Απόσπασμα από την Ελένη του Ευριπίδη, στίχοι 576-772

ΕΛΕΝΗ
Το δεύτερο επεισόδιο καταλαμβάνει τους στίχους 253-1106. Η αναγνώριση διαρκεί από τον στίχο 576 έως το στίχο 772.

(Βγαίνει ο χορός- Επιπάροδος)
576 ΧΟΡ. Άκουσα τη μάντισσα που μέσα
στο παλάτι ξάστερα το είπε·
ο Μενέλαος δεν επήγε
στον τρισκότεινο τον Άδη,
580 δεν τον σκέπασεν ο τάφος,
μα στο πέλαο παραδέρνει
και δεν έφτασεν ακόμη
στα λιμάνια της πατρίδας·
ο βαριόμοιρος πλανιέται χωρίς φίλους
585 από τότε που άφησε την Τροία
και γυρνάει με το καράβι
δώθε κείθε σ᾽ ακρογιάλια ξένα.
ΕΛΕ. Πάλι ξανάρχομαι στον τάφο ετούτον,
αφού απ᾽ τη Θεονόη που τα πάντα
590 γνωρίζει, πήρα ευχάριστες ειδήσεις·
ο άντρας μου είναι ζωντανός, βλέπει τον ήλιο,
στα πέλαα βασανίζεται γυρνώντας
με το καράβι εδώ κι εκεί, μα θα ᾽ρθει
μόλις οι παιδεμοί του τελειώσουν. Ένα
595 δεν είπε μόνο, αν, όταν φτάσει,
θα σωθεί κιόλας. Στην πολλή χαρά μου
λησμόνησα καθάρια να ρωτήσω,
σαν άκουσα πως γλίτωσε. Τριγύρω
στη χώρα λέει πως έχει ναυαγήσει
600 με λιγοστούς συντρόφους. Πότε θά ᾽ρθεις,
που τόσο λαχταρώ να σ᾽ αντικρίσω;
Άα, ποιός είναι αυτός; Ο ανόσιος του Πρωτέα
γιος μηχανεύεται για με παγίδες;
Σα γρήγορο πουλάρι ή σα Μαινάδα
605 δεν πάω στο μνήμα; Μ᾽ όψη αγριεμένη
κάποιος με κυνηγά για να με πιάσει.
ΜΕΝ. Εσύ που φοβισμένη ορμάς απάνω
στου τάφου τα σκαλιά και στον βωμό του·
μη φεύγεις, στάσου· ως είδα τη θωριά σου,
610 σάστισα και βουβός έχω απομείνει.
ΕΛΕ. Ασέβεια, γυναίκες· μ᾽ εμποδίζει
να πάω στο μνήμα αυτός και πιάνοντάς με,
στον βασιλιά γυρεύει να με δώσει,
για να με παντρευτεί κι ας μην τον στέργω.
615 ΜΕΝ. Δεν βοηθάω κακούς ούτε είμαι κλέφτης.
ΕΛΕ. Όμως η φορεσιά σου έτσι σε δείχνει.
ΕΝ. Στάσου, μην τρέχεις πια και μην τρομάζεις.
ΕΛΕ. Στέκομαι, γιατί αγγίζω αυτό το μέρος.
ΜΕΝ. Ποιά είσαι; Ποιά γυναίκα βλέπω μπρος μου;
620 ΕΛΕ. Ρωτώ κι εγώ το ίδιο. Εσύ ποιός είσαι;
ΜΕΝ. Τόσο πολύ να μοιάζει άλλη δεν είδα.
ΕΛΕ. Θεοί! Θεϊκό ᾽ναι να βρεις τους δικούς σου.
ΜΕΝ. Είσαι Ελληνίδα ή ντόπια από εδώ γύρω;
ΕΛΕ. Ελληνίδα· εσύ ποιός είσαι; Πες μου.
625 ΜΕΝ. Όμοια, απαράλλαχτη με την Ελένη!
ΕΛΕ. Κι εσύ με τον Μενέλαο, τα ᾽χω χάσει.
ΜΕΝ. Σωστά τον δύστυχο μ᾽ έχεις γνωρίσει.
ΕΛΕ. Μετά από χρόνια στη γυναίκα σου ήρθες.
ΜΕΝ. Γυναίκα μου; Σταμάτα, μη μ᾽ αγγίζεις.
630 ΕΛΕ. Που σου ᾽δωσε ο Τυνδάρεως, ο γονιός μου.
ΜΕΝ. Φαντάσματα αγαθά στείλε μου, Εκάτη.
ΕΛΕ. Συντρόφισσα δεν είμαι της Εκάτης.
ΜΕΝ. Κι εγώ δεν έχω πάρει δυο γυναίκες.
ΕΛΕ. Ποιάς άλλης είσαι ομόκλινος κι αφέντης;
635 ΜΕΝ. Αυτής μες στη σπηλιά που ήρθε απ᾽ την Τροία.
ΕΛΕ. Εμένα μοναχά γυναίκα σου έχεις.
