[…] Λοιπόν ούλος αυτός ο κόσμος
στοιβαγμένος στο μουράγιο και πάνω σε
μαούνες. Άντροι, γέροι, γριές και
γυναικόπαιδα, που είχανε παρατήσει τα καλά
τους, και ξεμείνανε στο δρόμο, και τώρα εκεί
μεροβραδιάζονταν εκεί πλαγιάζανε, άλλος μ’
ένα χράμι που έφερε μαζί του, άλλος μ’ ένα
πάπλωμα ή με μια μπατανία. Χείλια
τρεμοσαλεύανε από το παραμιλητό. Μάτια
γουρλωμένα που αγναντεύανε τη Δευτέρα
Παρουσία, τη συντέλεια του κόσμου […]
Μέρα, χαρά Θεού. Τέλη Αυγούστου, αρχές
Σεπτέμβρη με το καινούριο […].
Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, Ερμής,
Αθήνα 1990, σ. 146
Recent Comments