Η θανάτωση στον σταυρό αποτελούσε μια πανάρχαια μέθοδο εκτέλεσης, η οποία αρχικά χρησιμοποιήθηκε από τους Πέρσες. Με τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου διαδόθηκε στις χώρες της Μεσογείου και υιοθετήθηκε από τους Ρωμαίους. Αποτελούσε κυρίως τoν τρόπο θανάτωσης των δούλων, των λιποτακτών και των ενόχων μεγάλων εγκλημάτων. Υπήρχαν πέντε διαφορετικοί τύποι σταυρών: Ο απλός, ο οποίος ήταν ένας πάσσαλος στερεωμένος στο έδαφος, ο σχήματος Τ, που ήταν και ο πιο διαδεδομένος, ο λατινικός με την κατακόρυφη δοκό μακρύτερη από την οριζόντια, ο ελληνικός με ισοσκελή άκρα, και ο χιαστός. Η ποινή της σταύρωσης περιλάμβανε τέσσερα στάδια: τη μαστίγωση με το φραγγέλιο, τη διαπόμπευση, τη σταύρωση και τη σκελοκοπία. Η μαστίγωση προκαλούσε μεγάλη αιμορραγία και εκτεταμένο-βαρύτατο τραυματισμό στην οπίσθια πλευρά του κορμού, ενώ η διαπόμπευση αποτελούσε ψυχικό βασανισμό, εκμηδενίζοντας την προσωπικότητα του θύματος από τη χλεύη και τον ονειδισμό του πλήθους.
![]()
Η σταύρωση που ακολουθούσε γινόταν σε σημείο έξω από τα τείχη των πόλεων με δύο τρόπους: με περίδεση (δέσιμο) ή με ήλωση (κάρφωμα). Στην περίδεση, ο κατάδικος ακινητοποιούνταν στον σταυρό με σχοινιά, ενώ στην ήλωση με καρφιά. Στην περίδεση, ο θάνατος ελάμβανε χώρα μετά από 2 ή 3 ημέρες και οφειλόταν στην απώλεια υγρών, στις μεταβολικές και στις καρδιαγγειακές διαταραχές, στην αφυδάτωση, στην ακινησία και στην ασφυξία. Κατά την ήλωση, ο θάνατος ήταν αρκετά συντομότερος, συνέβαινε περίπου στο εξάωρο και οφειλόταν στην υποογκαιμία, στις καρδιαγγειακές διαταραχές και στην ασφυξία. Στην περίπτωση επίσπευσης του θανάτου ελάμβανε χώρα η σκελοκοπία (σπάσιμο των κνημών), με αποτέλεσμα τον θάνατο από την αιμορραγία. Ο θάνατος πιστοποιούνταν με λογχισμό της δεξιάς πλευράς του στήθους, δημιουργώντας τρώση (τραυματισμό) της καρδιάς. Οι σταυρωμένοι παρέμεναν μετά θάνατο στον σταυρό μέχρι την πλήρη αποσύνθεση ή κατασπαράσσονταν από τα ζώα. Αυτός ο τρόπος θανάτωσης παρέμεινε σε ισχύ καθ’ όλη τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων και καταργήθηκε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου το 337 μ.Χ.
Η σταύρωση θεωρούνταν ως η εκτέλεση του θύματος πάνω σε πάσσαλο με πρόσδεση ή ήλωση, τρόπος ο οποίος αποτελούσε μια παραλλαγή του αρχαιοελληνικού αποτυμπανισμού ή της ανασταυρώσεως των ανατολικών πολιτισμών.

Αποτυμπανισμός
Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή νομοθεσία, πριν από την εκτέλεση οποιασδήποτε κεφαλικής ποινής και εν προκειμένω της σταύρωσης, προηγείτο ως προσθετική ποινή η μαστίγωση ή φραγγέλωση. Θανατική εκτέλεση χωρίς προηγουμένως να υπάρχει μαστίγωση ως πρόγευση του επερχόμενου μαρτυρίου ήταν κάτι το αδιανόητο. Η μαστίγωση μπορούσε να επιβληθεί και ως αυτοτελής ποινή ανάλογα με τη δικαστική απόφαση. Η διαδικασία πραγματοποιούνταν στον χώρο του δικαστηρίου και γινόταν με τη χρήση ενός ειδικού μαστιγίου, του φραγγέλιου.

