Η Αλεξάνδρεια και ο Καβάφης

 

της Πέρσας Κουμούτση //

 

alexandreiaΓια την Αλεξάνδρεια στην ποίηση του Κ.Π. Καβάφη έχουν γραφτεί πολλά κείμενα, και ίσως αποτελεί ένα από τα πλέον πολυδιαβασμένα  θέματα στο χώρο της κριτικογραφίας, που ωστόσο, δε χάνει ποτέ τη γοητεία του, αφού η σχέση του ποιητή με την πόλη του συνεχίζει ακόμα και σήμερα να συγκινεί και να εμπνέει, αλλά και να επιδέχεται  αναλύσεων, ίσως όσο και οι φανατικοί αναγνώστες των ποιημάτων του όπου γης.

Άλλωστε, η τέχνη ανέκαθεν υπήρξε ανεξάντλητη πηγή στοχασμού και κριτικής σκέψης και η πρόσληψή της είναι κυρίως υποκειμενική υπόθεση, ακριβώς όπως και η ερμηνεία της. Έπειτα, για έναν άνθρωπο που βίωσε από πρώτο χέρι και έγραψε για αυτή την πόλη αποτελεί ακαταμάχητο πόλο διανοητικής έλξης/πρόκλησης, αλλά και ένα θέμα που οφείλει να υπάρχει στο βιογραφικό του, αλλιώς, νιώθει μετέωρος σαν απέναντι σε ένα ανεκπλήρωτο χρέος.
Έτσι, ξεπερνώντας τις αναστολές μου θα επιχειρήσω και εγώ να αποτιμήσω αυτή τη σχέση  μέσα από 4 εμβληματικά ποιήματα που αποτελούν ορόσημα στην ποίηση του.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια στις 29 Απριλίου του 1863, και πέθανε στην Αλεξάνδρεια την ημέρα των γενεθλίων του το 1933. Στο ενδιάμεσο της ζωής του ταξίδεψε πολύ, αλλά επέστρεφε πάντα στη γενέθλια πόλη του. Εμφανίστηκε στα γράμματα στις αρχές του περασμένου αιώνα χαράσσοντας έναν νέο δρόμο στο ποιητικό στερέωμα, αφού ήταν από τους πρώτους που αψήφησαν τον εδραιωμένο λυρισμό της νεοελληνικής παράδοσης που θεμελίωσαν οι προκάτοχοί του στον ελλαδικό χώρο, τολμώντας στην ποίησή του έναν λόγο λιτό και «αλλοπρόσαλλα» ευθύ, όπως τον χαρακτήρισαν τότε, με μορφή και περιεχόμενο που προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις από τους καταξιωμένους της λογοτεχνικής σκηνής.
Παρ’ όλα αυτά, η ποίησή του επιβλήθηκε στην Ελλάδα, και παντού, σε εύλογο χρονικό διάστημα, ενώ η γενέτειρα πόλη του, όπου έζησε ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής του, έπαιξε καταλυτικότατο ρόλο στη διαμόρφωση της ρηξικέλευθης – τότε, αλλά και σήμερα, τολμώ να πω− ποιητικής του δημιουργίας, ιδιαιτέρως δε στη διαμόρφωση της θεματολογίας και στην επιλογή των πρωταγωνιστικών μορφών της.
kavafisΓιατί, αν για κάθε μεγάλο δημιουργό υπάρχει μια μούσα, η Αλεξάνδρεια αναμφισβήτητα υπήρξε η μούσα του Καβάφη, σταθερό σημείο αναφοράς του σε όλα του τα ποιήματα, ακόμα και σε εκείνα όπου η μούσα-πόλη δε μνημονεύεται ξεκάθαρα. Κυριαρχεί όμως πάντα σ’ αυτά, άλλοτε διαφαινόμενη κι άλλοτε υπαινισσόμενη. Και είναι αυτή η ίδια πόλη που ύψωσε τα τείχη της για να τον κλείσει μέσα της, να τον φυλακίσει, αλλά και να τον θωρακίσει ως το θάνατό του, προμηθεύοντάς τον με τη μαγική εκείνη ουσία της νεωτεριστικής του έμπνευσης.
Αλλά ήταν μόνο τα θέλγητρα της μούσας-πόλης εκείνα που καθόρισαν τη ποιητική του έμπνευση;
Όταν ο Πολύβιος επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια στο πρώτο μισό του 2ου αιώνα μ.Χ., είπε για τους Έλληνες της Αλεξάνδρειας : «Είναι νόθοι Έλληνες, αν και έχουν αποκλειστικά ελληνική παιδεία». Έχω την εντύπωση ότι αυτή η φράση υπήρξε καθοριστική και διέπει τα γραπτά των περισσότερων Αλεξανδρινών δημιουργών ακόμα και σήμερα, και πως ο Καβάφης, που βρίσκεται στην κορυφή όλων, προσπάθησε, έστω ασυναίσθητα, να καταρρίψει τη διαπίστωση αυτή − ή μήπως να την επαληθεύσει;
Παρατηρητής, και βαθυστόχαστος μελετητής της ανθρώπινης ύπαρξης, των  βασικών αλλά και των μικρότερων στοιχείων που  συνθέτουν τη ζωή, και που συχνά γλιστρούν απαρατήρητα, αδήλωτα, αθέατα ακόμα, μέσα από τα δάχτυλα του χρόνου και της Ιστορίας, ενδοσκόπος αναλυτής των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών του τόπου του, των πρωταγωνιστών, αλλά και των περιφερειακών προσώπων της, κατέφυγε στο παρελθόν για να αντλήσει θέματα οικουμενικά και πανανθρώπινα και εικόνες που πλούτισαν την αισθητική μας εμπειρία. Αφηγείται τις ιστορίες της με τέτοιον τρόπο, που οι ήρωες, είτε αυτοί ξεπηδούν από την ιστορία, είτε είναι επινοημένοι, αναπαριστούν με αξιοζήλευτη αληθοφάνεια τα βασικά χαρακτηριστικά της πόλης, που κατά κύριο λόγο  συμβολίζει το πεδίο δράσης της ανθρώπινης υπόστασης.

