Ελένη Βακαλό : Ποιήματα

Ελένη Βακαλό

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1921. Σε ηλικία δύο χρόνων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1940-1945) και το 1948 έφυγε για το Παρίσι, όπου ειδικεύτηκε στην ιστορία τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.  Εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στη μέση εκπαίδευση ως καθηγήτρια Νέων Ελληνικών και στη συνέχεια στράφηκε επαγγελματικά στη Σχολή Διακοσμητικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών Βακαλό, την οποία ίδρυσε από κοινού με τον ζωγράφο και σκηνογράφο σύζυγό της Γιώργο Βακαλό(πουλο). Παράλληλα ασχολήθηκε με τη διδασκαλία Ιστορίας Τέχνης και την κριτική.

Στον χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1944 από τις σελίδες του περιοδικού Νέα Γράμματα και ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο Θέμα και παραλλαγές. Σταθμό στην ποιητική της πορεία αποτέλεσε η ποιητική συλλογή της Στη Μορφή των θεωρημάτων (1951). Το 1991 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Γεγονότα και ιστορίες της κυρα-Ροδαλίνας.

 

Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος

 

Απο τη Συλλογη Του κόσμου (1978).

Θα σας πω πώς έγινε

Έτσι είναι η σειρά

Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο

δρόμο του έναν χτυπημένο

Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε

Τόσο πολύ λυπήθηκε

που ύστερα φοβήθηκε

Πριν κοντά του vα πλησιάσει για να σκύψει να

τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα

Τι τα θες τι τα γυρεύεις

Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,

να ψυχοπονέσει τον καημένο

Και καλύτερα να πούμε

Ούτε πως τον έχω δει

 

Και επειδή φοβήθηκε

Έτσι συλλογίστηκε

Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε vα παίξει με τους άρχοντες

Αρχισε λοιπόν και κείνος

Από πάνω να χτυπά

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας

Η ποιήτρια φαίνεται ότι πιστεύει όπως και ο Ρουσώ ότι  οι άνθρωποι γεννιούνται  καλοί , αθώοι και με αγνά αισθήματα για τους συνανθρώπους τους . Την ίδια σκέψη βρίσκουμε και στο ποίημα του Ν. Γκάτσου : «Μια γλώσσα , μια πατρίδα»

Μια χούφτα είν’ ο άνθρωπος από στυφό προζύμι

γεννιέται σαν αρχάγγελος πεθαίνει σαν αγρίμι

 

Όπως ο καλός και μικρός άνθρωπος του ποιήματος μας που τα γεγονότα αλλά και δική του μικροπρεπής στάση τον μετέτρεψαν δυστυχώς σε έναν κακό άνθρωπο . Το ποίημα θίγει ένα βαθύ και διαχρονικό ερώτημα . Πώς  η καλοσύνη μπορεί να μετατραπεί σε κακία ; Μερικές από τις απαντήσεις που μπορούν να δοθούν είναι ότι γι΄αυτήν τη μεταστροφή ευθύνονται τόσο το περιβάλλον , η εσωτερική πάλη του ανθρώπου με τα σκοτεινά του συναισθήματα , όπως η ζήλεια , η μνησικακία , ο θυμός , ο φόβος ,  όσο και η ψευδαίσθηση της καλοσύνης. Ο «καλός» άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ καλός , αλλά απλώς έκρυβε την την κακία του πίσω από μια προσωπίδα καλοσύνης .

Η αρχή του ποιήματος όπου ο μικρός καλός άνθρωπος συνάντησε τον χτυπημένο μας θυμίζει την παραβολή του καλού Σαμαρείτη που βοήθησε τον πληγωμένο άνθρωπο. Όμως σ΄αυτην την ιστορία τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά . Το φυσιολογικό συναίσθημα της λύπης το διαδέχεται ο  φόβος και το αίσθημα της αυτοσυντήρησης . Σκέφτηκε καλύτερα. Ποιος τον χτύπησε και γιατί. Ίσως κάποιος άλλος βρεθεί που θα τον πονέσει και θα τον βοηθήσει . Βέβαια μέχρι εδώ υπάρχουν κάποιες δικαιολογίες. Πολύ γρήγορα όμως  ο μικρός καλός άνθρωπος μετατράπηκε κι αυτός ένας από τους βασανιστές του χτυπημένου ανθρώπου . Γιατί ίσως κι αυτός σε κάτι να είχε φταίξει. Και το πιο σημαντικό ίσως είχε αντιταχθεί στους άρχοντες , στην καθεστηκυία τάξη, με αποτέλεσμα να διαταραχθεί η ησυχία και η γαλήνη όλων των μικρών  «καλών» ανθρώπων .

