Ομάδα: Χρυσή Ρ. Αριάδνη Τ. Εβελίνα Κ. Κωνσταντίνα Κ. Κωνσταντίνα Καψ.
Ιωάννης Μακρυγιάννης
Γεννήθηκε το 1796, στον οικισμό Αβορίτη του Κροκυλείου Φωκίδας και το οικογενειακό του όνομα ήταν Τριανταφύλλου, του Δημητρίου και της Βασιλικής, το οποίο και απέκρυπτε επιμελώς στη νεαρή του ηλικία καθ' υπόδειξη της μητέρας του, λόγω φόβου περαιτέρω αντεκδικήσεων, επειδή ο πατέρας του Δημήτρης είχε φονευθεί, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, σε συμπλοκή με τους Τούρκους όταν ο Μακρυγιάννης ήταν ενός έτους. Οι λόγοι της δολοφονίας του πατέρα του είναι άγνωστοι: ίσως συνδέονται με περιστατικά του κλεφταρματολικού βίου της οικογένειάς του. Ο σκοτωμός του Τριανταφύλλου θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στις συνέπειες της εμπλοκής του σε λεηλατικές δραστηριότητες των κλέφτικων σωμάτων του Καλιακούδα και της διάλυσής αυτών. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, μετά από επιδρομή των Τούρκων, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Αβορίτη μαζί με τη μητέρα του Βασιλική και τα αδέρφια του και να εγκατασταθεί στη Λιβαδειά. Το 1811, η οικογένειά του τον έστειλε πίσω στη Φωκίδα στην υπηρεσία του συγγενή του Παναγιώτη Λιδωρίκη, ο οποίος εκτελούσε χρέη ζαπτιέ (Τουρκικά "zaptiye" = ο χωροφύλακας) στη Δεσφίνα .Αργότερα, εστάλη στον αδερφό του Παναγιώτη, Θανάση Λιδωρίκη, στην Άρτα. Εκεί άρχισε, από το 1817, να ασχολείται με το εμπόριο: ο Θανάσης Λιδωρίκης, ο ευεργέτης του, του είχε αναθέσει τη διαχείριση δικών του υποθέσεων και στηριζόμενος ο ίδιος ο Μακρυγιάννης στο δίκτυο και την επιρροή του Λιδωρίκη, ανέπτυξε και δική του εμπορική δραστηριότητα. Μέχρι το 1819 είχε αποκτήσει σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία (σπίτι από καταχρεωμένο προύχοντα και αμπέλι). Στην Άρτα των τελών της δεκαετίας του 1810 ανήκε στους οικονομικά ευκατάστατους μικροεμπορευματίες και δανειστές.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
Λόγω των πολεμικών περιπετειών και των άλλων συγκυριών στις οποίες μετείχε ο Μακρυγιάννης, η νεότερη έρευνα έχει ασχοληθεί με την κατάσταση της σωματικής και ψυχικής του υγείας και πώς αυτή υπήρξε καθοριστική για την προσωπικότητά του, τη σκέψη και τη δράση του. Πρώτη φορά τραυματίζεται το Σεπτέμβριο του 1821 στην περιοχή του Πέτα (όχι στην ομώνυμη μάχη). Ήταν τραύμα από πυροβόλο όπλο στην πρόσθια επιφάνεια της δεξιάς κνήμης, κοντά στο ύψος των σφυρών. Το βλήμα πιθανώς έμεινε μέσα χωρίς να αφαιρεθεί. Η δεύτερη φορά που τραυματίστηκε ήταν στις 13 Ιουνίου 1825 στους Μύλους Αργολίδος, στο μέσον του πήχη του δεξιού χεριού του. Μπήκε λοξά από έξω και κάτω και βγήκε προς τα μέσα και πάνω, αποσπώντας πιθανώς μερικά κομμάτια της κερκίδας. Καθώς όμως υπέφερε οι γιατροί θέλησαν να τον ακρωτηριάσουν από το ύψος του ώμου, αλλά ο Μακρυγιάννης αντέδρασε και τελικά η επέμβαση δεν έγινε. Το χέρι βέβαια δεν