Ιφιγένεια εν Ταύροις -Σκηνή της αναγνώρισης Ιφιγένειας- Ορέστη

Η Ιφιγένεια βρίσκεται στη χώρα των Ταύρων ως ιέρεια της Αρτέμιδας, αφού την άρπαξε η θεά από την Αυλίδα όπου επρόκειτο να θυσιαστεί για αν πλεύσουν ευνοϊκοί άνεμοι και να πάνε οι Έλληνες στην Τροία.
Εν τω μεταξύ, όταν ο Αγαμέμνονας επέστρεψε στο ‘Αργος, η Κλυταιμνήστρα τον σκότωσε με τη βοήθεια του Αίγισθου. Η κόρη της Ηλέκτρα βάζει τον μικρότερο αδελφό της Ορέστη να σκοτώσει την Κλυταιμνήστρα. Εξαιτίας της μητροκτονίας, ο Ορέστης βασανίζεται από τις Ερινύες. Το μαντείο του είπε ότι θα απαλλαγεί από το μαρτύριο αν πάει στη χώρα των Ταύρων και φέρει το ξύλινο άγαλμα της θεάς. Ο Ορέστης με τον ξάδελφό του Πυλάδη φτάνουν στην Ταυρίδα, όπου τα βάρβαρα ήθη επιβάλλουν να θυσιάζονται οι ξένοι. Έχουν συλληφθεί και ο Ορέστης ικετεύει την Ιέρεια να μη σκοτώσει τον Πυλάδη γιατί έφτασε εκεί εξαιτίας του. Η ιέρεια δέχεται αρκεί ο Πυλάδης να πάρει μαζί του ένα γράμμα για να το μεταφέρει στον αδελφό της στο Άργος.
Η σκηνή αρχίζει τη στιγμή που επιστρέφει η Ιέρεια με το γράμμα που έγραψε στον αδελφό της.

Ιφιγένεια
725 Εσείς, πια μπείτε μέσα και βοηθήστε
εκείνους που ετοιμάζουν τη θυσία.
Ξένοι μου, να η γραφή με τις πολλές της
δίπλες• μα ακούστε τι έχω να προσθέσω•
κάθε άνθρωπος αλλάζει, όταν περάσει
στη σιγουριά απ' τη θέση του κινδύνου.
730 Φοβούμαι μήπως, όταν φύγει εδώθε
αυτός που είναι να πάει το γράμμα στο Άργος,
αυτά που παραγγέλνω εγώ αψηφήσει.
Ορέστης
Λοιπόν τι θέλεις; Τι σε βάζει σε έγνοια;
Ιφιγένεια
735 Να μου ορκιστεί πως τη γραφή μου στο Άργος
θα φέρει και στο πρόσωπο που θέλω.
Ορέστης
Αντίστοιχο όρκο εσύ δε θα του δώσεις;
Ιφιγένεια
Να κάμω ή να μην κάμω τι; Για λέγε.
Ορέστης
Πως ζωντανό απ' τη χώρα θα τον βγάλεις.
Ιφιγένεια
740 Σωστά• πώς το μαντάτο αλλιώς θα δώσει;
Ορέστης
Κι ο βασιλιάς σ' αυτά θα συμφωνήσει;
Ιφιγένεια
Ναι, θα του κάμω εγώ τη γνώμη κι η ίδια
το φίλο σου θα βάλω στο καράβι.
Ορέστης
Ορκίσου. Εσύ λόγια όρκου λέγε τίμιου.
Ιφιγένεια
Να πεις: θα δώσω τούτο στους δικούς σου.
Πυλάδης
745 Θα δώσω στους δικούς σου αυτό το γράμμα.
Ιφιγένεια
Κι εγώ από τους μαύρους βράχους θα σε βγάλω.
Πυλάδης
Στ' όνομα τίνος θεού τον όρκο δίνεις;
Ιφιγένεια
Στης Άρτεμης, σαν ιέρεια του ναού της.
Πυλάδης
Στου Δία εγώ, τρανού στα ουράνια αφέντη.
Ιφιγένεια
750 Κι αν τον όρκο πατώντας με αδικήσεις;
Πυλάδης
Να μη γυρίσω• εσύ, αν δε με λυτρώσεις;
Ιφιγένεια
Στ' Άργος ποτέ να μην πατήσω ζώντας.