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι το ποίημα δεν δίνει μια ηθική κρίση . Δεν καταδικάζει ούτε δικαιολογεί τον «κακό» άνθρωπο. Αντίθετα καλεί τον αναγνώστη να σκεφτεί την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και τους παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν ένα άτομο από την καλοσύνη στην κακία .

Κάποια ανάλογες σκέψεις και προβληματισμούς βρίσκουμε στο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Τελευταίος σταθμός»

 

Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους.  ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο.

χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος. μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα, στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.

Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο, άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν·

σαν έρθει ο θέρος προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι· σαν έρθει ο θέρος άλλοι  φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό άλλοι  μπερδεύουνται  μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.

Σ΄αυτό το απόσπασμα ο ποιητής προσπαθεί να εξηγήσει τις ανήθικες συμπεριφορές των ανθρώπων , λέγοντας ότι ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα μαλακό και εύπλαστο που έχει κάποιες βιολογικές ανάγκες όπως και ένα φυτό , που λαχταράει το κέρδος και που προτιμά το κακό να βρεί τον διπλανό του και όχι τον ίδιο . Και όλα αυτά  μεγενθύνονται  πολύ περισσότερο κάτω από τη βαριά σκιά του πολέμου .

Εδώ ο ποιητής φαίνεται να κατανοεί ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι πλασμένοι για να γίνουν ήρωες. Είναι ανθρώπινο το να φοβόμαστε και να  θέλουμε να προστατέψουμε τον εαυτό μας .

Στον αντίποδα αυτής της οπτικής είναι το ποίημα του Βρεττάκου «Αν θέλεις να λέγεσαι Άνθρωπος»

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο. Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες — μα ούτε βήμα πίσω. Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.

Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή. Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια αφίνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ' τις οβίδες. Δεν έχεις καιρό δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος μπορεί να χρειαστεί ν’ αφίσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη ή το παιδί σου. Δε θα διστάσεις. Θ’ απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο. Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς. Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδι, να κοιτάς έν’ άστρο, να ονειρεύεσαι είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου να την ακούς να σου λέει τα όνειρά της για το μέλλον.

Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Το ποίημα του Βρεττάκου «Αν θέλεις να λέγεσαι Άνθρωπος» αποτελεί μια δυνατή έκκληση για ανθρωπιά και ηθική συνείδηση . Ο ποιητής καλεί τον αναγνώστη να υιοθετήσει αξίες όπως η καλοσύνη , η δικαιοσύνη και η συμπόνια , προκειμένου να αξίζει τον τίτλο του «ανθρώπου». Ο καθένας οφείλει να αγωνιστεί και να θυσιαστεί ακόμα , για την προάσπιση των αξιών που πρεσβεύει το ποίημα , δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου η καλοσύνη και η δικαιοσύνη μπορούν να ανθίσουν .

 

 

 

 

 

 

 

 

Ποιήματα της Μελισσάνθης

Ποιήματα της Μελισσάνθης

Η Ήβη Κούγια-Σκανδαλάκη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 7 Απριλίου 1907 στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλικά στο Γαλλικό Ινστιτούτο με καθηγητή τον Οκτάβιο Μερλιέ, ο οποίος την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με την ποίηση. Σπούδασε ακόμη, γερμανικά, αγγλικά, μουσική και μελέτησε φιλοσοφία.

Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και καθηγήτρια γαλλικών, ενώ υπήρξε συνεργάτιδα του λογοτεχνικού προγράμματος του ΕΙΡ

Στη λογοτεχνία εμφανίσθηκε το 1930 με την ποιητή συλλογή «Φωνές Εντόμου». Ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η ποιητική συλλογή «Προφητείες», η οποία αποτέλεσε το λογοτεχνικό γεγονός της χρονιάς και την καθιέρωσε ως ποιήτρια.

Ο θρησκευτικός και υπαρξιακός χαρακτήρας στάθηκαν από την αρχή τα κύρια γνωρίσματα του έργου της Μελισσάνθης.

Η ποίησή της εκτιμάτο από μεγάλη μερίδα του λογοτεχνικού κόσμου της εποχής της. «Φαινόμενο που πραγματικά αγγίζει το θαύμα», την έχει αποκαλέσει ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης

Η Ήβη Κούγια-Δασκαλάκη πέθανε στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 1990.