Σε ένα από τα αποκηρυγμένα ποιήματά του με τίτλο «Μνήμη» (Ίκαρος, 1983), το 1896 ο Καβάφης αναφέρεται στο ιστορικό παιχνίδι που παιζόταν μεταξύ δύο επίμονων τάσεων στην εξέλιξη του πολιτισμού. Αναφέρεται στη σύγκρουση μεταξύ του παλιού και του νέου, ανάμεσα στην παλιά θρησκεία και τη νέα, ή στο είδος εκείνο της νέας εμπειρίας που έρχεται να επισκιάσει την παλιά μαζί με τις αξίες του κλασικού κόσμου, ενώ τα ποιητικά πρόσωπα που επιλέγει ενεργούν κι αυτά πίσω από το προσωπείο μιας εύλογης ιστορίας για να βοηθήσουν τον αναγνώστη να συλλάβει αυτή τη βαθμιαία απώλεια των παλαιών τρόπων της πόλης του, αλλά και τη συνέπεια μιας τέτοιας σύγκρουσης που ξεδιπλώνεται με θαυμαστή ενάργεια στους στίχους:

Δεν αποθνήσκουν οι θεοί. Η πίστις αποθνήσκει
      του αχαρίστου όχλου των θνητών.
Είν’ οι θεοί αθάνατοι. Aπό τα βλέμματά μας
     τους κρύπτουσι νεφέλαι αργυραί.

Η Αλεξάνδρεια, όμως, προβάλλει ξεκάθαρα  μέσα από το ποίημα «Αλεξανδρινοί βασιλείς». Εδώ μνημονεύονται τα όμορφα αλεξανδρινά τοπία, το Αλεξανδρινό Γυμνάσιο, η πολυτέλεια της άρχουσας τάξης, η υποτέλεια των αυλικών. Και παρ’ ότι στόχος του ποιητή είναι να τονίσει την μεγαλομανία και την υπέρμετρη ματαιοδοξία, ή αλλιώς την κενοδοξία και τη μάταιη επίδειξη της δύναμης των δυο βασιλέων του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, επιστρατεύοντας κυρίως την ειρωνεία στους πρώτους στίχους, το ύφος του αλλάζει ξαφνικά, όταν λίγο πιο κάτω προβαίνει στην περιγραφή της θαυμαστής αυτής πόλης. Η μεταστροφή είναι πράγματι εντυπωσιακή και είναι δηλωτική της αγάπης του για την πόλη-μούσα του.

