Ελληνικά

Οπτικός αλφαβητισμός (visual literacy)

"#jiscwebinar What Is A MOOC? @dkernohan @mweller @jonathan_worth @loumcgill @daveowhite [visual Notes]" by giulia.forsythe is marked with CC0 1.0

Η διδασκαλία η οποία βασίζεται, στην εποχή του Διαδικτύου, σε ‘μέσα ροής’ και σε ολοκληρωμένα μαθησιακά περιβάλλοντα (διαδικτυακά ή μη), έχει επιδράσει με καταλυτικό τρόπο στην διδακτική προετοιμασία του/της εκπαιδευτικού (Παπαδημητρίου, 2011:108). Με τον τρόπο αυτό επιδρά και επιφέρει αλλαγές στον τόπο διδασκαλίας, εμπλέκοντας τους/τις μαθητές/τριες σε πλούσιες αλληλεπιδραστικές μαθησιακές εμπειρίες, μετατρέποντάς τους από παθητικούς δέκτες σε ενεργητικούς συμμετέχοντες. Η ταινία, video, μέσω Διαδικτύου (live streaming) ή μέσω άλλης ψηφιακής πηγής (κασέτα ή Cd-Dvd ή USB Sticks - USB Flash Drives) έχει χρησιμοποιηθεί σε διάφορα εκπαιδευτικά πλαίσια με πολλούς τρόπους για την υποστήριξη της μάθησης (Παπαδημητρίου, 2011:108).  Εξάλλου, κάθε διδακτικό μέσο έχει μια σαφώς καθορισμένη λειτουργική περιοχή, που καθορίζεται από το έργο που ασκεί (Δερβίσης, 1983:279-281). Στόχος είναι να αποκωδικοποιήσει ο/η θεατής - μαθητής/τρια τη διατύπωση νοημάτων, να ζωντανέψει το περιεχόμενο των μαθημάτων και να διεγείρει (κάθε διδακτικό μέσο) το ενδιαφέρον των μαθητών/τριών για νέα γνώση. Η Παπαδημητρίου (2011:101), για να περιγράψει την παραπάνω προοπτική, χρησιμοποιεί τον όρο οπτικός αλφαβητισμός (visual literacy).

Ο ψηφιακός γραμματισμός (digital literacy)

"Digital Literacy" by Robin Hutton is licensed under CC BY-NC-ND 2.0

Στη βιβλιογραφία συναντάται ο όρος «τεχνολογικός αλφαβητισμός» ή και «ψηφιακός ή πληροφοριακός αλφαβητισμός» (Σολομωνίδου, 2000:100; Unesco/IFIP:2000). Με τους όρους αυτούς ερμηνεύεται το ίδιο φαινόμενο, δηλαδή η εξοικείωση με τις Τ.Π.Ε. Αυτή είναι η κατανόηση βασικών εννοιών της Πληροφορικής και η ανάπτυξη σχετικών δεξιοτήτων, οι οποίες θεωρούνται τμήμα του πυρήνα της βασικής εκπαίδευσης, αντίστοιχης σπουδαιότητας με την ανάγνωση και τη γραφή. Η Σολομωνίδου (2000:100) θεωρεί ότι ο σύγχρονος πολίτης, ο τεχνολογικά εγγράμματος, οφείλει να διαθέτει και να χρησιμοποιεί ψηφιακά τεχνολογικές δεξιότητες αξιοποίησης ψηφιακών πηγών ενημέρωσης, αναζήτησης πληροφοριών, εκπαίδευσης κλπ. Επομένως, καθώς, λοιπόν, η τρέχουσα ψηφιακή εποχή μετεξελίσσεται ως την ποιότητα, το εύρος και κυρίως την ταχύτητα της πληροφορίας και της επικοινωνίας, προκύπτει το ζήτημα της αποτελεσματικής διδασκαλίας των γλωσσικών και γενικά όλων των μαθημάτων. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με την ενσωμάτωση μίας σειράς νέων γραμματισμών που θα μπορούσαν να υπαχθούν στον πληροφορικό γραμματισμό (information literacy) ή για να το αποδοθεί ορθότερα ο όρος, στον «ψηφιακό γραμματισμό» (digital literacy) (Μητροπούλου, 2015:30-31; Σολωμονίδου, 2000:100; Τσιτσανούδη-Μαλλίδη κ.ά, 2012:3).