Πυλάδης
Κάτι ξεχάσαμε όμως• άκουσε το.
Ιφιγένεια
Για το σωστό είναι πάντοτε ευκαιρία.
Πυλάδης
755 .Μια εξαίρεση μονάχα να μου δώσεις;
το πλοίο αν πάθει και χαθεί το γράμμα
μαζί με το φορτίο μέσα στο κύμα
και μόνο τη ζωή μου εγώ γλιτώσω,
δεσμευτικός πια ο όρκος να μην είναι.
Ιφιγένεια
Τότε θα κάμω έν' άλλο• πετυχαίνεις
760 πολλά, πολλά αν προβλέπεις• όσα μέσα
στο γράμμα είναι γραμμένα, με το στόμα
θα σου τα πω, να φέρεις στους δικούς μου
το μήνυμα μου• κι έτσι σίγουρο είναι•
σώο πας το γράμμα; φανερώνει το ίδιο,
αμίλητο, όσα κρύβει• πάει χαμένο
στη θάλασσα; τη ζωή σου εσύ αν γλιτώσεις,
765 μαζί μ' αυτή κι όσα θα πω γλιτώνουν.
Πυλάδης
Το 'πες ωραία για σένα και για μένα.
Σε ποιον να φέρω το μαντάτο στο Άργος;
τι θέλεις να του πω; φανέρωσέ το.
Ιφιγένεια
Στον Αγαμεμνονίδη Ορέστη πες•
770 “Να τι σου παραγγέλνει η Ιφιγένεια,
εκείνη που τη σφάξαν στην Αυλίδα,
που ζει κι αυτού περνά για πεθαμένη...”
Ορέστης
Και πού είναι; ξαναγύρισε απ' τον Άδη;
Ιφιγένεια
Αυτή που τώρα βλέπεις• μη με κόβεις.
“Από τη γη τη βάρβαρη, αδερφέ μου,
πάρε με πίσω στο Αργός, πριν πεθάνω,
775 κι από τ' αξίωμα πόχω απάλλαξε με,
για τη θεά τους ξένους να θυσιάζω..."
Ορέστης
Τι να πω; Πού βρισκόμαστε, Πυλάδη;
Ιφιγένεια
“Κατάρα αλλιώς στο σπίτι σου θα γίνω,
Πυλάδης
Ορέστη;
Ιφιγένεια
Ορέστη”, τ' όνομα του ξαναλέω, να το θυμάσαι.
Πυλάδης
780 Θεοί!
Ιφιγένεια
Γιατί τους κράζεις τους θεούς σ' ένα δικό μου ζήτημα;
Πυλάδης
Όχι...
Ο νους μου πήγε αλλού• για εξακολούθει.
Κι ανερώτητα, απίστευτα θ' ακούσω.
Ιφιγένεια
Μ' έσωσε, πες του, η Άρτεμη• έβαλε ένα
ελάφι αντίς για μένα• αυτό ο πατέρας
έσφαξε, και θαρρούσε, στο κορμί μου
785 το κοφτερό πως έμπηγε μαχαίρι•
η θεά μ έφερε δω. Η παραγγελιά μου
αυτή ναι αυτά, γραμμένα και στο γράμμα.
Πυλάδης
Ω εσύ, που μ' εύκολο όρκο μ' είχες δέσει
κι έδωσες έξοχο όρκο η ίδια, αμέσως
790 ό,τι έταξα θα κάμω• δε θ' αργήσω.
Σου φέρνω και σου δίνω, Ορέστη γράμμα
που η αδερφή σου, τούτη δω, σου στέλνει.
Ορέστης
Ευχαριστώ, μα αφήνοντας το γράμμα
έμπραχτα τη χαρά θα νιώσω πρώτα.
795 Γλυκιά αδερφή, κατάπληχτος σε παίρνω
στα χέρια μου - και τα ίδια δεν πιστεύουν –
κι ευφραίνομαι απ' το θάμα που έχω μάθει.
Χορός
Ξένε, κακό την ιέρεια να μολύνεις,
τ' ανέγγιχτα της πέπλα ν' αγκαλιάζεις.
