Η Μάχη της Τουλών

Στις 14 Ιουλίου 1944 οι Συμμαχικοί Αρχηγοί Γενικών Επιτελείων επέτρεψαν τελικά τη διεξαγωγή της Επιχείρησης Δραγόνος, την εισβολή δηλαδή στον Νότο της Γαλλίας (Προβηγκία) από γαλλικές και αμερικανικές δυνάμεις υπό την ηγεσία των στρατηγών Ζαν ντε Λατρ ντε Τασσινύ και Αλεξάντερ ΜακΚάρελλ Πατς. Όσον αφορά το στρατηγικό σχέδιο, υπήρχαν δύο πόλεις ύψιστης σημασίας για την επιτυχία της επιχείρησης, η Τουλών και η Μασσαλία. Στη Μασσαλία, η γερμανική 244η Μεραρχία του Χανς Σέφφερ ηττήθηκε από τις κατώτερες δυνάμεις του στρατηγού Ζοσέφ ντε Γκουαλάρντ ντε Μονσαβέρ. Στην Τουλών, μεγάλη ναυτική βάση του Γαλλικού Πολεμικού Ναυτικού, η μάχη διήρκεσε οκτώ μέρες, από τις 18 έως τις 26 Αυγούστου.

Κατά την προετοιμασία των γαλλικών δυνάμεων για την επίθεση, η γερμανική 242η Μεραρχία υπό τον Υποστράτηγο Γιοχάνες Μπάσλερ οχύρωσε μία θέση αντιαεροπορικών όπλων στο Μον Φαρόν και δημιούργησε μία γραμμή άμυνας δύο χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Εν τω μεταξύ στον ναύσταθμο, ο οποίος τελούσε υπό γερμανική κατοχή, το γαλλικό καταδρομικό "La Galissoniere" και το θωρηκτό "Στρασβούργο" αυτοβυθίστηκαν από τους Γερμανούς. Πριν από την επίθεση, η αμερικανική 17η Μοίρα Βομβαρδιστικών βομβάρδισε είκοσι οκτώ φορές τα αντιαεροπορικά του Μον Φαρόν χωρίς αποτέλεσμα, χάνοντας οκτώ βομβαρδιστικά του τύπου Β-26 Marauder στην πορεία.

Την 18η Αυγούστου οι γερμανικές δυνάμεις έξω από την πόλη οργάνωσαν μία στρατηγική υποχώρηση προς το κέντρο και το Μον Φαρόν. Κατά τη διάρκεια της υποχώρησής τους, ο Στρατηγός ντε Τασσινύ οργάνωσε την επίθεσή του. Η 3η Αλγερινή Μεραρχία θα επιτεθόταν από το Βορρά, υποστηριζόμενη από την 9η Μεραρχία Αποικιών. Η 1η Μεραρχία των Ελεύθερων Γάλλων θα χτυπούσε στο Νότο, ενώ η 1η Τεθωρακισμένη Μεραρχία θα προκαλούσε ρήγμα στο κέντρο. Συνολικά, πενήντα δύο χιλιάδες στρατιώτες, υποστηριζόμενοι από εκατόν είκοσι άρματα μάχης και δώδεκα μονάδες πυροβολικού, θα εισέβαλλαν σε μία πόλη υπερασπιζόμενη από δεκαοκτώ χιλιάδες οκτακόσιους στρατιώτες , μία θέση αντιαεροπορικών όπλων και τα πέντε πυροβολεία του ναυστάθμου.

Η επίθεση ξεκίνησε την 19η, στις 07:00 το πρωί, με την προέλαση της 3ης Αλγερινής Μεραρχίας προς το Μον Φαρόν. Το Μον Φαρόν έπεσε έπειτα από είκοσι ώρες μάχης το μεσημέρι της 20ης, με τη συμβολή τμημάτων της 1ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας. Χωρίς την αντιαεροπορική προστασία τους, οι αποκαρδιωμένες δυνάμεις του Μπάσλερ κυκλώθηκαν την 21η του μήνα. Δύο ημέρες μετά, έπειτα από σφοδρές μάχες εκ του συστάδην, θα έπεφτε στα χέρια των Γάλλων και η αστική περιοχή της Τουλών, μαζί με π΄άνω από τρεις χιλιάδες αιχμαλώτους. Τα υπολείμματα της 242ης Μεραρχίας υποχώρησαν στον ναύσταθμο.

Στις 25 Αυγούστου έξι γερμανικά σκάφη γεμάτα στρατιώτες αποπειράθηκαν να ξεφύγουν από τον ναυτικό αποκλεισμό αλλά βυθίστηκαν υπό τα πυρά δύο αμερικανικών αντιτορπιλλικών. Η πλειονότητα των στρατιωτών διασώθηκε και τέθηκε υπό κράτηση. Την 26η, ο διοικητής του ναυστάθμου Ναύαρχος Χάινριχ Ρούφους και οι 1.880 στρατιώτες που αποτελούσαν τη φρουρά του ναυστάθμου παραδόθηκαν στις 22:45. Αυτό ήταν και το τέλος της μάχης.

Από πλευράς Γάλλων, οι νεκροί και τραυματίες ανέρχονταν σε 2.700, ενώ οι Γερμανοί υπέστησαν πάνω από τρεις χιλιάδες νεκρούς και 15.500 αιχμαλώτους. Με την κατάκτηση της Τουλών η μεγαλύτερη ναυτική βάση της Μεσογείου πέρασε σε συμμαχικά χέρια, ενώ ισχυροποιήθηκε ο συμμαχικός έλεγχος της Προβηγκίας.