γιατρεύτηκε τελείως αλλά του έμεινε στον δείκτη μια μικρή δυσχέρεια. Ο πιο σημαντικός τραυματισμός, που επηρέασε την ψυχική του υγεία, σημειώθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1826 στην πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Δέχθηκε σε μια συμπλοκή τραύμα στο πλάγιο του τραχήλου. Πέφτοντας κάτω ποδοπατήθηκε από τους υποχωρούντες συμπολεμιστές του. Σηκώνεται και ξανατραυματίζεται στο αριστερό βρέγμα και αιμορραγεί πάλι στην ινιακή χώρα. Αφαίρεση του βλήματος από τον τράχηλο δεν επιχειρήθηκε ούτε η ανάταξη των σπασμένων οστών του κρανίου, αφού θα αύξανε την πιθανότητα ενδοκρανιακού αιματώματος. Η μόνη ασθένεια που αναφέρει ότι πέρασε ο Μακρυγιάννης ήταν κάποια λοίμωξη, ίσως του αναπνευστικού, που επιπλέχθηκε από ρινορραγία και αρθρίτιδα των γονάτων. Κυρίως τα τραύματα είναι αυτά που επιτείνουν τις μελλοντικές ασθένειές του. Τον Ιανουάριο του 1832 έχει έντονους πόνους στην κοιλιά ή τη μέση και μάλλον είναι αιματηρές κενώσεις. Το 1837 υποφέρει, σύμφωνα με ιατρικά πιστοποιητικά του βασιλικού αρχίατρου Βαυαρού Λίνερμάγιερ (Linermayer), από μεγάλο απόστημα στην περιοχή του τραύματος του δεξιού αντιβραχίου και από επίμονη εμπύρετη γαστρεντερίτιδα. Με το πέρασμα των χρόνων η κατάσταση επιδεινώνεται. Ο ίδιος αναφέρει επεισόδια ζάλης και μια κρίση απώλειας συνείδησης. Στα 1849 αντιμετωπίζει περιστατικό εντεροκήλης στη δεξιά βουβωνική χώρα, που ο Μακρυγιάννης την αποδίδει στο ποδοπάτημα της κοιλιάς του από τους στρατιώτες του στην Ακρόπολη. Σίγουρα έπασχε από αιμορροΐδες που αντιμετώπιζε με βδέλλες.
Η πρώτη φορά που ετέθη ζήτημα ψυχικής υγείας του Μακρυγιάννη ήταν με έγγραφο του Υπουργού Στρατιωτικών Σπυρομήλιου προς τον ανακριτή, την 1η Απριλίου 1852.Κατά τη διάρκεια της δίκης του Μακρυγιάννη, κλήθηκαν να καταθέσουν και γιατροί σχετικά με το αν εβλάφθη τας φρένας ο Μακρυγιάννης. Έτσι κατέθεσαν ο δόκιμος ιατρός Περικλής Σούτσος, ότι ο άνθρωπος δεν είναι εις κατάστασιν μανίας, αλλ' εις κατάστασιν μονομανίας προελθούσης από θρησκευτικά αίτια, ο οικογενειακός ιατρός Αλέξανδρος Βενιζέλος, ο οποίος τόνισε ότι η σειρά της ομιλίας του ήτο ενίοτε συγκεχυμένη, ο Ερρίκος Τράιμπερ, ο οποίος υπήρξε επιφυλακτικός τονίζοντας πως έπρεπε να παρακολουθηθεί συστηματικά, κάτι που επανέλαβε και ο αρχίατρος του Όθωνα, Βερνάρδος Ρέζερ. Μόνο ο Νικόλαος Κωστής επιφυλάχθηκε θεωρώντας πως δεν παρουσιάζει κάτι έκτακτο η συμπεριφορά του Μακρυγιάννη, αφού αυτό είναι το συνηθισμένο ύφος του προφορικού του λόγου. Σημαντική είναι η μαρτυρία της γυναίκας του, η οποία συμπίπτει με όσα ο σύζυγός της κατέγραψε στο Οράματα και θάματα και όσα κατέθεσαν άλλοι μάρτυρες. Ο ψυχίατρος Νίκος Σιδέρης αποδίδει τη συμπεριφορά του Μακρυγιάννη σε επιληψία του κροταφικού λοβού. Για τον Αθανάσιο Μπασδρά, «η προσωπικότητα του Μακρυγιάννη άλλαξε και απέκτησε κάποια χαρακτηριστικά οργανικά». Δηλαδή συνδέονται αιτιολογικά τα τραύματα στο κεφάλι με την ψυχοπαθολογία. Έπασχε από ψυχοπαθολογικά συμπτώματα τα οποία παρουσίασαν έξαρση από τα μέσα του 1844 έως τα μέσα του 1846, συμπτώματα τα οποία θα μπορούσαν να ανήκουν «στην κλινική εικόνα της εστιακής επιληψίας, χωρίς όμως να τεκμηριώνεται κάτι τέτοιο» Στις 9 Μαρτίου 1852 παρουσίασε εικόνα ντελίριου (λατ. delirium) που είναι άγνωστο πόσο διήρκεσε.