Αναφέρονται δύο ξεχωριστοί τύποι μαστιγίων, το fragellum και το fragrum. Τα σφαιρίδια και τα οστά δεν συνυπήρχαν σε ένα μαστίγιο και σύμφωνα με αυτόν τον διαχωρισμό, το fragellum είχε μολύβδινες απολήξεις, ενώ το fragrum οστικές. Από τη διαδικασία της φραγγέλωσης εξαιρούνταν οι γυναίκες, οι γερουσιαστές και οι στρατιώτες εκτός των λιποτακτών. Η μαστίγωση γινόταν δημοσίως, με το θύμα να κοιτά το πλήθος. Η διαδικασία είχε ως εξής: του αφαιρούσαν όλα τα ενδύματα και το έδεναν σε πάσσαλο ή κολώνα με τα χέρια από το σημείο των καρπών, σε θέση λίγο υψηλότερα από την κεφαλή. Συνήθως, το σημείο πρόσδεσης ήταν σε τέτοιο ύψος έτσι ώστε το θύμα να μην στέκεται όρθιο αλλά να είναι με τα γόνατα σε κάμψη. Τη μαστίγωση αναλάμβαναν δύο ραβδούχοι, οι lictores, οι οποίοι στέκονταν πίσω από τον κατάδικο και έβλεπαν την πλάτη του, ο ένας δεξιά και ο άλλος αριστερά. Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή νομοθεσία δεν υπήρχε περιορισμός στον αριθμό των κτυπημάτων και αυτό εξαρτιόταν από τη σκληρότητα των δημίων-ραβδούχων και από τη βαρύτητα του εγκλήματος, ενώ σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο δεν υπερέβαιναν τα 40 κτυπήματα.
Μετά τη φραγγέλωση έβαζαν στους ώμους του θύματος, με τα χέρια σε έκταση, την οριζόντια δοκό του σταυρού, το patibulum, και την έδεναν με σχοινί στα σημεία του αυχένα και των βραχιόνων, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την εκ νέου αιμορραγία των τραυμάτων. Ακολουθούσε η διαπόμπευσή του ανάμεσα στο πλήθος, με χλεύη, ονειδισμούς και χειροδικίες. Σκοπός της διαπόμπευσης ήταν ο ψυχικός και ο σωματικός βασανισμός, καθώς και η ηθική εκμηδένιση του κατάδικου. Η διαπόμπευση άρχιζε αμέσως μετά τη μαστίγωση με χειροδικίες και χλευασμούς από τους δήμιους ή τους στρατιώτες, και συνεχιζόταν κατά την περιαγωγή του καταδίκου διά μέσου της πόλης έως τον τόπο της εκτέλεσης, που βρισκόταν πάντα έξω.
Ο σταυρός ονομαζόταν ξύλον. Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να χρησιμοποιούν δύο τύπους σταυρού, τον σταυρό Τ (crux commissa) και τον λατινικό (crux immissa), με τα πόδια του θύματος να μην ακουμπούν στο έδαφος. Το ύψος του σταυρού κυμαινόταν από το 1,8 m (crux humilis) έως τα 2,4 m (crux sublimis), ενώ η οριζόντια δοκός, το patibulum, είχε μήκος 1,5–1,8 m. Συνήθως όμως χρησιμοποιούσαν τον crux humilis, γιατί, λόγω του χαμηλού του ύψους, μπορούσε να φαγωθεί ο σταυρωμένος από τα ζώα. Το κάθετο τμήμα του σταυρού (stipes) ήταν μόνιμα στερεωμένο στο έδαφος του τόπου της εκτέλεσης. Η όλη κατασκευή ζύγιζε περί τα 136 kg, ενώ μόνο το patibulum ζύγιζε 34–57 kg περίπου. Ο καταδικασμένος μέχρι τον τόπο της εκτέλεσης μετέφερε το patibulum στους ώμους του. Ήταν αδύνατον λόγω της κατάστασής του να μεταφέρει ολόκληρο τον σταυρό, όπως εικονίζεται ο Ιησούς στην αγιογραφία.
Κατά τη σταύρωση με τη μέθοδο της ήλωσης η διαδικασία ήταν περίπου η ίδια. Αφού ο κατάδικος έφθανε στο σημείο της εκτέλεσης με το patibulum δεμένο στους ώμους, το έλυναν και συνήθως του έδιναν να πιει ένα αναλγητικό (παυσίπονο) ποτό για ανακούφιση από την επερχόμενη διαδικασία, κάτι που συνηθιζόταν στην περιοχή της Ιουδαίας. Ήταν ο εσμυρνισμένος οίνος, ένα μίγμα κρασιού, κάποιων βοτάνων και φαρμάκων που προκαλούσαν αναισθησία (έχαναν τις αισθήσεις τους) έως και πλήρη αναλγησία (έλλειψη αίσθησης του πόνου).
