Συνθήκη της Λωζάνης (1923)

ΠΕΡΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΌΚΟΛΛΟΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΝΤΑ ΤΗ 30 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1923

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΣ συνεφώνησαν επί των ακολούθων όρων.

Άρθρον 1. Από της 1ης Μαΐου 1923, θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών. Τα πρόσωπα ταύτα δεν θα δύνανται να έλθωσιν ίνα εγκατασταθώσιν εκ νέου εν Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ της αδείας της Τουρκικής Κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της Ελληνικής Κυβερνήσεως.

Συνθήκη της Λωζάνης (1923)

Πρόσφυγες- Ντίνος Σιώτης

Πρόσφυγες

Πολλοί απ’ αυτούς που σταμάτησαν δεν ήξεραν πού έβγαζε ο δρόμος, άλλοι ψάχναν για το λιμάνι, άλλοι ρωτούσαν για το σταθμό, ένας σκυφτός κούρδιζε το ρολόι του σταματημένο εδώ και μέρες, άραγε τι τον ένοιαζε η ώρα; ήταν πρωί, ο ήλιος σηκωνόταν κι όλα μυρίζαν άλλη μια σκάρτη μέρα.

Ντίνος Σιώτης (Από τη συλλογή «Δεν γνωρίζω δεν απαντώ», εκδ. Κέδρος, 2004 2

Για τον όρο «μετανάστες»Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο (απόσπασμα)

Για τον όρο «μετανάστες»

Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν: «Μετανάστες».

Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους.

Εμείς, ωστόσο, δε φύγαμε γιατί το θέλαμε, λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη.

Ούτε και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.

Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.

Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ΄ναι, μα εξορία.

Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά στα σύνορα,

προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα,

καραδοκώντας το παραμικρό σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη,

πνίγοντας μ’ ερωτήσεις κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε,

τίποτα ν’ απαρνιόμαστε, χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν,

τίποτα δε συχωράμε.

Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο (απόσπασμα)

Οι νεκροί περιμένουν (αποσπάσματα)

Οι νεκροί περιμένουν (αποσπάσματα)

Κι είπαν: Περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως-όπως, κι αύριο θα μεταγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα, σαν το ψωμί, το νερό και τ’ αλάτι. Τόσοι ήταν. Ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν, τώρα, στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανόμενοι Ιουδαίοι, διωγμένοι από τη γη της Χαναάν.

Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν. Μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 1983 (15η έκδ.), (σ.134).

Εμείς, είπε, θα πάμε στη Σάμο να δουλέψουμε. Εκεί θα ξαναγναντεύουμε και τα μέρη μας. Και σα θε να ’ρθεί η ώρα η μεγάλη, θα είμαστε κοντινότερα για να γυρίσουμε οπίσω στην πατρίδα.

Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν. Μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 1983 (15η έκδ.), (σ.145).

Μαρτυρία του Απόστολου Μυκονιάτη

«Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το ποδάρι του ο τούρκικος στρατός στο χωριό, άραζαν καΐκια και μας παίρναν. Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος . από ένα μαξούλι [=σοδειά] περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμα; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ’ ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια.»

Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος Μαρτυρίες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικρασίας, τ. Α΄, Αθήνα 1980, σ.142

Βενέζης Ηλίας- Γαλήνη

Στην κατασκήνωση των προσφύγων έγινε μικρή κίνηση. Οι άνθρωποι σηκώνονταν όρθιοι, ο ένας έδειχνε στον άλλο κατά το μέρος της μικρής χαράδρας που άνοιγε ανάμεσα στους δυο λόφους.

—Κοιτάξτε! Έρχουνται άνθρωποι! Ποιοι να 'ναι; Ήταν μια πομπή δεκαπέντε ίσαμε είκοσι Βλάχοι, νέοι και γέροντες. Με τα λιοκαμένα πρόσωπα, όλα με μακριές γενειάδες, με τις κάπες τους και τις γκλίτσες στα χέρια, πλησίαζαν σιωπηλά, μ' επισημότητα, φιγούρες ερχόμενες από παμπάλαιους χρόνους. Το αργό περπάτημα και η σιωπή τους σκόρπισε μονομιάς ένα απροσδιόριστο αίσθημα φόβου στο κοπάδι των Φωκιανών.