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ 3ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ1843 ΚΑΙ Η ΚΑΤΟΠΙΝΗ ΔΡΑΣΗ
Ως πληρεξούσιος Αθηνών, ο Μακρυγιάννης συμμετείχε στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα στην Εθνοσυνέλευση τον Ιανουάριο του 1844 σχετικά με τα δικαιώματα των ετεροχθόνων: υπήρξε ένας «από τους πιο θορυβώδεις αυτοχθονιστές», καθώς αυτός πρώτος άνοιξε το ζήτημα υποβάλλοντας το υπόμνημα επιτροπής για τον αποκλεισμό των ετεροχθόνων από τις δημόσιες θέσεις. Η παρέμβαση αυτή θα στρέψει τη συζήτηση από τον προσδιορισμό των προσόντων του Έλληνα πολίτη, στον προσδιορισμό των προσόντων όσων αξιώνουν να καταλάβουν δημόσιες θέσεις. Στα Απομνημονεύματά του όμως τοποθετείται διαφορετικά, καθώς είναι επικριτικός της διαίρεσης που γέννησε το ζήτημα, την οποία απέδιδε σε συνωμοσία των πολιτικών και των ξένων.
Το καλοκαίρι του 1844 συμμετέχει στις εκλογές για την πρώτη Βουλή μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, αλλά μειοψήφισε με 1.010 ψήφους και δεν εκλέχθηκε ανάμεσα στους τέσσερις βουλευτές της εκλογικής του περιφέρειας. Κέρδισε όμως το 48% των ψήφων στην Αθήνα. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς συμμετέχει στην έκδοση μιας εφημερίδος, της Εθνοκρατίας, και ως μέλος της εκδοτικής της εταιρείας αναλαμβάνει το ταμείο. Τον Ιούνιο του 1845 προβαίνει στην αποκάλυψη μιας αντισυνταγματικής μυστικής εταιρείας στον Υπουργό Στρατιωτικών Κίτσο Τζαβέλα, ενώ προειδοποιείται πως θα του γίνει απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του, η οποία και γίνεται από δύο άγνωστους άνδρες στις 22 Ιουνίου. Ο αντιπολιτευόμενος τύπος κατηγόρησε τον Μακρυγιάννη για επινοημένη από τον ίδιο απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του και για σύμπραξη με την αντιπολίτευση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.
..jpg)
Όπλα Ιωάννη Μακρυγιάννη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.
.jpg)
Όπλα Ιωάννη Μακρυγιάννη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Ο Μακρυγιάννης είχε παντρευτεί την αρχοντοπούλα Κατίγκω (Αικατερίνη) Σκουζέ (1810-1877), κόρη του Χατζή Γεωργαντά Σκουζέ, από την οποία είχε αποκτήσει συνολικά 12 παιδιά: 10 αγόρια και 2 κορίτσια. Τέσσερα από τα αγόρια του πέθαναν καθώς ο ίδιος ζούσε.
Την αρραβωνιάστηκε τον Ιούνιο του 1825 και τη νυμφεύθηκε στις 21 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους με κουμπάρο τον Γιάννη Γκούρα, ενώ εκείνη ήταν 16 ετών.