Παραθέτω  δυο ποιήματα που πιστεύω ότι αξίζει να μελετήσουμε

 

Η μεγάλη ληστεία του αιώνα

Η ιστορία άρχισε κάπως έτσι : Σημειώθηκαν τα πρώτα κρούσματα σποραδικά

Σαν ασύνδετα μεταξύ τους , Σκάνδαλα καταχρήσεων , παραχαράξεις , διαρρήξεις σε δημόσια και ιδιωτικά χρηματοκιβώτια . Έτσι πέρασε απαρατήρητη η μεγάλη ληστεία του αιώνα . Όταν παραβιάστηκε το Αρχαιοφυλάκιο με τους Αρχετύπους

….«Ου μη γρηγορήσεις, ήξω επί  σε ως  κλέπτης»…

Πολύ αργότερα μπόρεσε να φανεί το μέγεθος της καταστροφής, όταν αρχίνησαν να κυκλοφορούν τα πρώτα κακέκτυπα αντίγραφα. Όταν με το σύστημα των διεθνών συμβάσεων και των τραστ διαδόθηκε σ΄όλον τον κόσμο η βιομηχανία των απομιμήσεων .Η παραχάραξη ,η κιβδηλεία, η νοθεία , η γενική εμπορία  των πάντων .Αυτό έδωσε στην αρχή μια τεράστια ώθηση στις συναλλαγές .Μια ευχάριστη ψευδαίσθηση ευημερίας στη διεθνή αγορά .

Στα μεγάλα αστικά κέντρα , τα Χρηματιστήρια , οι χαρτοπαικτικές λέσχες , τα σφαιριστήρια , τα καζίνα , τα τεϊοποτεία λειτουργούσαν με πυρετό . Οι πλάστιγγες χρυσού ανεβοκατέβαιναν στον ίδιο τρελλό ρυθμό με τις κυλιόμενες των σούπερ μάρκετ .Η κίνηση του πλήθους να σφύζει παντού . Ωσότου το έλλειμα στο ισοζύγιο Χρυσός – Αντίχρυσος αχρήστεψε το μέτρο σύγκρισης των αξιών .Το μέτρο της ανθρώπινης συναλλαγής .

Ωσότου κάτω από το βάρος της παγκόσμιας ενοχής ακούστηκε ο απαίσιος τριγμός στον άξονα του πλανήτη.

«Πόλις δε ηγέρθη εναντίον πόλεως και αδελφός εναντίον αδελφού»

Από τη συλλογή « Τα νέα ποιήματα» 1974 -1984 

 Είναι ένα ποίημα που μιλάει από μόνο του. Ιδιαίτερα  προφητικό και επίκαιρο παρόλο που γράφτηκε πριν περίπου πενήντα χρόνια .Πρόκειται για μια κατάθεση της ποιήτριας που βλέπει, παρατηρεί την παγκόσμια κατάσταση και φοβάται όπως και κάθε πνευματικός άνθρωπος κάθε εποχής την αντεστραμμένη πυραμίδα αξιών που έχει πλέον επικρατήσει.

Αναφέρεται στο ξεκίνημα αυτής της κατάστασης. Σκάνδαλα και μικρές κλοπές που συσκότισαν την ουσία . Δηλαδή τη μεγάλη ληστεία . Την κατάρρευση και εξαγορά  όλων των ηθικών αξιών . Με αντίτιμο την επίπλαστη και προσωρινή ευτυχία και ευημερία .

Όταν παραβιάστηκε η αξία της Ανθρώπινης ύπαρξης : Το Αρχαιοφυλάκιο με τους Αρχετύπους . Και άρχισαν να κυκλοφορούν παντού κακέκτυπα αντίγραφα . Οι άνθρωποι πέρασαν σε μια εποχή που δεν ήξεραν πια τις  πραγματικές αξίες της  ανθρώπινης ύπαρξης . Που χαίρονται γιατί όλα φαίνονται να λειτουργούν καλά και να παράγουν πλούτο . Αυτός ο πλούτος όμως είναι το αποτέλεσμα της Μεγάλης Ληστείας και της συνεπακόλουθης κατάρρευσης των αξιών που στηρίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη και την πραγματική ευτυχία .Δεν άργησε να φανεί αυτή η ανατροπή , αυτή η φοβερή ανισορροπία. Στο ισοζύγιο : Χρυσός – Αντίχρυσος . Μέσα από αυτό το λογοπαίγνιο που μας φέρνει στο μυαλο το Χριστός – Αντίχρηστος , η ποιήτρια καταγράφει την επικράτηση του Αντίχρυσου , των ψεύτικων δηλαδή αξιών και συμβόλων σε βάρος των ανθρωπιστικών αξιών , της παγκόσμιας συναδέλφωσης και συναντίληψης . Την επικράτηση των φαινομένων  σε βάρος της αλήθειας .