Μαζεύθηκαν οι Aλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,
Aλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών.

Ο Aλέξανδρος— τον είπαν βασιλέα
της Aρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος— τον είπαν βασιλέα
της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,
δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες
κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Aυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.

Οι Aλεξανδρινοί ένοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.

Aλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Aλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·
κ’ οι Aλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν
ελληνικά, κ’ αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,
γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα—
μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Στο εμβληματικό του ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους» η Αλεξάνδρεια μεταμφιέζεται σε μια ρωμαϊκή πόλη: μια ένδοξη πόλη, που όμως δεν είναι πια ικανή να αντικρίσει τον εαυτό της στο φως των εξελίξεων. Ο Καβάφης κατασκευάζει την πόλη αυτή στα πρότυπα της δικής του για να καθρεφτίσει καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Μέσα από τα μάτια των προσώπων του ποιήματος παρουσιάζει τους βαρβάρους που έπαψαν να είναι «βάρβαροι», συνεπώς δεν μπορούν πια να την κατακτήσουν, δεν μπορούν καν να υπάρξουν ως αναζωογονητική δύναμη − έτσι εξαφανίζονται από την σκηνή της ιστορίας.
Σκιαγραφεί μια πόλη που παρακμάζει, που, αν και παλεύει να υπάρχει με τη παλιά της ένδυση, δεν τα καταφέρνει, αφήνοντας τους πολίτες της στην τύχη τους. Όμως, προτού φτάσουν στο χείλος της εξάντλησης, οι πολίτες θα έχουν συμβάλει στο να στερέψει η μόνη εξωτερική πηγή ανανέωσης. Θα έχουν κάνει τους άγριους (βαρβάρους) άφαντους. Κι όταν η πόλη χρειαστεί αυτούς τους ανθρώπους, εκείνοι δε θα είναι πλέον εκεί. Σε πρώτο και προφανές επίπεδο, ο τόπος όπου διαδραματίζονται τα αναφερόμενα γεγονότα είναι η αγορά μιας πόλης που δεν κατονομάζεται· και παρόλο που ο ποιητής μάς παραπέμπει στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με την αναφορά στη σύγκλητο, τους υπάτους και τους πραίτορες, περιγράφει μια πόλη που δεν έχει όνομα, ίσως γιατί δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ποια είναι η πόλη αυτή και σε ποια χώρα ανήκει, καθώς το ποίημα είναι αμιγώς συμβολικό και τα σημάδια παρακμής που καταγράφει μπορούν να παρουσιαστούν σε οποιαδήποτε κοινωνία και σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή.
Επί της ουσίας, όμως, η πόλη που περιγράφει είναι η ίδια η Αλεξάνδρεια, που βιώνει την ίδια παρακμή, η λάμψη της αργοσβήνει, ούτε τα καλύτερα πετράδια των βασιλέων δεν μπορούν πια να επαναφέρουν την παλιά της αίγλη,  αφήνοντάς την έρμαιο της αναπότρεπτης μοίρα της, της αμετάκλητης φθοράς της. Άλλωστε, ούτε και ο ίδιος ο ποιητής δε λυτρώνεται από την ίδια κατάρα. Το επιβεβαιώνει και ο Καζαντζάκης στην αναφορά του στη συνάντησή τους στη Αλεξάνδρεια « Ο Καβάφης έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου της παρακμής…. Μια πολύπλοκη βαρυφορτωμένη ψυχή της παρακμής».

 

— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.

