Επιχείρηση Πυρσός

Τον Αύγουστο του 1949, ο Ελληνικός Εμφύλιος είχε σχεδόν τελειώσει. Οι τελευταίες μονάδες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος (ΔΣΕ), περίπου είκοσι χιλιάδες άνδρες, βρίσκονταν οχυρωμένες στην ορεινή περιοχή των ορών Γράμμος και Βίτσι, με ελάχιστες εφεδρείες στα αλβανικά χωριά Ερσέκα και Σελένιτσα. Οι αντάρτες αυτοί, παρ' όλα αυτά, αποτελούσαν σοβαρή απειλή για την Ήπειρο εάν δεν υποχωρούσαν στην Αλβανία. Έτσι, το Βασιλικό Επιτελείο με επικεφαλής το Στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο κατέστρωσε ένα σχέδιο τριών φάσεων για την κατάλυση αυτής της ισχυρής αντάρτικης ομάδας, την Επιχείρηση Πυρσός.

Ο ΔΣΕ, υπό τον Μάρκο Βαφειάδη και αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων τον Ταξίαρχο Σπύρο Παπαδημητρίου, ήλπιζε να εμπλέξει τον Ελληνικό Στρατό σε πόλεμο φθοράς, όπου θα μπορούσε έπειτα από συγκεκριμένο χρονικό διάστημα να επιτύχει ανεμπόδιστη υποχώρηση στη συμμαχική για τον ΔΣΕ Αλβανία. Ο ΔΣΕ διέθετε 6.500 μαχητές στον Γράμμο, 8.550 στο Βίτσι, 2500 διασκορπισμένους στη γύρω περιοχή και περίπου 3.000 ως εφεδρείες σε αλβανικό έδαφος. Διέθεταν επίσης 45 ορεινά πυροβόλα, 27 αντιαρματικά όπλα και 15 αντιαεροπορικά πυροβόλα.

Ο Εθνικός Στρατός, υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Βεντήρη, διέθετε επτά μεραρχίες πεζικού, μία μεραρχία Ορεινών Καταδρομών, δύο ταξιαρχίες αρμάτων και δύο σμήνη μαχητικών. Σύνολο 150 ορεινά πυροβόλα, 200 άρματα μάχης, 50 μαχητικά τύπου Spitfire MkVb και από 150 έως 165 χιλιάδες άντρες. Στόχος ήταν η καθήλωση και περικύκλωση του ΔΣΕ, καθώς και η αποκοπή διόδων διαφυγής προς την Αλβανία.

Η Φάση Ι (Πυρσός Α') ξεκίνησε στις 2 Αυγούστου και τερματίστηκε στις 8. Επρόκειτο για παραπλανητικέ επιθέσεις στο όρος Γράμμος με σκοπό την καθήλωση των εκεί 6.500 μαχητών του ΔΣΕ και την αποκοπή του από το Βίτσι.

Η Φάση ΙΙ (Πυρσός Β') ξεκίνησε στις 10 Αυγούστου και τερματίστηκε στις 16. Εδώ το Β' Σώμα Στρατού επιτέθηκε στις θέσεις του ΔΣΕ στο Βίτσι, με σκοπό την κατάληψη της περιοχής και την αιχμαλωσία των ανταρτών. Παρά τις βαριές απώλειες, περίπου τα δύο τρίτα των μαχητών κατόρθωσαν να διαφύγουν στην Αλβανία.

Η Φάση ΙΙΙ (Πυρσός Γ') ξεκίνησε στις 24 Αυγούστου και τερματίστηκε στις 31. Έπειτα από μισό μήνα πολιορκίας, το Α' Σώμα Στρατού στον Γράμμο επιτέθηκε στις θέσεις του ΔΣΕ και κινήθηκε προς τα αλβανικά σύνορα, με σκοπό την απόφραξη όλων των διόδων προς την Αλβανία. Η επιχείρηση αυτή πέτυχε πλήρως, καθώς λιγότεροι από 2.000 μαχητές του ΔΣΕ διέφυγαν.

Με 256 νεκρούς και 1.336 τραυματίες, έναντι 1.182 νεκρών, 3.420 τραυματιών και 1.634 αιχμαλώτων του ΔΣΕ, ο Εθνικός Στρατός κατόρθωσε να διαλύσει το τελευταίο καταφύγιο του ΔΣΕ σε ελληνικό έδαφος και διασφάλισε την διάλυση του ΔΣΕ. Οι περίπου 8.000 που διέφυγαν στην Αλβανία επανενώθηκαν με τους υπόλοιπους στο Λεσκοβίκι, όπου και κατέθεσαν τα όπλα τους στις αλβανικές αρχές. Συνολικά, η Επιχείρηση Πυρσός ήταν μία σημαντική και απόλυτη νίκη για τον Εθνικό Στρατό, ενώ έθεσε τα θεμέλια του αντικομμουνισμού που επικράτησε στην Ελλάδα έως το 1981.