Πηγές:

fr.wikipedia.com

warfarehistorynetwork.com

histoey.navy.mil

Cross, Robin: Operation Dragoon: The Allied Liberation of the South of France

Ο Χαρτισμός της Βικτωριανής Αγγλίας

Η Βικτωριανή Εποχή στο Ηνωμένο Βασίλειο χαρακτηρίζεται από τρομερές αλλαγές, μία γενικευμένη ανάπτυξη στην οικονομία, την εκβιομηχάνιση της χώρας και τους συνεχείς πολέμους μέσω των οποίων εδραιώθηκε η κυριαρχία της Αγγλίας σε ολόκληρο τον πλανήτη και δημιουργήθηκε η Βρετανική Αυτοκρατορία. Από τις πιο σημαντικές αλλαγές που περατώθηκαν εντός των Βρετανικών Νήσων ήταν το κίνημα του Χαρτισμού, ένα πολιτικό κίνημα που αποσκοπούσε στην καταπολέμηση της διαφθοράς και την κοινωνική άνοδο της εργατικής τάξης, η οποία είχε ελάχιστα πολιτικά δικαιώματα.

Τον Μάιο του 1838, ο Γουίλλιαμ Λόβετ, ένας μαραγκός του Λονδίνου με ιδιαίτερα υψηλή μόρφωση συσπείρωσε γύρω από ένα ψήφισμα μεγάλο μέρος της βρετανικής εργατικής τάξης, με ιδιαίτερη απήχηση στο Νορθάμπερλαντ, το Γιόρκσαϊρ, το Στάφορντσαϊρ και τη Νότια Ουαλία. Ο Λόβετ ονόμασε το ψήφισμά του "Διακήρυξη του Λαού", και περιείχε έξι κύρια άρθρα.

Πρώτο άρθρο ήταν η καθολική ψήφος για όλους τους άντρες άνω των 21 οι οποίοι δεν εξέτιαν ποινή, η αναδιοργάνωση των εκλογικών περιφερειών ώστε να είναι περίπου ίσες μεταξύ τους όσον αφορά τον πληθυσμό, η καθιέρωση της μυστικής ψήφου, η ίδρυση ταμείου ώστε οι βουλευτές να λαμβάνουν μισθό κατά τη διάρκεια της θητείας τους, η κατάργηση των διάφορων προϋποθέσεων περί περιουσίας ώστε να υπάρχει το δικαίωμα του εκλέγεσθαι και η καθιέρωση της ετήσιας εκλογής Κοινοβουλίου. Από τα έξι άρθρα της διακήρυξης έχουν μέχρι στιγμής επικυρωθεί τα πρώτα πέντε.

Τον Φεβρουάριο του 1839, το κίνημα των Χαρτιστών με ηγέτες τους Λόβετ, Κόλλινς και Ο'Κόννορ απείλησε το Κοινοβούλιο με "δραστικά μέτρα" εάν οι προτάσεις τους δεν γίνονταν αποδεκτές. Λόγω εσωτερικών διαφωνιών, οι Χαρτιστές κατέφυγαν στο Μπέρμιγχαμ, όπου και συνελήφθησαν εν μέσω διαδηλώσεων. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους όσοι είχαν απομείνει μετέβησαν στο Λονδίνο, όπου και παρουσίασαν τη "Διακήρυξη του Λαού". Το Κοινοβούλιο αρνήθηκε να την αναγνωρίσει με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ όλοι οι ηγέτες των Χαρτιστών εξορίστηκαν στην Αυστραλία. Μία εξέγερση Χαρτιστών στο Νιούαρκ κατεστάλη λίγο καιρό μετά.

Το 1842, με την ανάκαμψη της οικονομίας, το κίνημα αναζωπυρώθηκε. Αυτή τη φορά, ενώ το Κοινοβούλιο αρνήθηκε για άλλη μία φορά να αναγνωρίσει την πρόταση, προτάθηκε από τους βουλευτές η κατάργηση των "Νόμων του Καλαμποκιού" ώστε οι Χαρτιστές να χάσουν οπαδούς, ενώ παράλληλα η κυβέρνηση θα αποκτούσε γενικότερη αποδοχή από την εργατική τάξη.

Τον Αύγουστο του 1848, με πάνω από τρία εκατομμύρια υπογραφών, το Κίνημα των Χαρτιστών υπό τον Τζων Φροστ πρότεινε για τρίτη και τελευταία φορά τη Διακήρυξη του Λαού στο Κοινοβούλιο, το οποίο αρνήθηκε να την αναγνωρίσει. Επί μία δεκαετία, έως το 1857 και την επίσημη διάλυση του οργανισμού, διάφορες εστίες Χαρτισμού στη βόρεια Αγγλία εμφάνιζαν επαναστατική δραστηριότητα, η οποία σταδιακά κάμφθηκε.

Το πνεύμα του Χαρτισμού, όμως, επιβίωσε. Το 1867, το 1872, το 1911 και το 1918, με διαδοχικούς νόμους, τα πρώτα πέντε άρθρα επικυρώθηκαν από το Κοινοβούλιο, ενώ ο τελευταίος αρχηγός των Χαρτιστών Τζων Φροστ έγραφε το 1881: Ο αγώνας μας είναι δίκαιος. Το Κοινοβούλιο δεν μπορεί παρά να τον αναγνωρίσει. Ίσως όχι όσο ζω, αλλά κάποια μέρα ο Χαρτισμός θα ανατείλει στην  Αυτοκρατορία.

Πηγές:

Encyclopaedica Britannica, Volume 3, Chartism

Frost, Thomas: Forty Years' Recollections; Literary and Political

nationalarchives.uk.com

en.wikipedia.com