Ο Μπίκος (2012:121), αναφερόμενος στον όρο «ψηφιακός γραμματισμός» (digital literacy), υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει σαφής, ασαφής ή ημιτελής ορισμός. Η Pool (1997:7) παραθέτει τον ορισμό του Gilster (1997), ο οποίος αναφέρει ότι: «ψηφιακός γραμματισμός είναι η ικανότητα κατανόησης των πληροφοριών και, πιο σημαντικό, η αξιολόγηση και η ενσωμάτωση πληροφοριών σε πολλαπλές μορφές που μπορεί να προσφέρει ο υπολογιστής. Όμως, η ικανότητα αξιολόγησης και ερμηνείας των πληροφοριών θεωρείται ιδιαίτερα κρίσιμη γιατί θα πρέπει, για να υπάρχει δυνατότητα κατανόησης των πληροφοριών που βρίσκουμε στο Διαδίκτυο και διαμόρφωση κριτικής σκέψης, ώστε να αξιολογούνται οι πηγές πληροφοριών, τοποθετούμενες εντός του πλαισίου της ερευνητικής διαδικασίας».
Οι Lankshear & Cnobel (2006:14), αναφέρουν, ότι ψηφιακός γραμματισμός θεωρείται η δυνατότητα να ταιριάξουμε το μέσο που χρησιμοποιούμε με το είδος των πληροφοριών που παρουσιάζουμε ή να προσαρμόσουμε τις δεξιότητές μας στην εμπειρία που προέρχεται από το νέο μέσο που λέγεται Διαδίκτυο. Ο Ματσαγγούρας (2006:44), επισημαίνει τον κίνδυνο, να μην μπορέσουν οι νέοι, και όχι μόνο, άνθρωποι (μαθητές/τριες), να αξιοποιήσουν αυτή την πληθώρα πληροφοριών, που κατακλύζει τον κόσμο από τα νέα μέσα και να προσφύγει στις έτοιμες και προκατασκευασμένες γνώσεις – λύσεις. Με αυτόν τον τρόπο, υπάρχει κίνδυνος - είναι δυνατό - να οδηγηθούν στη «γνωστική αποχαύνωση, αλλά και στον κοινωνικό αποκλεισμό», επιζητώντας τον ψηφιακό γραμματισμό.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2010:παρ.Α-Η & 4,7,16-21), λαμβάνοντας υπόψη «ότι τα σχολεία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση ανθρώπων ικανών για επικοινωνία και με κριτικό νου και ότι μεταξύ των κρατών μελών και των περιφερειών υπάρχουν μεγάλες διαφορές στον τομέα της κατάρτισης στα μέσα ενημέρωσης και στον βαθμό ενσωμάτωσης και αξιοποίησης των Τ.Π.Ε. στην εκπαίδευση, και […] ότι ο γραμματισμός στα μέσα επικοινωνίας (ψηφιακός γραμματισμός) αποτελεί αναγκαία βασική ικανότητα στην κοινωνία της πληροφορίας και της ενημέρωσης, … υπογραμμίζει ότι η εκπαίδευση στα μέσα θα πρέπει να αποτελεί μέρος της επίσημης παιδείας όπου θα έχουν πρόσβαση όλα τα παιδιά και να είναι ενσωματωμένη στο πρόγραμμα διδασκαλίας σε όλες τις βαθμίδες της σχολικής εκπαίδευσης. […] ζητεί να συμπεριληφθεί ο γραμματισμός στα μέσα επικοινωνίας ως ένατη βασική ικανότητα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς για τη διά βίου μάθηση σύμφωνα με τη σύσταση 2006/962/ΕΚ […] συνιστά να είναι η εκπαίδευση στα μέσα κατά το δυνατόν προσανατολισμένη στην πράξη και να συνδέεται με οικονομικά, πολιτικά, φιλολογικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά μαθήματα και με μαθήματα τεχνολογίας της πληροφορίας και προτείνει τη δημιουργία ειδικού μαθήματος ‘Εκπαίδευση στα μέσα’ και μια διαθεματική προσέγγιση σε συνδυασμό με εξωσχολικά προγράμματα και […] συνιστά στα εκπαιδευτικά ιδρύματα να προωθήσουν ως μέσο για την πρακτική εκπαίδευση στον γραμματισμό στα μέσα επικοινωνίας τη διαμόρφωση προϊόντων των μέσων (στον τομέα των έντυπων, των οπτικοακουστικών και των νέων μέσων) με τη συμμετοχή μαθητών και καθηγητών».