Ορέστης
800 Του Αγαμέμνονα κόρη, του γονιού μου,
αδερφή, μη γυρίζεις απ' την άλλη,
που ανέλπιστα έχεις, να, τον αδερφό σου.
Ιφιγένεια
Εγώ αδερφό μου εσένα; πάψε, σώπα•
τ' Άργος και τη Ναυπλία γεμίζει εκείνος.
Ορέστης
805 Δεν είναι εκεί, καημένη, ο αδερφός σου.
Ιφιγένεια
Τι; η κόρη του Τυνδάρεω μάνα σου είναι;
Ορέστης
Κι ο γιος του γιου του Πέλοπα γονιός μου.
Ιφιγένεια
Τι λες; μπορείς γι' αυτά να πεις σημάδια;
Ορέστης
Ναι• για το γονικό μας ρώτησε με.
Ιφιγένεια
810 Καλά να λες εσύ, κι εγώ ν' ακούω.
Ορέστης
Πρώτα όσα μου 'χει πει η Ηλέκτρα. Ξέρεις
πως μάλωσε ο Ατρέας με το Θυέστη;
Ιφιγένεια
Για το χρυσό τ' αρνί• ναι, το 'χω ακούσει.
Ορέστης
Το ιστόρισες αυτό μες στα υφαντά σου;
ιστορώ: εδώ. αφηγούμαι με εικόνες κεντώ, ζωγραφίζω
Ιφιγένεια
Ξυστά περνάς, καλέ μου, απ' την καρδιά μου.
Ορέστης
Κι άλλο πλουμί; ν' αλλάζει δρόμο ο ήλιος;
Ιφιγένεια
Ναι, το ύφαναν κι αυτό τα νήματα μου.
Ορέστης
Για την Αυλίδα ξεκινώντας πήρες
νερό απ' τη μάνα για λουτρό του γάμου;
Ιφιγένεια
Γάμου ευτυχία δεν το 'σβησε απ' το νου μου.
Ορέστης
820 Κι έστειλες στη μητέρα τα μαλλιά σου;
Ιφιγένεια
Να μπουν στον τάφο αντίς για το κορμί μου.
Ορέστης
Και τώρα τα σημάδια που 'δα ο ίδιος;
στο σπίτι του πατέρα, την παλιά
του Πέλοπα τη λόγχη, που μ' εκείνη
- στα χέρια παίζοντας την - τον Οινόμαο
825 σκότωσε, κι έτσι γίνηκε δικιά του
της Πίσας η παρθένα, η Ιπποδάμεια•
μες στην παρθενική σου κάμαρα είναι.
Ιφιγένεια
Ω εσύ, - πώς να σε πω; - ακριβέ, ακριβέ μου
Ορέστη, σ' έχω εδώ, πολύ μακριά από τ' Άργος,
μακριά από την πατρίδα μας, αγαπημένε!
830 Ορέστης
Κι εσένα εγώ, που σ' έλεαν πεθαμένη.
Και βρέχουνε τα μάτια και των δυο μας
δάκρυα, μαζί με τη χαρά και θρήνοι.
Ιφιγένεια
Μωρούλι ακόμη,
835 μωρούλι τρυφερό, στο σπίτι
στης βάγιας του την αγκαλιά τον είχα αυτόν αφήσει.
Ψυχή μου, λόγια δεν τη λεν την ευτυχία σου, τι να πω;
839 Αυτά όλα πια τα ξεπερνούν, και θάματα και λόγια.
840 Ορέστης
Εδώ κι εμπρός οι δυο μας να ευτυχούμε.
Ιφιγένεια
Είναι παράξενη η χαρά που νιώθω, αγαπητές μου•
φοβούμαι μην πετάξει
στον ουρανό, και μέσα από τα χέρια μου τον χάσω•
845 ω του σπιτιού γωνιά κυκλώπεια, ω
πατρίδα μου, Μυκήνα αγαπημένη,
σ' ευχαριστώ που του 'δωσες τη ζωή, που τον ανάθρεψες,
που αυτόν εδώ τον αδερφό μου ανάστησες
φως σωτηρίας του σπιτικού μας.

Leave a Reply