Ακολούθως, έριχναν το θύμα ανάσκελα, με την πλάτη στο έδαφος. Στις δύο άκρες του patibulum τοποθετούνταν τα χέρια, τα οποία δεν ήταν τεντωμένα, και η ήλωση γινόταν στο σημείο του μέσου του καρπού και όχι στην παλάμη, όπως απεικονίζεται στην αγιογραφία και τη ζωγραφική, και αυτό γιατί η ήλωση στις παλάμες δεν ήταν σε σταθερή ανατομική περιοχή για να συγκρατήσει το βάρος του σώματος, γεγονός που έχει επιβεβαιωθεί και αρχαιολογικά από σκελετικά υπολείμματα εσταυρωμένων. Κατά την ήλωση στον καρπό επισυνέβαινε τρώση του καμπτήρα του αντίχειρα και κάκωση ή διατομή του μέσου νεύρου, με αποτέλεσμα ανυπόφορο, καυστικό και παραλυτικό πόνο, ενώ δεν υπήρχαν κατάγματα οστών ή καταστροφή κάποιου μεγάλου αγγείου, όπως της κερκιδικής αρτηρίας, που να αποτελεί άμεση απειλή κατά της ζωής. Η σταύρωση, γενικά, ήταν μια αναίμακτη μέθοδος θανάτου. Η ήλωση γινόταν με σιδερένια αιχμηρά καρφιά κωνικού σχήματος, μήκους 13–18 cm και πλάτους 1 cm περίπου.

Αφού κάρφωναν και τα δύο χέρια, ύψωναν το patibulum στην κορυφή του stipes και το στερέωναν στην ειδική εγκοπή. Μετά την ανάρτηση του σώματος προχωρούσαν στην ήλωση των ποδιών. Αυτή γινόταν με δύο τρόπους: Ο ένας τρόπος ήταν να λυγίζουν τα γόνατα έτσι ώστε τα πέλματα να είναι σε παράλληλη θέση με την κατακόρυφη δοκό και βάζοντας το ένα πάνω στο άλλο τα κάρφωναν με ένα μόνο καρφί στην περιοχή του ταρσού. Η απόσταση των ποδιών από το έδαφος ήταν περίπου 50 cm.
Τελικά, το θύμα εξαντλούνταν τόσο πολύ, ώστε του ήταν αδύνατο να ανασηκώσει το σώμα του για να εκπνεύσει. Η εργώδης μυϊκή δραστηριότητα εξ αιτίας της αναπνευστικής προσπάθειας, του τρόμου και των σπασμών του σώματος είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του CO2, το οποίο όμως δεν μπορούσε να αντιρροπιστεί με ανάλογη αύξηση του αερισμού. Έτσι, ο συνεχώς μειούμενος εισπνεόμενος όγκος και η φθίνουσα αναπνευστική συχνότητα σε συνδυασμό με την κόπωση των αναπνευστικών μυών και ιδίως του διαφράγματος, αφού οι εισπνευστικοί μύες είχαν χάσει την ικανότητα ισχυρής σύσπασης, οδηγούσαν όλο και σε περισσότερη κατακράτηση CO2. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η δημιουργία υπερκαπνικού κώματος (υπερκαπνία είναι μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική συσσώρευση διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα) και ο θάνατος επερχόταν σε ένα σχεδόν αναίσθητο θύμα.
Σε περίπτωση που το θύμα καθυστερούσε να πεθάνει ή ο θάνατος επιβαλλόταν να γίνει μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, η διαδικασία επιταχυνόταν με τη μέθοδο της σκελοκοπίας (κατέαξις (σπάσιμο) των σκελών). Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία έδινε τέλος στο μαρτύριο και την αγωνία του θύματος. Η σκελοκοπία ή κατέαξις ήταν η αποκοπή, ο ακρωτηριασμός της κνήμης με τσεκούρι, σπαθί ή βαριά σφύρα ώστε να επιταχυνθεί ο θάνατος από την προκαλούμενη αιμορραγία. Υπήρχε όμως και η τακτική να γίνεται η κατέαξις των σκελών και μετά να αποκαθηλώνεται ο κατάδικος, ο οποίος, όντας ετοιμοθάνατος, κατασπαρασσόταν και διαμελιζόταν από τα άγρια ζώα.
Πηγή: https://www.mednet.gr/archives/2017-3/pdf/403.pdf