—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

__

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

 

Όμως, ενώ στην περίπτωση αυτή οι βάρβαροι είναι μια λύση που έρχεται από μακριά, στο ποίημά του με τίτλο «Η Πόλις», προτείνει μια διαφορετικού τύπου λύση, μια λύση που έρχεται από το βαθύτερο είναι μας, από τον μύχιο και καλά κρυμμένο εαυτό μας. Ο ποιητής, έχοντας διευθετήσει το ζήτημα των «βαρβάρων» που έρχονται από μακριά, είναι πλέον ελεύθερος να επιχειρήσει την ανασυγκρότηση του εαυτού του απέναντι στις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα και που τον αποξενώνουν από τον τόπο του.

Αλλά η δυσκολία να βρει μια αυθεντική πόλη, μια πόλη που θα τον δεχτεί μαζί με όλες τις μεταμορφώσεις και τις νέες διεργασίες της ψυχής που έλαβαν χώρο με το πέρασμα του χρόνου, είναι υπαρκτή· αξεπέραστη. Η «εσωτερική λύση» δεν μπορεί να επιτευχθεί άμεσα, γιατί η ανία ροκανίζει την ψυχή του. Ως εκ τούτου και η ψυχή −και η πόλη που της μοιάζει− χρειάζεται να αναμορφωθεί, να μεταμορφωθεί, με απλά λόγια να αλλάξει. Γρήγορα ωστόσο συνειδητοποιεί το μάταιο κάθε τέτοιας απόπειρας όπως και της φυγής από τα τείχη της, και πως μια τέτοια αλλαγή δεν είναι εφικτή καθώς η πόλη θα τον ακολουθεί όπου κι αν πάει. Εκτός αν συμφιλιωθεί ο ίδιος με την πόλη του, την αποδεχτεί και επιστρέψει σε αυτή, και αναγνωρίζει την ευθύνη του απέναντί της.

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα,
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου –σαν νεκρός– θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμό αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού –μη ελπίζεις–
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες. 
(Ποιήματα Α΄ 1896-1918, Ίκαρος 1933)

Η Αλεξάνδρεια μνημονεύεται ακόμα στους στίχους του πλέον εμβληματικού ποιήματός του «Ιθάκη»: «Θα μπεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους και σε πόλεις αιγυπτιακές πολλές να πας» − μια έντονη προτροπή και συνάμα ευχή, γιατί, αν για τον ομηρικό Οδυσσέα η Ιθάκη είναι ο προορισμός, ο απώτερος σκοπός ή το τέλος της περιπλάνησης, για τον καβαφικό Οδυσσέα το ίδιο το ταξίδι είναι ο αυτοσκοπός· και η Αλεξάνδρεια, η αιγυπτιακή αυτή μαγική πόλη είναι το κέντρο του κόσμου, μέρος του ταξιδιού, αλλά και το αποκορύφωμά του, το τέλος αλλά και η αρχή, ο στόχος και η διαδρομή. Στο ποίημα αυτό το Καβάφης μας διαβεβαιώνει ότι η Ιθάκη −ή αλλιώς Αλεξάνδρεια, η δική του Ιθάκη−  μας έδωσε το ταξίδι .
Τον Νοέμβριο του 1910, ο Καβάφης συνθέτει το πλέον, κατά τη γνώμη μου, συμβολικό του ποίημ του, το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον».
Στο ποίημα αυτό περιγράφει ένα άλλου τύπου ταξίδι, που το τέλος του  διαφέρει σημαντικά από αυτό που αναφέρουν οι τελευταίοι στίχοι της «Ιθάκης». Μας αφήνει να αναλογιστούμε κατά πόσο ο Ρωμαίος Αντώνιος ανταποκρίθηκε στο ύψος των περιστάσεων, όταν έχασε για πάντα την αγαπημένη πόλη, προτρέποντας την ίδια στιγμή τον αναγνώστη, και μάλιστα με ένα σχεδόν ρητό κι επιτακτικό τρόπο, να αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια κάθε δική του απώλεια, ακόμα κι αν αυτή είναι ανυπέρβλητη ή εξαντλητικά οδυνηρή, σαρωτική, όπως ακριβώς ανυπέρβλητη και οδυνηρή ήταν η απώλεια της Αλεξάνδρειας για τον Αντώνιο. Για τον ποιητή η απώλεια της πόλης, της Αλεξάνδρειας, συμβολίζει την ύψιστη απώλεια· παρ’ όλα αυτά, ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση, ο ποιητής δεν μας επιτρέπει να μεμψιμοιρούμε.