Όλοι μαζευτήκαν ασυναίσθητα στο ίδιο μέρος, στο κέντρο της κατασκήνωσής τους. Σα να θέλαν να συγκεντρώσουν τη δύναμή τους.

—Ώρα καλή! είπε ο πρώτος βοσκός, ένας αψηλός γέροντας, ο πιο σεβάσμιος απ' όλους, ο ίδιος που ο αναγνώστης θυμάται, τη χτεσινή νύχτα, στην κορφή του βουνού. Ώρα καλή! είπε κι έφερε ένα γύρο τη ματιά του. Από δεξιά κι από ζερβά κι από πίσω του σταθήκαν οι άλλοι οι δικοί του, οι βοσκοί, ακουμπώντας με τις μασχάλες στις γκλίτσες τους.

—Καλώς τους! αποκριθήκαν πολλά στόματα οι πρόσφυγες.

—Τι είσαστε; είπε πάλι αργά ο γέροντας.

—Πρόσφυγες είμαστε! Πατρίδα μας ήταν οι Φώκες!

—Και τώρα πούθε ερχόσαστε;

—Ένα χρόνο περιπλανηθήκαμε στα μέρη της Πελοπόννησος κι υποφέραμε πολύ. Τώρα μας δώσαν τη γη εδώ, για να μείνουμε. Ανάμεσα στις στερεωμένες γκλίτσες των βοσκών έγινε μικρή κίνηση. Μετακινηθήκαν, σάλεψαν λίγο, πάλι ησυχάσαν. Κανένας δε μίλησε άλλος απ' το γέροντα.

—Σας δώσαν, είπες, τη γη αυτή; κι η φωνή του άρχισε να γίνεται τραχιά. Ποιος σας την έδωσε; Ποια γη;

—Το Κράτος μάς είπε: «Δική σας είναι η γη της Ανάβυσσος». Μας είπε να 'ρθουμε και να την πάρουμε! […]

—Θα πεθάνετε στη δίψα! έλεγε. Πηγή νερό δε βρίσκεται εδώ. Κι αν σκάψετε βαθιά και βρείτε φλέβα, το νερό θα 'ναι γλυφό σα θάλασσα. Θα σας ρημάξουν οι πυρετοί, κι ο αγέρας κι ο άμμος. Αν γίνει και φυτρώσει σπαρτό, ο άμμος θα κάθεται απάνω στο φύλλο του και στον 10 καρπό του και θα τον ξεραίνει. Πριν δείτε σοδειά, θα 'χετε πεθάνει, εσείς και τα παιδιά σας. Λοιπόν, φύγετε, σου λέω! Το επανάλαβε ξερά, άγρια, τραχιά:

—Φύγετε, είπα, από δω! Είπε, σώπασε, κι ακούμπησε το ραβδί του, κοιτάζοντας μες στα μάτια το κοπάδι τους Φωκιανούς. […]

—Δε φεύγουμε από δω! Ποτές πια! Μας δώσαν τη γη και θα μείνουμε! Θα μείνουμε! Θα μείνουμε! Ο άνεμος πήρε τις φωνές και τις σκόρπισε, τις χτύπησε στις πλαγιές του βουνού και τις δυνάμωσε. Ένα σύννεφο άμμος σηκώθηκε και τους τύλιξε μέσα του. Αλάλαζαν και κουνούσαν τα χέρια τους ψηλά, μες στο θολό σύννεφο, θολοί σαν τέρατα του βυθού.

—Θα μείνουμε δω, κι ας πεθάνουμε! Θα μείνουμε πια, κι ας πεθάνουμε! Τότε ο θυμός που φούσκωνε ξέσπασε και στην άλλη μεριά, στους Βλάχους.