Πρακτικά, η έννοια του ψηφιακού γραμματισμού συνδέεται με πλήθος δραστηριοτήτων ή διαδικασιών που απαιτούν ιδιαίτερες ικανότητες και δεξιότητες, όπως: η χρήση των ψηφιακών οπτικών δίσκων (cd’s & DVD’s), η χρήση Η/Υ, φορητού ή σταθερού, tablet, κινητού τηλεφώνου, smartphone. Επίσης η ικανότητα επικοινωνίας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (σε όλα τα μέσα, γραπτά, με ήχο ή εικόνα), αξιοποίηση ψηφιακών λειτουργιών της τηλεόρασης (teletext) ή χρήση των υπηρεσιών και εφαρμογών των smart TV’s, συνομιλία μέσω Διαδικτύου (chatting, VoIP), χρήση των Τ.Π.Ε. στον εργασιακό χώρο (Μπίκος, 2012:123-124). Τέλος, ικανότητα χρήσης πολυμεσικών εφαρμογών, ψηφιακών μουσικών συσκευών, ανάγνωση οδηγιών από ψηφιακά μέσα, μέσω γραφικών περιβαλλόντων, αναγνώριση και αναπαραγωγή ψηφιακών πληροφοριών, μάθηση μέσα από Δ.Π.Μ. με δυνατότητα υπερκειμένου αλλά και γνώση του Κώδικα Δεοντολογικής Συμπεριφοράς στο Διαδίκτυο (στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ως netiquette) κλπ (Μητροπούλου, 2015:31; Μπίκος, 2012:123-124).
Όμως, είναι δυνατή η μέτρηση της πραγματικής χρήσης της τεχνολογίας, του ψηφιακού ή τεχνολογικού γραμματισμού χρησιμοποιώντας τόσο αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια; Οι Turner et all, (2010:471-472), χρησιμοποίησαν σε μια ερευνητική διαδικασία για το θέμα αυτό, εργαλεία παρακολούθησης και τα αρχεία καταγραφής ενός Περιβάλλοντος Μάθησης, ώστε να προσπαθήσουν να μετρήσουν και να αξιολογήσουν, μέσω της συνολικής χρήσης του συστήματος και του λογισμικού που χρησιμοποίησαν, ως ένα βαθμό, την τεχνολογική επάρκεια (ψηφιακό γραμματισμό) των εκπαιδευόμενων.
Γενικά, όταν ο Η/Υ μετατρέπεται σε «διανοητικό συνεργάτη», κατά τις Γκιρτζή & Μπουντίδου (2011:449-450), «τότε πραγματώνεται το ζητούμενο της διαβούλευσης για τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2020». Με τη στρατηγική αυτή, επιδιώκεται, στις χώρες-μέλη η ανάπτυξη κατάλληλων πολιτικών, ώστε να μπορέσουν οι μαθητές/τριες να αποκτήσουν ψηφιακές δεξιότητες, με στόχο να οδηγηθούν προς τον ψηφιακό γραμματισμό. Έτσι, με την καλλιέργεια της δημιουργικότητας, της καινοτομίας και την ανάδειξη των Τ.Π.Ε. ως πολυ-εργαλείου μάθησης, που είναι σε θέση να υποστηρίξει ουσιαστικά κάθε εκπαιδευτική δράση (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2009:5&6), να υπάρξει η μετάβαση προς την ψηφιακή εποχή, γεγονός που υποστήριζαν ήδη από το 2000 (σ.3) οι Ντάβου και Καράκιζα.