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Καβάφης αν και έκλεισε στο ποιητικό του όραμα οικουμενικά θέματα και διαχρονικές ανησυχίες των ανθρώπων, σκιαγράφησε τα ιστορικά με απαράμιλλη  πειστικότητα, και ξεγύμνωσε τα πάθη χωρίς αιδώ, αλλά ο φωτισμός του τοπίου όπου αναπτύσσεται το φάσμα της ποιητικής αυτής δημιουργίας, του οράματός του είναι πρωταρχικά αλεξανδρινός.
Εκεί χαίρονται, κινούνται, ερωτεύονται, υποφέρουν,  προδίδονται, αργοσβήνουν και πεθαίνουν πρόσωπα ηρωικά, αλλά και  απλά, καθημερινά, που περιδιαβάζουν στους δρόμους της μαζί με τους βασιλείς και τους επιφανείς του παρελθόντος που τη σημάδεψαν με τη παρουσία τους, όπως ακριβώς και ο ίδιος

Ο ρόλος της λογοτεχνίας στο σχολείο

Γράφει ο Νίκος Τσούλιας // *

 

Την ώρα που αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες τηλεθεατών “αγωγούν” την ψυχή τους μπροστά από τα κιτς σώου της μεγάλης αντι – πνευματικής τροφού της «σκουπιδοτηλεόρασης», άραγε πόσοι θα περιδιαβαίνουν τα άπειρα στοχαστικά και αισθητικά νοήματα σε κάποιο βιβλίο του Ντοστογιέφσκι, του Παπαδιαμάντη ή του Σεφέρη; Την ώρα που αμέτρητοι γονείς πιέζουν και προστάζουν τα παιδιά τους για να διαβάζουν, έχουν σκεφθεί πόσο πιο αποτελεσματικά θα είναι, αν οι μαθητές βιώνουν μια οικογενειακή πραγματικότητα όπου το «ανοιχτό βιβλίο» θα είναι μια καθημερινή υπόθεση για τους γονείς; Σε μια εποχή όπου κυριαρχεί ο πολιτισμός της εικόνας έχουμε αναλογιστεί ότι το παραδοσιακό εγκυκλοπαιδικό σχολείο και ο κυρίαρχος νοησιαρχικός χαρακτήρας της εκπαίδευσής μας πρέπει να διαποτιστούν από τη ζωντάνια και τη δυναμική της λογοτεχνίας;

clip_image002[4]

 

Η χρησιμοθηρική αντίληψη του εκπαιδευτικού μας συστήματος και η οικονομικο – ωφελιμιστική σχέση μας με τη γνώση αλλοιώνουν την ψυχή και την ουσία της Παιδείας. Η μάθηση θεωρείται ως μια σχεδόν αποκλειστική σχολική λειτουργία και όχι ως μια βασική και δια βίου συνιστώσα της υπαρξιακής αγωνίας του εαυτού μας και της κοινωνικής μας ολοκλήρωσης. Η μόρφωση λογίζεται όλο και πιο πολύ ως πεδίο παροχής «έγκυρων πληροφοριών» και επιστημονικών δεδομένων και όχι ως παίδεμα ψυχής, ως ανθρωπιστική καλλιέργεια και ως ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς μας.