Το πρώτο παιδί του γεννήθηκε στα 1826 και έλαβε το αρχαιοελληνικό όνομα Λεωνίδας. Το δεύτερο το όνομα του πατέρα του Μακρυγιάννη, Δημήτρη. Το τρίτο βαφτίστηκε Γιώργης (1844-1873), παίρνοντας το όνομα του πατέρα της Κατίγκως, αλλά και του δευτερότοκου αδελφού του Μακρυγιάννη. Το όνομα του τέταρτου παιδιού του ήταν Όθων (1833-1901). Τα υπόλοιπα παιδιά ήταν ο Νικόλαος (1837-1860), η Βασιλική (1839-1911), ο Θρασύβουλος (1842-1865), ο Κίτσος (1848-1928) και η Ελένη (1850-1910).
Ο γιος του Δημήτρης πέθανε σε ηλικία 3,5 ετών, ίσως από κάποιο συστηματικό νόσημα (συγγενής ανοσοανεπάρκεια, σακχαρώδης διαβήτης, συγγενής αιμοσφαιρινοπάθεια), επειδή πάθαινε συχνά φλεγμονές, όπως τρικούκουλο (δοθιήνωση), λίγερη (ιλαροειδές εξάνθημα), φλεγμονή στον τράχηλο (λεμφαδενίτιδα;) και στο γοφό (οστεομυελίτις του ισχίου;)
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Πέθανε στις 27 Απριλίου του 1864 στην Αθήνα, εξ υπερβαλλούσης σωματικής εξαντλήσεως, σε ηλικία 67 ετών. Την επομένη έγινε η κηδεία στο μητροπολιτικό ναό της Αγίας Ειρήνης. Τον επικήδειο εκφώνησε ο γιατρός Αναστάσιος Γούδας και τον επιτάφιο ο Οδυσσέας Ιάλεμος, δημοκρατικός δημοσιογράφος από τη Λέσβο. Ποίημα απήγγειλε ο Αχιλλέας Παράσχος.
ΠΗΓΗ : WIKIPEDIA
Ομάδα: Μαρία Κ., Μαρία Κ., Κωνσταντίνα Κ. Μελίνα Α.
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μέσα στις τοπικές φυλακές στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά (1769-1770). Απ' τη μεριά του πατέρα της, καταγόταν από την Ύδρα.[4][5] Η μητέρα της ήταν γόνος της σεβαστής βυζαντινής ελληνικής οικογένειας των Κοκκίνων, που ιστορικά ζούσε στο νησί της Ζακύνθου.[6] Την βάφτισε και της έδωσε το όνομά της εκεί ο φυλακισμένος πολέμαρχος της Μάνης, Παναγιώτης Μούρτζινος.[7] Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην 'Υδρα. Μετακόμισαν στις Σπέτσες 4 χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου Ορλώφ. Από την ένωση αυτή η Μπουμπουλίνα απέκτησε οκτώ ετεροθαλή αδέρφια.
Παντρεύτηκε δυο φορές, στην ηλικία των 17 με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και στην ηλικία των 30 ετών με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δυο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Της άφησαν, ωστόσο, μια τεράστια περιουσία, την οποία ξόδεψε εξ ολοκλήρου για να αγοράσει καράβια και εξοπλισμό για την Ελληνική Επανάσταση.
Όταν η Μπουμπουλίνα έγινε χήρα για δεύτερη φορά, είχε έξι παιδιά: τρία από τον πρώτο της γάμο, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και τη Μαρία, και τρία από τον δεύτερο γάμο της: την Σκεύω, την Ελένη και τον Νικόλαο. Επίσης είχε και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα (τα μετρητά που είχε κληρονομήσει από τον Μπούμπουλη ήταν πάνω από 300.000 τάλαρα). Κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες.
Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων πήρε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, μήκους 48 πήχεων και έχοντας 18 κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα. Το όνομα αυτό το έδωσε στη ναυαρχίδα της από τον ομηρικό βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα, που οδήγησε τους Έλληνες στον Τρωικό πόλεμο. Αυτό δείχνει πόσο τιμούσε η Μπουμπουλίνα την ελληνική ιστορική της κληρονομιά και τι συμβόλιζε το όνομα του πλοίου της.
Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων,[12] της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. Για τη ναυπήγηση του Αγαμέμνονα καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν. Το 1819 η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη.
Συμβολή στην επανάσταση
Όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε «γενναία μου παλικάρια». Είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους, κάτι που συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, το Ναύπλιο και την Τρίπολη. Έτσι τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία.