Το 2001, με τη δημοσίευση του νέου, τότε, Α.Π.Σ. (Φ.Ε.Κ. Γ2/5051ε, τ.2/18-10-2001), συμπεριλήφθησαν κάποιες αναλυτικές οδηγίες για την εισαγωγή και τη χρήση των Τ.Π.Ε. στο χώρο της προσχολικής και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στο Α.Π.Σ. ορίζονται σε γενικές γραμμές, οι κατευθύνσεις για την απόκτηση δεξιοτήτων από τους/τις μαθητές/τριες, που θεωρούνται αναγκαίες, ώστε να καταστούν «τεχνολογικά εναλφάβητοι» στις Τ.Π.Ε/ με τη χρήση Η/Υ (Παρασκευόπουλος, 2009:29-30).
Οι Johnson et all (1980), κατηγοριοποίησαν τις απαιτούμενες γνώσεις, για την ικανότητα να χρησιμοποιούμε, να διαχειριζόμαστε και να κατανοούμε την τεχνολογία (τεχνολογικός ή ψηφιακός γραμματισμός – technology or digital literacy) σε δύο πεδία (Παρασκευόπουλος, 2009:28-29).
Το πρώτο πεδίο είναι δυνατό να περιλαμβάνει:
• την αναγνώριση των βασικών στοιχείων ενός Η/Υ (hardware),
• την αναγνώριση των βασικών λειτουργιών ενός υπολογιστικού συστήματος,
• την διάκριση ανάμεσα στα προγράμματα του λογισμικού (software) και στα υλικά εξαρτήματα (hardware),
• την απλή χρήση ενός Η/Υ,
• τη δυνατότητα γνώσης απλού προγραμματισμού,
• την αναγνώριση των βασικών εντολών λειτουργίας ενός Η/Υ (σε γραμμή εντολών στα αρχικά στάδια ή αργότερα σε γραφικό περιβάλλον),
• την απλή αναγνώριση του τρόπου με τον οποίο ένας Η/Υ λαμβάνει εντολές από ένα πρόγραμμα (software), γραμμένο με μια γλώσσα προγραμματισμού,
• την αναγνώριση του τρόπου αποθήκευσης ενός προγράμματος και δεδομένων και την απόκτηση της γνώσης-δεξιότητας
• την επιλογή κατάλληλου/ων χαρακτηριστικού/ών για την οργάνωση δεδομένων, ώστε να εξυπηρετούν ένα συγκεκριμένο σκοπό,
• την αναγνώριση συγκεκριμένων εφαρμογών Η/Υ, σε όλους το τομείς της κοινωνίας
• τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο οι Η/Υ μπορούν να βοηθήσουν στη λήψη μιας απόφασης και
• την αναγνώριση της επίδρασης των Η/Υ στη ζωή μας (Παρασκευόπουλος, 2009:28-29).
Το δεύτερο πεδίο μπορεί να περιλαμβάνει (Παρασκευόπουλος 2009:28-29):
• την απόκτηση περισσότερης άνεσης και δεξιοτήτων στη χρήση Η/Υ,
• την αξιολόγηση των παρεχομένων πληροφοριών με βάση την ακρίβεια των δεδομένων, την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και τις υπάρχουσες κοινωνικές ανάγκες,
• την αξιολόγηση των εργασιών που ανατίθενται στους Η/Υ, με κριτήριο την απελευθέρωση των ανθρώπων έτσι, ώστε να μπορούν να ασχοληθούν με πιο δημιουργικές δραστηριότητες,
• την αξιολόγηση της ευχέρειας απόκτησης πληροφοριών, προστατεύοντας με αποτελεσματικό τρόπο τα προσωπικά δεδομένα,
• την αξιολόγηση του ωφέλους (οικονομικό, προσωπικό, επαγγελματικό, εκπαιδευτικό κλπ) από τη χρήση Η/Υ,
• την αντιμετώπιση της χρήσης των Η/Υ, σαν ένα ευχάριστο και δημιουργικό παιχνίδι και
• τη διάθεση ενός μέρους του ελεύθερου χρόνου στη χρήση τους, χωρίς να περιορίζει ή να ελέγχει τον/την χρήστη/ρια (Παρασκευόπουλος 2009:28-29).