ΜΕΝ. Σωστά δεν βλέπω ή σάλεψεν ο νους μου;
ΕΛΕ. Κοιτώντας με για την Ελένη δεν με παίρνεις;
ΜΕΝ. Μοιάζετε στη θωριά, μα ολότελα όχι.
640 ΕΛΕ. Δεν με γνωρίζεις; Σκέψου, τί άλλο λείπει;
ΜΕΝ. Της μοιάζεις· τούτο βέβαια δεν τ᾽ αρνιέμαι.
ΕΛΕ. Τα μάτια σου θα σου το φανερώσουν.
ΜΕΝ. Μα έχω άλλη γυναίκα, εδώ χαλάει.
ΕΛΕ. Στην Τροία πήγε μόνο το είδωλό μου.
645 ΜΕΝ. Ίσκιους που δείχνουν ζωντανοί ποιός φτιάχνει ;
ΕΛΕ. Ο αιθέρας, που το ταίρι σου έχει πλάσει.
ΜΕΝ. Απίστευτα όσα λες· θεός ο πλάστης;
ΕΛΕ. Έργο της Ήρας, να μ᾽ έχει ο Πάρης.
ΜΕΝ. Μα σύγκαιρα στην Τροία κι εδώ πώς ήσουν;
650 ΕΛΕ. Τ᾽ όνομα ολούθε πάει, όχι το σώμα.
ΜΕΝ. Άσε με, με περίσσιους ήρθα πόνους.
ΕΛΕ. Μ᾽ αφήνεις, για να φύγεις μ᾽ έναν ίσκιο;
ΜΕΝ. Να χαίρεσαι που μοιάζεις στην Ελένη.
ΕΛΕ. Άα! μόλις βρήκα τον άντρα μου, τον χάνω.
655 ΜΕΝ. Της Τροίας τους μόχθους, όχι εσέ, πιστεύω.
ΕΛΕ. Αχ! πιότερο από με δυστυχισμένη
δεν βρίσκεται· μ᾽ αφήνουν οι δικοί μου
κι ούτε στους Έλληνες θα πάω και στην Ελλάδα.
(Έρχεται ο πρώτος αγγελιαφόρος.)
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Α’
Σε γύρευα, Μενέλαε, και σε βρίσκω,
660 παντού στον ξένο τόπο τριγυρνώντας·
με στείλαν οι συντρόφοι μας να ψάξω.
ΜΕΝ. Τί τρέχει; Οι ντόπιοι μήπως σας ριχτήκαν;
ΑΓΓ. Θαύμα τρανό· τα λόγια δεν το φτάνουν.
ΜΕΝ. Λέγε· κάτι σπουδαίο, με τόση βιάση, θα ᾽χεις.
665 ΑΓΓ. Οι κόποι σου όλοι πήγανε χαμένοι.
ΜΕΝ. Κλαις συμφορές παλιές· ποιό το μαντάτο;
ΑΓΓ. Εχάθηκε η γυναίκα σου πετώντας
μες στον αιθέρα· ανέβηκε στα ουράνια
κι άφησε τη σπηλιά αδειανή που μέσα
670 την είχαμε· είπε τούτα: «Τρωαδίτες
δυστυχισμένοι κι οι Έλληνες, για μένα
πεθαίνατε στου Σκάμαντρου τις όχθες,
ξεγελασμένοι από της Ήρας τα έργα,
νομίζοντας πως την Ελένη ο Πάρης
675 κρατούσε, όμως καθόλου δεν την είχε.
Αφού έμεινα όσο χρειαζόταν, τώρα,
που τελείωσα της μοίρας τα γραμμένα,
στους ουρανούς πηγαίνω, στον γονιό μου.
Κι η δύσμοιρη Ελένη που δεν φταίει
680 φορτώθηκε τις ντροπιασμένες φήμες».
Χαίρε της Λήδας κόρη, εδώ βρισκόσουν;
Τους έλεγα πως πήγες ψηλά στ᾽ άστρα·
φτερά δεν ήξερα πως έχεις. Όμως πάλι
δεν θα σ᾽ αφήσω να μας περιπαίξεις
685 ξανά, φτάνουν τα πάθη που υποφέραν
ο άντρας σου στην Τροία κι οι σύμμαχοί του.
ΜΕΝ. Αυτά με κείνα σμίγουν· συμφωνούνε
τα λόγια· μου είπε αλήθεια. Ω! λαμπρή μέρα,
που μες στην αγκαλιά μου σ᾽ έχει φέρει!
690 ΕΛΕ. Τόσος πολύς καιρός, αγαπημένε,
και τώρα μόλις η χαρά για μένα.
Φίλες μου, νά, πασίχαρη αγκαλιάζω
τον άντρα μου, αφού πλήθος κύκλους
έκανε ο φωτοδότης ήλιος.
695 ΜΕΝ. Κι εσένα εγώ· με πλημμυρούν τα λόγια
κι όμως δεν ξέρω πώς να πρωταρχίσω.
ΕΛΕ. Αναγαλλιάζω, πέτομαι κι αφήνω
λεύτερα τα μαλλιά, σταλάζουν
τα δάκρυα ποτάμι απ᾽ τη χαρά,
700 καθώς σφιχτά σε σφίγγω, λατρευτέ μου.