—Ε, λοιπόν! φώναζε ο γέροντας, φωνάζαν τώρα κι οι άλλοι βοσκοί. Μείνετε, λοιπόν, και θα δούμε ποιος θα στεριώσει σ' αυτή τη γη! Θα σας χτυπήσουμε όπου σας βρούμε, θα σκοτώσουμε τα ζωντανά σας αν τύχει και κάμετε, θα πατήσουμε τα σπαρτά σας αν ριζώσουν! Χάρη ποτέ σας δε θα βρείτε σ' εμάς και στα παιδιά μας, ίσαμε που να ξεκληριστεί η φύτρα σας και να σβήσει!

Βενέζης Ηλίας, Γαλήνη, Βιβλιοπωλείον της ‘‘ Εστίας’’, Αθήνα 2010, σ. 62-66

 

Μαρτυρίες προσφύγων 1

Ο αγώνας των προσφύγων να ριζώσουν στην Ελλάδα Όλη αυτή η περιοχή λέγεται ανέκαθεν Ανάβυσσος. […] Το τι τραβούσαμε δε λέγεται. Ούτε ο Χριστός δεν υπόφερε έτσι. [...] Νερό δεν είχαμε. ψωμί αγοράζαμε από το Λαύριο. Έπρεπε να το παραγγείλουμε και να το πληρώσουμε μια μέρα πιο 9 μπροστά. Την άλλη μέρα μας το έφερναν με τα γαϊδούρια, μπαγιάτικο και κομματιασμένο. Οι ντόπιοι αλβανόφωνοι Καλυβιώτες που είχαν χτήματα στην Ανάβυσσο μας έβριζαν Τούρκους. Θέλαμε ένα τσαμπί σταφύλι να δροσιστούμε και δε μας έδιναν […]. Από το 1926 ως το 1927 ζευγαρίζαμε στους ελαιώνες του Μελισσουργού. Το 1928 ο τσιφλικούχος αυτός μας απαγόρεψε την καλλιέργεια. Διαμαρτυρηθήκαμε όλοι με τα γυναικόπαιδα μαζί. Ο τσιφλικούχος έφερε χωροφύλακες από το Λαύριο και το Κορωπί και μας χτύπησαν. Μ’ έβαλαν κι εμένα φυλακή.

Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκελος 230.

Η καταστροφή της Σμύρνης και οι ξένοι

 

 

Μια μαρτυρία που προέρχεται από αδιάσειστα αντικειμενική πηγή: τον τότε πρόξενο των ΗΠΑ στη Σμύρνη Τζωρτζ Χόρτον, που παρακούοντας τις διαταγές του αμερικανικού ύπατου αρμοστή Στην Κωνσταντινούπολη έκανε ό,τι μπόρεσε για να σώσει χριστιανούς. Στο βιβλίο του ‘‘The Blight of Asia’’ (Νέα Υόρκη 1926) τονίζει πως μονάχα η καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους μπορεί να συγκριθεί με τη συμφορά στη Σμύρνη. Και προσθέτει : ‘‘ Όπως το αντιτορπιλικό ξεμάκραινε από τη φοβερή σκηνή και το σκοτάδι απλωνόταν, οι φλόγες, που φυσομανούσαν πια σε μεγάλο μέρος της πολιτείας, λάμπανε όλο και περισσότερο, δημιουργώντας ένα σκηνικό απαίσιας και μακάβριας ομορφιάς. Ωστόσο στην Καρχηδόνα δεν υπήρχε κανένας χριστιανικός στόλος, ν’ ατενίζει αδιάφορα τη συμφορά, που γι’ αυτήν υπεύθυνες ήταν οι κυβερνήσεις τους. Στην Καρχηδόνα δε βρίσκονταν αμερικανικά καταδρομικά’’. Και προσθέτει: ‘‘Μια στο βρόντο οβίδα που θα έσκαγε πάνω από την τουρκική συνοικία θα συγκρατούσε τη θηριωδία των Τούρκων’’. Μα η οβίδα αυτή δε ρίχτηκε. Τα συμφέροντα είχαν στομώσει τις μπούκες των κανονιών του πανίσχυρου συμμαχικού στόλου. Κι έτσι τα με πύρινα γράμματα γράφτηκαν στην ιστορία της ανθρωπότητας τούτοι εδώ οι αριθμοί: 700.000 ΝΕΚΡΟΙ 1.500.000 ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Φωτιάδης Δημήτρης, Ενθυμήματα, Κέδρος, Αθήνα 1981