Πηγές:

Τ.Βουρνάς, "Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας", Κεφ. Ο Εμφύλιος

Richard Clegg, "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1770-2000"

Το Βήμα, "Γράμμος Βίτσι Αύγουστος 1949", άρθρο της 2ας Σεπτεμβρίου 1949

Η Μάχη της Τουλών

Στις 14 Ιουλίου 1944 οι Συμμαχικοί Αρχηγοί Γενικών Επιτελείων επέτρεψαν τελικά τη διεξαγωγή της Επιχείρησης Δραγόνος, την εισβολή δηλαδή στον Νότο της Γαλλίας (Προβηγκία) από γαλλικές και αμερικανικές δυνάμεις υπό την ηγεσία των στρατηγών Ζαν ντε Λατρ ντε Τασσινύ και Αλεξάντερ ΜακΚάρελλ Πατς. Όσον αφορά το στρατηγικό σχέδιο, υπήρχαν δύο πόλεις ύψιστης σημασίας για την επιτυχία της επιχείρησης, η Τουλών και η Μασσαλία. Στη Μασσαλία, η γερμανική 244η Μεραρχία του Χανς Σέφφερ ηττήθηκε από τις κατώτερες δυνάμεις του στρατηγού Ζοσέφ ντε Γκουαλάρντ ντε Μονσαβέρ. Στην Τουλών, μεγάλη ναυτική βάση του Γαλλικού Πολεμικού Ναυτικού, η μάχη διήρκεσε οκτώ μέρες, από τις 18 έως τις 26 Αυγούστου.

Κατά την προετοιμασία των γαλλικών δυνάμεων για την επίθεση, η γερμανική 242η Μεραρχία υπό τον Υποστράτηγο Γιοχάνες Μπάσλερ οχύρωσε μία θέση αντιαεροπορικών όπλων στο Μον Φαρόν και δημιούργησε μία γραμμή άμυνας δύο χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Εν τω μεταξύ στον ναύσταθμο, ο οποίος τελούσε υπό γερμανική κατοχή, το γαλλικό καταδρομικό "La Galissoniere" και το θωρηκτό "Στρασβούργο" αυτοβυθίστηκαν από τους Γερμανούς. Πριν από την επίθεση, η αμερικανική 17η Μοίρα Βομβαρδιστικών βομβάρδισε είκοσι οκτώ φορές τα αντιαεροπορικά του Μον Φαρόν χωρίς αποτέλεσμα, χάνοντας οκτώ βομβαρδιστικά του τύπου Β-26 Marauder στην πορεία.

Την 18η Αυγούστου οι γερμανικές δυνάμεις έξω από την πόλη οργάνωσαν μία στρατηγική υποχώρηση προς το κέντρο και το Μον Φαρόν. Κατά τη διάρκεια της υποχώρησής τους, ο Στρατηγός ντε Τασσινύ οργάνωσε την επίθεσή του. Η 3η Αλγερινή Μεραρχία θα επιτεθόταν από το Βορρά, υποστηριζόμενη από την 9η Μεραρχία Αποικιών. Η 1η Μεραρχία των Ελεύθερων Γάλλων θα χτυπούσε στο Νότο, ενώ η 1η Τεθωρακισμένη Μεραρχία θα προκαλούσε ρήγμα στο κέντρο. Συνολικά, πενήντα δύο χιλιάδες στρατιώτες, υποστηριζόμενοι από εκατόν είκοσι άρματα μάχης και δώδεκα μονάδες πυροβολικού, θα εισέβαλλαν σε μία πόλη υπερασπιζόμενη από δεκαοκτώ χιλιάδες οκτακόσιους στρατιώτες , μία θέση αντιαεροπορικών όπλων και τα πέντε πυροβολεία του ναυστάθμου.

Η επίθεση ξεκίνησε την 19η, στις 07:00 το πρωί, με την προέλαση της 3ης Αλγερινής Μεραρχίας προς το Μον Φαρόν. Το Μον Φαρόν έπεσε έπειτα από είκοσι ώρες μάχης το μεσημέρι της 20ης, με τη συμβολή τμημάτων της 1ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας. Χωρίς την αντιαεροπορική προστασία τους, οι αποκαρδιωμένες δυνάμεις του Μπάσλερ κυκλώθηκαν την 21η του μήνα. Δύο ημέρες μετά, έπειτα από σφοδρές μάχες εκ του συστάδην, θα έπεφτε στα χέρια των Γάλλων και η αστική περιοχή της Τουλών, μαζί με π΄άνω από τρεις χιλιάδες αιχμαλώτους. Τα υπολείμματα της 242ης Μεραρχίας υποχώρησαν στον ναύσταθμο.

Στις 25 Αυγούστου έξι γερμανικά σκάφη γεμάτα στρατιώτες αποπειράθηκαν να ξεφύγουν από τον ναυτικό αποκλεισμό αλλά βυθίστηκαν υπό τα πυρά δύο αμερικανικών αντιτορπιλλικών. Η πλειονότητα των στρατιωτών διασώθηκε και τέθηκε υπό κράτηση. Την 26η, ο διοικητής του ναυστάθμου Ναύαρχος Χάινριχ Ρούφους και οι 1.880 στρατιώτες που αποτελούσαν τη φρουρά του ναυστάθμου παραδόθηκαν στις 22:45. Αυτό ήταν και το τέλος της μάχης.

Από πλευράς Γάλλων, οι νεκροί και τραυματίες ανέρχονταν σε 2.700, ενώ οι Γερμανοί υπέστησαν πάνω από τρεις χιλιάδες νεκρούς και 15.500 αιχμαλώτους. Με την κατάκτηση της Τουλών η μεγαλύτερη ναυτική βάση της Μεσογείου πέρασε σε συμμαχικά χέρια, ενώ ισχυροποιήθηκε ο συμμαχικός έλεγχος της Προβηγκίας.

Πηγές:

fr.wikipedia.com

warfarehistorynetwork.com

histoey.navy.mil

Cross, Robin: Operation Dragoon: The Allied Liberation of the South of France