Αυτό όμως είναι μια υπέρτατη Ύβρις που θα επιφέρει ακόμα και την μετατόπιση του άξονα της γης , συμβολικά πάντα .Και όλες οι καταστροφές μπορούν να προέλθουν απ΄αυτό . Να εγερθεί πόλις εναντίον πόλεως και αδελφός εναντίον αδελφού , φράση παρμένη από την Καινή διαθήκη .

Δυσάρεστες και απαισιόδοξες σκέψεις κάνουμε διαβάζοντας αυτό το ποίημα. Πράγματι τι είναι όλα αυτά που βιώνουμε σήμερα , η κλιματική κρίση , η οικονομική κρίση και κυρίως η απειλή του πολέμου σαν αποτέλεσμα της απληστίας των εθνών , παρά το αποτέλεσμα αυτής της αντεστραμμένης πυραμίδας αξιών ? Της επικράτησης του Αντίχρυσου σε βάρος του Χρυσού

 

 

Στη Νύχτα που έρχεται

Ξεκινάμε ανάλαφροι  καθὼς  η γύρη
που ταξιδεύει στον άνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιὰ
γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανὸ
κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ’ τη γη
Μας βρίσκουν τ’ ατέλειωτα καλοκαίρια
τα μεγάλα κάματα.
Οι άνεμοι, τα νερὰ
παίρνουν τα φύλλα μας.

Αργότερα
πλακώνουν οι βαριὲς συννεφιὲς
μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες
Μα πάντα αντιστεκόμαστε,
ορθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα
Ωσότου, φτάνει ένας άνεμος παράξενος
-κανεὶς δε ξέρει πότε κι απὸ ποὺ ξεκινά-
μας ρίχνει κάτω
μ’ όλες μας τις ρίζες στον αέρα.
Για λίγο ακόμα μες στη φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο
-να πει μία τρίλια του στη νύχτα που έρχεται-
ένα πουλί.

 

Το ποίημα αυτό έχει έναν απλό και συγχρόνως μυστηριώδη τίτλο που μας κινεί το ενδιαφέρον να το διαβάσουμε.

Αν και απλό κρύβει βαθύτερα νοήματα , κάνοντας λόγο για τη ζωή του ανθρώπου από τη στιγμή της γέννησής του ως τον αναπόφευκτο  θάνατό του .

Το ποίημα αποτελείται από 19 στίχους χωρίς ομοιοκαταληξία, στο περιεχόμενο των οποίων γίνεται ένα πέρασμα της ανθρώπινης ζωής . Ξεκινάει με τη γέννηση του ανθρώπου απ΄όπου ο άνθρωπος ξεκινά το ταξίδι του ανάλαφρος χωρίς τίποτα να τον βαραίνει . Σαν την ανοιξιάτικη  γύρη . Ό, τι πιο ανάλαφρο και όμορφο υπάρχει στη φύση. Αργότερα ρίχνει ρίζες  και αποκτά γερά στηρίγματα όπως ένα δέντρο . Ο άνθρωπος έχει ανάγκη τις ρίζες. Έχει ανάγκη όμως και τον ουρανό , το όνειρο , την ελευθερία.  Κατόπιν κάνει λόγο για τις δυσκολίες και τις κακουχίες που αντιμετωπίζει κάθε άνθρωπος μετά την ενηλικίωσή του , δυσκολίες που πάντα καταφέρνει να ξεπερνά και να παραμένει όρθιος και δυνατός . Καταφέρνει να αναπληρώνει και τις τυχόν  απώλειες. Υλικές , ψυχικές , πνευματικές ακόμα και σωματικές . Στο τέλος όμως έρχεται ένα δυνατό χτύπημα από έναν αέρα που κανείς δεν ξέρει από που προέρχεται . Τώρα ο άνθρωπος  χάνει πια όλες του τις δυνάμεις . Για λίγο μόνο μπορεί να αντέξει και στο τέλος παραδίδεται στη μεγάλη νύχτα .

Το μήνυμα του ποιήματος είναι αισιόδοξο και απαισιόδοξο συγχρόνως . Ναι μεν γεννιόμαστε και ζούμε , ξεπερνάμε τις δυσκολίες  και  προχωράμε  αλλά όλοι έχουμε  ένα  αναπόφευκτο  τέλος.