Θάνατος
Ενώ η Μπουμπουλίνα άρχισε να προετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ, σκοτώθηκε σε συμπλοκή στις 22 Μαΐου 1825. Ο μικρότερος γιος της από τον πρώτο της γάμο, ερωτεύτηκε την κόρη της πολύ πλούσιας οικογένειας των Κουτσαίων, προκρίτων στις Σπέτσες. Οι Κουτσαίοι δεν ήθελαν τον γάμο μεταξύ των δύο οικογενειών διότι η Μπουμπουλίνα είχε ξοδέψει πια την τεράστια περιουσία της και είχε παραπέσει οικονομικά. Υπάρχει και η εκδοχή ότι η κοπέλα αυτή, Ευγενία Κούτση (κόρη του Χριστόδουλου), ήταν ήδη λογοδοσμένη να πάρει κάποιον άλλον πλουσιότερο Σπετσιώτη. Οι δύο νέοι όμως κλέφτηκαν και πήγαν στο σπίτι του πρώτου άντρα της Μπουμπουλίνας, του Δημητρίου Γιάννουζα. Η Μπουμπουλίνα πήγε και αυτή στο σπίτι ενώ λίγο αργότερα έφτασαν και οι Κουτσαίοι πολύ εξαγριωμένοι με την απαγωγή, την οποία θεώρησαν μεγάλη προσβολή, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής. Κατά τη διάρκεια λογομαχίας μεταξύ Μπουμπουλίνας και Κουτσαίων, ο Ιωάννης Κούτσης πυροβόλησε και σκότωσε τη Μπουμπουλίνα. Η οστεοθήκη της σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Σπετσών (αρχοντικό Χατζηγιάννη Μέξη).
Στη Ρωσία, το θάρρος της εκτιμήθηκε ιδιαίτερα. Ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α απένειμε στην Μπουμπουλίνα τον τίτλο του ναύαρχου του ρωσικού στόλου και τιμητικά το μογγολικό σπαθί ως αναγνώριση των προσόντων της. Έτσι, έγινε η πρώτη γυναίκα ναύαρχος του ρωσικού στόλου στην ιστορία της Ρωσίας και μια από τις πρώτες ναυάρχους στην παγκόσμια ιστορία.
ΠΗΓΗ:WIKIPEDIA
Ομάδα: Χριστόφορος Τ., Σωτήρης Α., Νίκος Μ., Θάνος Γ., Αντώνης Αλ.

Γεώργιος Καραϊσκάκης
Ήταν Έλληνας επαναστάτης ο οποίος αρχικά υπήρξε κλέφτης και μετέπειτα σπουδαίος αρματολός και στρατάρχης της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε τo 1782, γιος της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια. Για την ταυτότητα του πατέρα του δεν υπάρχει βεβαιότητα. Θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Καραΐσκος.
Δεν είναι απολύτως εξακριβωμένος ο τόπος γέννησης του Καραϊσκάκη .Οι πρώτοι του βιογράφοι, είτε δεν αναγράφουν τον τόπο γέννησης, είτε αναφέρουν διαφορετικές περιοχές, όπως ότι γεννήθηκε σε σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομμάτι Καρδίτσας ή σε μοναστήρι στη Σκουληκαριά Άρτας.Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη, έκανε τα πρώτα βήματά του ως κλέφτης. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου πασά Πασβάνογλου, φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά.
Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάκτησε και πήγε στον Κατσαντώνη. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε: "Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο, αν για τίποτα ρίξε με στη λίμνη".
Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά (το 1812 ), παντρεύτηκε την Εγκολπία (Γκόλφω) Ψαρογιαννοπούλου-Σκυλοδήμου , μια όμορφη γυναίκα από γνωστή οικογένεια αρματολών, και απέκτησε μαζί της τέσσερα παιδιά. Η σύζυγός του, Γκόλφω, έφυγε από τη ζωή το 1826, λίγο μετά την γέννηση του γιου της Σπύρου και έναν χρόνο πριν τον θάνατο του στρατηγού (το 1827), αφήνοντας πίσω της ορφανά τα τέσσερα μικρά παιδιά της.