Άνθρωποι-Αιολική γη -Ηλίας Βενέζης

Άνθρωποι — Αλίμονό μας ! Αλίμονό μας ! ολολύζει το πλήθος αυτά ακούγοντας. Αλίμονό μας που πρέπει να ξεπατριστούμε!... Ως την τελευταία στιγμή τους έμενε η ελπίδα πως θα μπορούσαν να μείνουν στα παράλια ίσαμε που να περάσει η μπόρα κ' ύστερα να γυρίσουν στα χωριά τους. Ήταν φανερό πια πως δεν το μπορούσαν. — Αλίμονό μας! Αλίμονό μας! Πρώτα ξεκίνησαν οι πρόσφυγες των χωριών. Συμφωνήθηκε να χαμηλώσουν κατά την ακρογιαλιά του Ντικελί, όπου θα βρίσκαν καΐκια να μπαρκάρουν. Πήραν στον ώμο τον Άγιό τους. Και προστατευμένοι απ' τους άντρες τους, τους οπλισμένους με τ' άρματα που τους μοίρασε ο Παγίδας, πέσαν στο δρόμο. Τους παρακολουθούμε απ' τη μεγάλη πόρτα να χάνουνται στο βάθος. — Η σειρά μας, λέει ο παππούς συγκινημένος. Τα συμβάντα ήρθαν έτσι βίαια που ανατάραξαν απ' τη ρίζα τη γέρικη δρυ του σπιτιού μας. Με δυσκολία κοιτάζει να κρατήσει τον εαυτό του για να μην πέσει στην κρίσιμη ώρα. Φεύγουν πρώτα οι άνθρωποι που δούλευαν στο υποστατικό μας, γυναίκες κι άντρες. Φορτωμένοι τον μπόγο τους περνούν μπροστά απ' τον παππού, που στέκεται στη μεγάλη πόρτα, ένας ‐ ένας. Σκύβουν κλαίγοντας, φιλούν το χέρι του, κ' εκείνος τους αποχαιρετά και τους ευλογεί. — Στο καλό. Στο καλό. Όλοι φύγανε. — Ε, πάμε κ' εμείς, Δέσποινα..., λέει στη γιαγιά, της πιάνει το χέρι και το σφίγγει. Θα μπαρκάρουμε απ ' την ακρογιαλιά που είναι κάτω απ ' το υποστατικό του Βηλαρά. Θα πάμε ίσαμε κει με τη νταλίκα. Πρώτη ανεβαίνει στην καρότσα η γιαγιά. Κλαίει απαρηγόρητα. Τ ' άσπρα μαλλιά που στεφανώνουν το γλυκό της το πρόσωπο δεν είναι πια φροντισμένα, παίζουν στο λίγο αγέρι που φυσά. Τρέμουν τα γόνατά της. Ο παππούς κ' η μητέρα μας τη βαστάνε ν' ανεβεί. […] 5 Μείναμε τελευταίοι, ο παππούς κι εγώ. Ο Παγίδας με τα παλικάρια του περιμένουν να μας συνοδέψουν. Ο παππούς γυρίζει και κοιτάζει πίσω του, ν' αποχαιρετήσει τα δέντρα και τα Κιμιντένια. Όταν, τον βλέπει: Έρχεται μέσα απ' το υποστατικό. Βαδίζει αργά, με τρεμάμενα απ' τους χρόνους πόδια, και στέκει εκεί, πλάι στη μεγάλη πόρτα. Ο μπαρμπα‐Ιωσήφ! — Δεν έφυγες, γερο ‐ Γιωσήφ; λέει ξαφνιασμένος ο παππούς και πάει κατά το μέρος του. Ατάραχη, ήσυχη, γαλήνια η φωνή του γέροντα απ' τη Λήμνο: — Όχι, αφέντη μου. Εγώ θα μείνω. — Θα μείνεις;! Αυτό είναι απροετοίμαστος