Οι νεκροί περιμένουν (απόσπασμα)

 

Η Βαλεντίνη ανιστόρησε στη θεία μου, όλα όσα ήξερε για την καταστροφή. Πως μπήκαν οι ζεϊμπέκηδες μέσα στη Σμύρνη. Στην αρχή δεν πείραξαν άνθρωπο  μα ύστερα ρίχτηκαν με λύσσα στη σφαγή και στο πλιάτσικο, αρχίζοντας απ’ την αρμένικη γειτονιά. Ο Νουρεντίν – πασάς έβγαλε τότε φιρμάνι ν’ αφήνουν όλα τα γυναικόπαιδα και τους γέρους να φεύγουν, και να κρατούνε αιχμάλωτους μόνο τους άντρες και τ’ αγόρια. Η Σμύρνη είχε παραδοθεί στις φλόγες και στο αίμα. Ο κόσμος στριμωχνόταν στην παραλία ζητώντας προστασία απ’ τον Αγγλογαλλικό στόλο ΄ και παρακαλούσε τους συμμάχους του να τον σώσουν απ’ το λεπίδι. Μα οι ξένοι είχαν, λέει, διαταγές να μην επεμβαίνουν! Και κάθονταν, πάνω στα καράβια τους με σταυρωμένα χέρια, και κάπνιζαν τα τσιμπούκια τους! Και κοίταζαν, σα θεατές, το φοβερό μαρτύριο ενός ολόκληρου πληθυσμού. Κι όσοι είχαν λεφτά, έδιναν μιαν ολόκληρη περιουσία για να τους πάρουν οι βάρκες. Μα τις περισσότερες φορές τους εκτοπίζανε άλλοι πιο χεροδύναμοι και σβέλτοι, σπρώχναν τους πρώτους κι άρπαζαν τη θέση τους. Κι βάρκες, αναποδογύριζαν κι οι άνθρωποι πνίγονταν μέσα στον πανικό, σα τις μύγες.

Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν. Μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 1983 (15η έκδ.), σ.136

Leave a Reply