Ελληνικά
Ένοπλος Ζεϊμπέκης με μπαγλαμά κρεμασμένο στη ζώνη (Βιβλίο Μουσικής Γ’ Γυμνασίου)

Οι Ζεϊμπέκοι ήταν εξισλαμιθέντες Έλληνες της Μικράς Ασίας και αποτελούσαν μέρος του πληθυσμού της Προύσης και του Αϊδινίου. Κατά τους ιστορικούς ήταν απόγονοι των αρχαίων Θρακών και διατήρησαν πολλά από τα χαρακτηριστικά τους.

Στη Μικρά Ασία, οι Ζεϊμπέκοι  επάνδρωναν (έως το 1833) την  τοπική χωροφυλακή σε καιρό ειρήνης. Η στολή τους περιλάμβανε κεντητό σακκάκι, σαλβάρι στενό στους μηρούς και πολύπτυχο στο πίσω μέρος που έφτανε μέχρι τα γόνατα αφήνοντας τα ακάλυπτα. Στα πόδια φορούσαν σανδάλια (γεμενιά). Στη μέση τους είχαν δερμάτινη ζώνη όπου κρεμούσαν τα όπλα τους και τον εξοπλισμό τους. Στην κεφαλή τους έφεραν επάλληλα φέσια που συγκρατούνταν μεταξύ τους με μεταξωτά μαντήλια τυλιγμένα σαν σαρίκι.

Όταν επί Μαχμούτ Β’ αποφασίστηκε ο αφοπλισμός των Ζεϊμπέκων, αυτοί επαναστάτησαν αλλά κατά την ένοπλη σύγκρουση τους με τον τακτικό στρατό αποδεκατίστηκαν. Διατήρησαν όμως την στολή και τα έθιμα τους.

«Στα αρχαία χρόνια, όταν κάποιος πολεμιστής πέθαινε στη μάχη, στην κηδεία του μαζεύονταν γύρω από τον νεκρό και μοιρολογούσαν χορεύοντας κυκλικά. Χόρευαν οι φίλοι, οι συμπολεμιστές, τα αδέρφια, οι μανάδες, οι σύζυγοι. Αυτό ήταν το ζεϊμπέκικο. Πρόκειται για έναν χορό πόνου και δυστυχίας και οφείλουμε να τον τιμούμε και να τον σεβόμαστε» – Δημήτρης Πετρόπουλος, επαγγελματίας χορευτής & διδάσκαλος χορού

Ο χορός των Ζεϊμπέκων, ο ζεϊμπέκικος χορός, είναι σε εννεάσημο αργό ρυθμό (2+2+2+3)

Ο ζεϊμπέκικος είναι ένας «ιερατικός» χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να γνωρίζει. Δεν έχει καμία σχέση με τα άσκοπα πηδήματα δεξιά κι αριστερά, ούτε με τα ακροβατικά που κάνουν πολλοί ισορροπώντας ποτήρια στο κεφάλι ή σηκώνοντας τραπέζια με τα δόντια. Οι φίλοι του χορευτή, καλύτερο είναι να περιμένουν να ολοκληρώσει το χορό του για να τον κεράσουν μετά και να πιούνε στην υγειά του για να του απαλύνουν τον πόνο, παρά να χτυπάνε παλαμάκια, να ανοίγουν σαμπάνιες ή να κάνουν χαρτοπόλεμο με τις χαρτοπετσέτες.

Ο χορός ξεκινάει με μια συγκεκριμένη στάση του σώματος (τα χέρια ανοιχτά με τις παλάμες στραμμένες προς τα έξω). Ο χορευτής αυτοσχεδιάζει τις κινήσεις χωρίς να καταλαμβάνει πολύ χώρο, ακολουθώντας τον ζεϊμπέκικο ρυθμό.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για ένα είδος «γλώσσας του σώματος» μέσω της οποίας ο χορευτής (μάγκας), αφού πρώτα έχει έρθει στην κατάλληλη διάθεση -κατάνυξη λένε κάποιοι- εκφράζει το παράπονο από τα ανεκπλήρωτα όνειρα του, την απελπισία του και την αποδοχή της ήττας του απέναντι στις αδικίες της ζωής, ακόμα και μπροστά στο θάνατο.
Ο «μάγκας» είναι σεμνός, καλοντυμένος και μοναχικός. Δεν ντρέπεται να φανερώσει τις αδυναμίες του και αγνοεί τις κοινωνικές συμβατικότητες και τον ρηχό καθωσπρεπισμό. Επιλέγει προσεκτικά το τραγούδι που θα χορέψει. Συμπάσχει με τους στίχους και αισθάνεται πως εκφράζουν σε κάποιο βαθμό την δική του περίπτωση. Χορεύει όχι για να εντυπωσιάσει τους άλλους, κοινώς για να πουλήσει μούρη, αλλά απευθύνεται προς τον ίδιο του τον εαυτό. Γι’ αυτό χορεύει κυκλικά γύρω από τον εαυτό του και με το βλέμμα στραμμένο χαμηλά. Εκφράζεται ταπεινά και με αξιοπρέπεια και πολλές φορές χρησιμοποιεί έντονες κινήσεις για να δώσει έμφαση στο σαράκι που τον τρώει, στο παράπονο του. Το χτύπημα στο πάτωμα είναι χτύπημα από πόνο. Το λύγισμα των γονάτων είναι λύγισμα από πόνο, από την απώλεια.

Κάποιοι λένε πως ο ζεϊμπέκικος χορός εκφράζει «το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων».

* «Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου, όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατο μου»
Μάρκος Βαμβακάρης – λαϊκός συνθέτης και τραγουδιστής του ρεμπέτικου

Πηγές:
Γενική Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ, Διονύσης Χαριτόπουλος-αρθρογράφος της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ

Αφήστε μια απάντηση