχι:ΗΣΑΝ(=οριστική)
γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟ τὸ λεχθέν, μπορεῖ νὰ ἰσχύει ,μπορεῖ ὅμως καὶ νὰ ΜΗΝ ἰσχύει...].
Παρομοίως καὶ ἡ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ
- δηλ ἡ Εὐκτικὴ μὲ τὸ δυνητικό "ΑΝ"(=μπορεῖ/μποροῦσε) -
δήλωνε τὸ δυνατὸν στὸ μέλλον
 ἤ μιὰ ἄποψη ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ἰσοδύναμες (ἤ εὐγενικὴ προσταγή).
πχ ὅταν ὁρίζει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ "Ἠθικὰ Νικομάχεια" τὴν Ἀρετὴ ὡς στοχεύουσα στὴ Μεσότητα γράφει
" ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ ΑΝ ΕΙΗ (=εὐκτική ,ἀντί τοῦ :ΕΣΤΙ) ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗ" δείχνοντας ἔτσι μετριοπάθεια στὸ λόγο του.
Ὑπῆρχε ἐπίσης στὴν Ἀρχαία Ἑλλ.
ἡ διαφοροποιητικὴ ἀξία τῆς ΜΕΣΗΣ ΔΙΑΘΕΣΗΣ (ὄχι Φωνῆς)
ποὺ δήλωνε τὸ ΕΚΟΥΣΙΟ τῆς ἐνεργείας τοῦ ρήματος πχ "ΛΟΥΟΜΑΙ ΤΟΝ ΠΑΙΔΑ"= πλένω τὸ παιδί μὲ τὴ θεληση μου, θέλω καὶ τὸ κάνω -ὄχι ἁπλῶς "ΛΟΥΩ ΤΟΝ ΠΑΙΔΑ".

Ἐξάλλου τό (ἀπολεσθέν) στὴ νεοελληνικὴ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
περιέκλειε πολλὰ νοήματα
ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἀποδοθοῦν στὴ νεοελληνική :
πχ τὸ ἀπαρέμφατο "ΚΑΠΝΙΖΕΙΝ" (στὶς παλιὲς πινακίδες :" Ἀπαγορεύεται τὸ Καπνίζειν")
ἀναφέρεται καὶ στὴν ἐνέργεια
καὶ στὸ ἐνεργοῦν Πρόσωπο
καὶ στὸ ἀποτέλεσμα τῆς  Ἐνεργείας
-ἐνῶ
τὸ οὐσιαστικό "ΚΑΠΝΙΣΜΑ"
ἀναφέρεται μόνο στὸ ἀποτέλεσμα τῆς Ενέργειας.

 

 

Αὐτὰ εἶναι ἐν ὀλίγοις ,
μερικὰ ἀπὸ τὰ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ χαρακτηριστικὰ
τῆς Ἑλληνικῆς
 ποὺ τῆς προσδίδουν ΣΑΦΗΝΕΙΑ, ΛΙΤΟΤΗΤΑ, ΑΚΡΙΒΕΙΑ, ΕΚΦΡΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
καὶ ἄς μὴν λησμονοῦμε ὅτι
αὐτὴν τὴν γλῶσσα ,
ΧΑΡΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ
ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ 4000 ΧΡΟΝΩΝ,
 τὴν καλλιέργησαν μεγάλα Πνεύματα
ἀπὸ τον ΠΛΑΤΩΝΑ , τὸν ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ,τὸν ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ,τὸν ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ καὶ τὸν ΣΟΦΟΚΛΗ,
ὥς τὸν ΑΠ.ΠΑΥΛΟ τὸν ΙΩΑΝΝΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ ,
ὥς τὸν ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ , τὸν ΒΙΖΥΗΝΟ, τὸν ΣΟΛΩΜΟ, τὸν ΠΑΛΑΜΑ, τὸν ΚΑΒΑΦΗ, τὸν ΡΙΤΣΟ

καὶ τὸν ΕΛΥΤΗ ..