να το δεχτεί ο παππούς, και κάθε άλλος. Που θα μείνεις; του λέει. Έρχουνται οι Τούρκοι! Ψυχή δεν αφήνουν ζωντανή! Ο μπαρμπα‐Ιωσήφ ακούει. Όμως έχει πάρει την απόφασή του. Δεν έφυγε απ' τα Κιμιντένια όταν ήταν καιρός. Δεν έφυγε όταν μια άλλη φωνή, πιο δυνατή κι απ' το θάνατο, τον φώναζε να γυρίσει, όταν τον καλούσε η φωνή της καρδιάς, το κορίτσι που μελετούσε εκεί στο γυμνό νησί τους — στη Λήμνο — τα άστρα. Δεν μπόρεσε τότε . Τώρα είναι αργά . Για ποιο λόγο τώρα; Οι μέρες του πια, οι ώρες του, είναι μετρημένες. Είναι αργά. — Θα μείνω, αφέντη μου. Τι θα μου κάμουν πια εμένα; — Γέρο, θα σε χαλάσουν! φωνάζει ο Αντώνης Παγίδας. Φύγε! Μα η απόφαση που ακινητεί στα πικραμένα μάτια του γέροντα είναι δυνατή σαν την αγάπη της γης. — Θα μείνω. Όλοι καταλαβαίνουν πως δεν υπάρχει τρόπος για να τον κάμουν ν ' αλλάξει γνώμη. Ο Παγίδας κοιτάζει τον ήλιο που χαμηλώνει. — Δεν έχουμε καιρό! λέει στον παππού. Πρέπει να βιαστούμε! Ο παππούς προχωρεί με τρεμάμενα βήματα στον μπαρμπα ‐Ιωσήφ. Ο γέροντας της Λήμνου κάνει να σκύψει και να φιλήσει το χέρι του άλλου γέροντα. Ο παππούς τον παίρνει στην αγκαλιά του, τον κοιτά μες στα βουρκωμένα μάτια, κ' ύστερα τον φιλά στο μέτωπο. — Έχε γεια! Ο παππούς πάλι στηλώνεται. Στέκεται μια στιγμή μπρος στη μεγάλη πόρτα του υποστατικού με τα μάτια γυρισμένα σ' αυτό. Όρθια η βασιλική μας δρυς, στεφανωμένη με τα μαλλιά που τα λεύκανε ο καιρός, τυλιγμένη στα χρυσά χρώματα του ήλιου που βασιλεύει, στέκεται κει σα να προσεύχεται. Έπειτα βγάζει το καλπάκι του, γονατίζει ταπεινά, σκύβει και φιλά το χώμα που το βλόγησε με τη ζωή του. — Έχε γεια!

Βενέζης Ηλίας, Αιολική Γη, Βιβλιοπωλείον της ‘‘Εστίας’’, Αθήνα 1969, σ. 303-305

 

Η προσφυγιά (τραγούδι)

Η προσφυγιά

Πάνε κι έρχονται καράβια

φορτωμένα προσφυγιά

βάψαν τα πανιά τους μαύρα

τα κατάρτια τους μαβιά

Σε ποια πέτρα σε ποιο χώμα

να ριζώσεις τώρα πια

κι απ' το θάνατο ακόμα

πιο πικρή είσαι προσφυγιά

Πού να βρίσκεται ο πατέρας

ψάχνει η μάνα για παιδιά

μας εσκόρπισε ο αγέρας

σ' άλλη γη σ' άλλη στεριά

Σε ποια πέτρα σε ποιο χώμα

να ριζώσεις τώρα πια

κι απ' το θάνατο ακόμα                                                                ΤΡΑΓΟΥΔΙ

πιο πικρή είσαι προσφυγιά

Στίχοι: Πυθαγόρας Μουσική: Απόστολος Καλδάρας Δίσκος: Μικρά Ασία (1972