Η λογοτεχνία είναι μια αντίληψη ζωής, ένας χώρος που κουβαλάει με τρόπο αυθεντικό και εναργή όλη την περιπέτεια της πολύπαθης ιστορικής μας διαδρομής. Δίνει μια άλλη διάσταση στη λειτουργία της γνώσης, όπου ο μαθητής θεωρείται ως ενεργό υποκείμενο και δεν είναι δέκτης μιας εγκιβωτισμένης γνώσης στην οποία μάλιστα θα δοκιμαστεί μέσω της απομνημονευτικής του ικανότητας.

clip_image002

Καλλιεργεί πολλαπλά τη φαντασία του παιδιού, στοιχείο απαραίτητο για την προσωπική μαθησιακή ανέλιξή του. Δημιουργεί καλύτερους όρους προαγωγής της διδακτικής πράξης, αφού εδώ αμβλύνονται σημαντικά οι κοινωνικές ανισότητες των νέων με δεδομένο ότι η γλώσσα, το περιεχόμενο κα τα μηνύματα της λογοτεχνίας δε διαφοροποιούν ιδιαίτερα το πολιτιστικό τους υπόβαθρο. Ίσως η πιο θετική επιρροή της λογοτεχνίας στο σχολικό γίγνεσθαι είναι ότι αναθεωρεί την κλασική αντίληψη της δόμησης της γνώσης, η οποία επιχειρεί μέσω της στείρας μετάδοσης εννοιών και μηνυμάτων να διαπαιδαγωγήσει τους νέους. Η λογοτεχνία με την αυθεντικότητα και τη ζωντάνια του αφηγηματικού λόγου, με την πολλαπλότητα των σχηματικών παραστάσεων της μυθιστορηματικής ή μη υφής της αλλά και με τις ποιητικές και συμβολικές εικόνες της θεμελιώνει τη μόρφωση όχι μέσω μιας ψυχαναγκαστικής αντίληψης αλλά μέσω του δημιουργικού ταξιδιού της στις ατέλειωτες πτυχές του κόσμου…

«Στη λογοτεχνία ο μαθητής δεν προσπαθεί να κατακτήσει ένα γνωστικό αντικείμενο, παρακολουθεί την ίδια τη ζωή» και μάλιστα ενσωματώνει τον εαυτό του μέσα στα πρόσωπα του λογοτεχνικού κειμένου και έτσι τελικά η μάθηση είναι μια αβίαστη και απελευθερωτική διαδικασία. Η περιπέτεια της λογοτεχνίας είναι ένα ισχυρό αντιστάθμισμα στη χρησιμοθηρική αντίληψη της εκπαίδευσης αλλά και στην τεχνοκρατική πρακτική της κοινωνίας. Γιατί απευθύνεται κυρίως στο συναισθηματικό κόσμο και στον ψυχικό πλούτο του παιδιού. Γιατί διευρύνει τους ορίζοντες της αμφισβήτησής του και της αναζήτησής του. Γιατί διεισδύει σε μια βαθύτερη πραγματικότητα που σφύζει από ζωή και ξεχειλίζει από τα ατέλειωτα ερεθίσματα της τέχνης του λόγου.

Άσφαλτος δείκτης της ουσιαστικής σχέσης του μαθητή με τη λογοτεχνία είναι η διατήρηση των δεσμών τους και μετά τη σχολική ηλικία. Πόσοι άνθρωποι θα νιώσουν την ανάγκη να διαβάσουν ένα από τα «βασικά μαθήματα» του σχολείου όταν έχουν αποφοιτήσει απ’ αυτό; Η λογοτεχνία, αντίθετα, θα παραμείνει σχεδόν ο προνομιακός χώρος όπου θα αναζητούμε την αυθεντικότητα των ειδώλων μας και θα καταλαγιάζουμε την εκρηκτικότητα των ατέλειωτων ερωτημάτων, αυτών των ερωτημάτων που δονούν το «είναι» μας όταν συνδιαλεγόμεθα με τον εαυτό μας. Η μέθεξη του μαθητή με τους μεγάλους πνευματικούς ανθρώπους, η ψυχική ευφορία και ανάταση που κάθε φορά γνωρίζει όταν εντρυφεί στις λέξεις και στις έννοιες του κειμένου, η βαθιά αυτή επικοινωνία του με το διαχρονικό στοχασμό είναι ο κοινός διανοητικός τόπος όπου όλοι μας ψηλαφούμε και (ανα) γνωρίζουμε την ανθρώπινη κατάστασή μας. Είναι τα αναλλοίωτα πολιτιστικά μας γονίδια που κάνουν εκρηκτική αλλά και βαθιά ανθρώπινη την ιστορία μας. Ο δε πολύ – επίπεδος λόγος της λογοτεχνίας αναπαριστά με απόλυτο τρόπο την πραγματικότητα και διεισδύει ερευνητικά σε απάτητα μονοπάτια, ανατέμνοντας και αναπλάθοντας το «υπάρχειν».