ΜΕΝ. Δεν θα παραπονιέμαι άλλο, καλή μου·
την κόρη έχω του Δία και της Λήδας,
που κάποτε οι Διόσκουροι, τ᾽ αδέρφια της,
καβάλα στ᾽ άσπρα αλόγατα, βαστώντας
705 του γάμου τούς πυρσούς, τη μακαρίσαν
κι ένας θεός από το σπιτικό μου
την άρπαξε, για να την οδηγήσει
σε τύχες πιο χαρούμενες. Για μας
έγινε τώρα το κακό ευτυχία
710 κι ύστερα από καιρούς σε ξαναφέρνει
στον άντρα σου κοντά. Μακάρι
να χαίρομαι την τύχη την καλή.
ΧΟΡ. Την ίδια κάνω ευχή· πάντα χαρούμενος·
όταν σμίγουνε δυο, διπλή η χαρά τους.
715 ΕΛΕ. Φίλες μου, δεν αναστενάζω,
δεν θλίβομαι για τα παλιά.
Τον άντρα μου έχω, που τον καρτερούσα
χρόνια και χρόνια να ᾽ρθει από την Τροία.
ΜΕΝ. Πάλι μαζί· περάσαν τόσα του καιρού
720 γυρίσματα και τώρα πια μαθαίνω
τις δολοπλόκες τέχνες της θεάς.
Τα δάκρυα είναι της χαράς μου·
στέρεψε η θλίψη, μόνο αναγαλλιάζω.
ΕΛΕ. Και τί να πω; Ποιός το ᾽βαζε στον νου του
725 να σ᾽ έχω απρόσμενα στην αγκαλιά μου;
ΜΕΝ. Κι εγώ που σε θαρρούσα εκεί στην Τροία
στους κακορίζικους τους πύργους.
Πώς σ᾽ άρπαξαν απ᾽ το παλάτι, πες μου.
ΕΛΕ. Στης συμφοράς γυρίζεις την αρχή·
730 άαχ! την πικρή ιστορία ζητάς να μάθεις.
ΜΕΝ. Μίλησε· πρέπει όσα μας δίνουν,
καλά ή κακά, οι θεοί ν᾽ ακούμε.
ΕΛΕ. Σιχαίνομαι τα λόγια που θα πω.
ΜΕΝ. Λέγε· γλυκιά ξαλάφρωσή ’ναι
735 τις περασμένες να σου λένε δυστυχίες.
ΕΛΕ. ∆εν πήγα εγώ με γρήγορο καράβι
στην αγκαλιά ενός βάρβαρου, ούτε
σε ντροπιασμένο πλάγιασα κρεβάτι.
ΜΕΝ. Τότε ποια μοίρα, ποιος θεός σε πήρε;
740 ΕΛΕ. Ο γιος του ∆ία, καλέ μου, και της Μαίας
στη χώρα μ’ έφερε του Νείλου.
ΜΕΝ. Απίστευτο· πούθε σταλμένος; Φοβερά λόγια!
ΕΛΕ. Έκλαψα τότε, ακόμη κλαίω και τώρα·
η ομόκλινη μ’ αφάνισε του ∆ία.
745 ΜΕΝ. Η Ήρα; Ποιων τάχα το κακό ζητούσε;
ΕΛΕ. Αχ! συμφορά μου, εκείνες οι πηγές
όπου οι θεές λουστήκαν
κι ήρθ’ η αμάχη για την ομορφιά τους.
ΜΕΝ. Όμως γιατί να κατατρέξει Εσέν’ η Ήρα;
750 ΕΛΕ. Για να μη μ’ έχει ο Πάρης...
ΜΕΝ. Πώς; Λέγε.
ΕΛΕ. που ήμουν γι’ αυτόν της Κύπριδας το δώρο.
ΜΕΝ. Α! δύστυχη.
ΕΛΕ. Ναι, δύστυχη· κι εδώ στην Αίγυπτο ήρθα.
755 ΜΕΝ. Και του έδωσε το είδωλό σου, ως λες.
ΕΛΕ. Στο σπίτι σου τι θρήνος, μάνα, ω μάνα,
τι πένθος, τι χαμός!
ΜΕΝ. Τι λες;
ΕΛΕ. Χάθηκε η μάνα μου· για τις ντροπές μου
760 πέρασε βρόχο στο λαιμό της.
ΜΕΝ. Την άμοιρη· η κόρη μας Ερμιόνη ζει;
ΕΛΕ. Ανύπαντρη, άτεκνη, μαραίνεται και κλαίει
για το δικό μου ατιμασμένο γάμο.
ΜΕΝ. Ω! Πάρη, που μου ρήμαξες το σπίτι,
765 αυτά κι εσένα αφάνισαν και μύριους
Έλληνες χαλκαρματωμένους.
ΕΛΕ. Κι εμένα την καταραμένη,
την κακορίζικη, ο θεός αλάργα
μ’ απόδιωξε απ’ την πόλη κι από σένα
770 κι άφησα – που δεν άφησα ποτέ–
τον άντρα μου και τα παλάτια
για ντροπιασμένους έρωτες τραβώντας.

Leave a Reply