Κατά τη δεύτερη διαμονή του στην αυλή του Πασά ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Επειδή από μικρός υπέφερε από φυματίωση, τακτικά κατέφευγε σε γιατροσόφια, αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του και στη συνέχεια βοηθός και επιστήθια σύμβουλός του ήταν η περίφημη Μαριώ, μια όμορφη νεοφώτιστη τουρκοκόρη, που την ανέλαβε από 8 χρονών και τον ακολουθούσε σε όλες τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις του. Ο Καραϊσκάκης τη βάπτισε Χριστιανή και την εμπιστευόταν όσο λίγους. Την έντυνε σαν άντρα αρματολό για να μπορεί να την παίρνει κοντά του και τη φώναζε Ζαφείρη.
Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίστηκε υπέρ του. Αργότερα, όμως, προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και από αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο, που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς, διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος χρόνος. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα, όπου ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.

Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου. Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821.
Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγεύσει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν» ενώ «τα "δικαιώματα" θα τα έστελνε ο ίδιος σ' εκείνους».
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822), μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα. Ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με 800 περίπου άνδρες την διάβαση κοντά στον Άη Βλάση και ανάγκασε τους εχθρούς, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από την ομώνυμη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.
Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων. Αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος.
Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά από ομολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα, ότι: "ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό". Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την "αποκάλυψη προδοσίας".
Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 (σε 3 μέρες) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη. Η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Πάντως ο Καραϊσκάκης στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν». Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Εκεί κρύφτηκε στην Ιερά Μονή Προυσού, όπου ακόμα σήμερα υπάρχει η κρύπτη του Γεωργίου Καραϊσκάκη και η κεντημένη εικόνα της Παναγίας με χρυσό και ασήμι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο, που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.
Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε από την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε "ταμπούρια" (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι, διορισμένοι από τη Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), Κόχραν ως "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων" και Τσωρτς, ως "διευθυντής χερσαίων δυνάμεων", προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση.Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος και διαμήνυσε γραπτά στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους «κυνηγά το βόλι». Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη «να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα». Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.
Ο θάνατος
Την επομένη κάποιοι έλληνες στρατιώτες επιτέθηκαν χωρίς διαταγή κατά του στρατοπέδου του Κιουταχή. Για να μη γενικευθεί η σύγκρουση, ο Καραϊσκάκης βγήκε από τη σκηνή του και κατευθύνθηκε έφιππος προς το σημείο της συμπλοκής γύρω στις 4 το απόγευμα. Μία σφαίρα, όμως, τον βρήκε στο υπογάστριο και τον τραυμάτισε σοβαρά.
Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα".
Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο. Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο θάνατος του Καραϊσκάκη οφειλόταν σε δολοφονική ενέργεια είτε με υποκίνηση των Άγγλων, που ήθελαν τον περιορισμό της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, είτε του μεγάλου αντιπάλου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.
Την επομένη, οι Έλληνες με πεσμένο ηθικό και κακή στρατηγική, υπέστησαν συντριπτική ήττα στη Μάχη του Αναλάτου από τον Κιουταχή, ο οποίος πολύ γρήγορα κατέστειλε την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα.
Το έθνος θρήνησε το χαμό του ήρωα. Και δικαίως, διότι η απώλειά του υπήρξε ανεπανόρθωτη. Ο Καραϊσκάκης ήταν αδύνατος, φιλάσθενος (έπασχε από φυματίωση), μέτριος το ανάστημα, ιδιαίτερα νευρικός, οξύθυμος, βωμολόχος και υβριστής. Αλλά είχε χαλύβδινη θέληση, δύναμη σκέψης και κριτικής και ιδιαίτερη ικανότητα στην ταχύτατη λήψη αποφάσεων και εκτέλεση αυτών. Με μία λέξη, ήταν ηγέτης. Άλλο ζήτημα αν, όπως έλεγε ο ίδιος, ο χαρακτήρας του τον έκανε να είναι άλλοτε άγγελος και άλλοτε διάβολος.
Πηγές:
- Εκπαιδευτικός Οργανισμός Ελληνικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης
- Βικιπαίδεια
- https://www.sansimera.gr/biographies/1259#goog_rewarded