Δημιουργούνται, με τον τρόπο αυτό, οι προϋποθέσεις για υιοθέτηση μεθόδων που υποστηρίζουν την ένταξη έμμεσων διδακτικών πρακτικών, εναλλακτικών και συμπληρωματικών, ως προς την παραδοσιακή μετωπική διδασκαλία, παράλληλα με τη συμβατική-παραδοσιακή, παρέχοντας επιπρόσθετο υποστηρικτικό εκπαιδευτικό υλικό, διδακτική στήριξη, προγράμματα σχολικών δραστηριοτήτων κλπ, για την κάλυψη αναγκών της τυπικής σχολικής εκπαίδευσης (Μπίκος, 2012:14). Και, σε αυτό το σημείο, αναφύεται το ερώτημα, αν τα παιδαγωγικά ζητήματα που τίθενται με την υιοθέτηση των νέων ψηφιακών μέσων, είναι πραγματικά κάτι το καινούριο ή οφείλουμε να τα δούμε και να τα αντιμετωπίσουμε στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνικών, τεχνολογικών και πολιτιστικών συνθηκών και εξελίξεων. Τελικά, λαμβάνοντας υπόψη την διεθνή εκπαιδευτική πολιτική (κυρίως των εκπαιδευτικά ανεπτυγμένων χωρών), σχετικά με την ένταξη στη μάθηση ουσιώδους υλικού, που σχετίζεται με την εισαγωγή των Τ.Π.Ε. στην εκπαίδευση, θεωρείται ότι αυτή η προσπάθεια υλοποιείται για να οδηγήσει τους/τις σημερινούς/ές μαθητές/τριες, όχι μόνο να θεωρούνται αλλά και να είναι πραγματικά ψηφιακά εγγράμματοι (computer/digital literacy) (Μπίκος, 2012:183).
Τόσο η χρήση του Διαδικτύου, όσο και η αναζήτηση της πληροφορίας θεωρείται ότι μπορούν να βοηθήσουν τους/τις μαθητές/τριες στην απόκτηση δεξιοτήτων που αφορούν τον ψηφιακό γραμματισμό, ο οποίος συνδέεται με τον πληροφορικό γραμματισμό, με το γραμματισμό των ΜΜΕ, αλλά και με τον υπολογιστικό γραμματισμό (computer literacy) (πρβλ. Τάφα, 2004). Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατό να αποφεύγεται όχι μόνον η σύγχυση ή η υπερβολή κατά τη χρήση του Διαδικτύου, με τον κίνδυνο του εθισμού και της στέρησης να ελλοχεύει, αλλά και η τυχόν εκδήλωση απογοήτευσης και δυσπιστίας σε σχέση με τις διακινούμενες πληροφορίες και τις παγίδες που αυτές πιθανόν υποκρύπτουν (Ελευθεροτυπία, 2008). Έτσι λοιπόν, για να προσεγγίσουμε και να αναδείξουμε (σύμφωνα με τη στρατηγική της Ε.Ε. και όλων των παραπάνω) τη χρήση της τεχνολογίας με έναν διαφορετικό τρόπο που να αποβλέπει στην ενίσχυση της διδασκαλίας και της μάθησης σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σίγουρα απαιτείται αλλαγή. Και αυτή η αλλαγή θα είναι αργή αν έρθει χωρίς όραμα, πρακτικά αναγνωρίσιμους στόχους και κίνητρα, ώστε να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να υιοθετήσουν τις νέες ψηφιακές δεξιότητες, τόσο μεμονωμένα όσο και συλλογικά (Jones & Flannigan, 2008:4).