Η καλλιέργεια της ευαισθησίας του παιδιού δε θα προέλθει από τα μονοσήμαντα νοήματα των στεγνών εννοιών των «βασικών μαθημάτων». Η φιλότεχνη διάθεση, η ανίχνευση και ανάδειξη των πολυποίκιλων δεξιοτήτων του μαθητή, η γονιμοποίηση της φαντασίας, η αισθητική σύλληψη του κόσμου και του εαυτού μας, η καλλιέργεια της κοινωνικότητάς μας, η βίωση των πραγματικών αξιών της ζωής θα βρουν στη λογοτεχνία έναν πραγματικό τόπο προαγωγής. Η αλληλοσύνδεση του καθολικού κόσμου με τον ατομικό εδώ θα εδραιωθεί σε όλες τις όψεις του παιδιού: την ηθική, τη γνωστική, τη νοητική, τη συναισθηματική. Και εδώ θα δοκιμαστεί σχεδόν ολόκληρη η εκπαιδευτική στρατηγική αλλά και η δυναμική του αξιακού μας πεδίου.

clip_image002Η διδασκαλία της λογοτεχνίας μέσα στο σχολείο είναι μια μεγάλη πρόκληση. Απαιτεί αποκόλληση από την κλασική λειτουργία της ex cathedra αντίληψης. Απαιτεί έναν άλλο ρόλο του εκπαιδευτικού, πιο σύνθετο, πιο εμπνευσμένο, πιο δημιουργικό. Απαιτεί μια πολυφωνική εκπαιδευτική λειτουργία που θα στοχεύει πράγματι στη μόρφωση και στην πολιτιστική αναβάθμιση του ανθρώπου. Απαιτεί πιο ισχυρά ερμηνευτικά σχήματα που θα απεικονίζονται αβίαστα στις προσωπικές βιωματικές παραστάσεις του παιδιού. Είναι, λοιπόν, διδακτή μια τέτοια θεώρηση στο σημερινό σχολείο μας; Η απάντηση είναι ανοιχτή. Γιατί δεν θα κριθεί μόνο από τα θεσμικά δεδομένα ή από τα ισχυρά κοινωνικά ζητούμενα (και κυρίως την επαγγελματική εξέλιξη). Γιατί θα κριθεί πρωτίστως από τις ανησυχίες μας και τις δυνατότητες του εκπαιδευτικού να σηκώσει το μεγάλο φορτίο της διαπαιδαγώγησης της παιδικής ψυχής, αλλά και από το κλίμα της σχολικής αίθουσας. Ένα κλίμα στο οποίο ο μαθητής θα νιώθει όμορφα γιατί η περιδιάβαση στους χώρους της μάθησης είναι μια πορεία απελευθέρωσης από τα δεσμά της άγνοιας και του φόβου, ένα κλίμα στο οποίο στο οποίο θα νιώθει ολόκληρο τον εαυτό του και θα αντιλαμβάνεται τη σχολική πράξη ως την ύψιστη κοινωνική φροντίδα που απευθύνεται μόνο στη κρίση και στην υπευθυνότητα του εκπαιδευτικού και όχι στην τυπική του λειτουργία.

Η ελευθερία που έχει ο εκπαιδευτικός για να επιλέξει τις λογοτεχνικές αναφορές, λαμβάνοντας υπόψη του τις αναγκαιότητες των μαθητών, είναι και ευθύνη για να σηκώσεις το συνολικό βάρος για μια ουσιαστική σχέση του μαθητή με το σχολείο. Στη λογοτεχνία δεν υπάρχει ορθή άποψη, δεν υπάρχουν οι δογματισμοί και οι στείροι διδακτισμοί, δεν υπάρχει εξεταστέα ύλη καταπώς την προσδιορίζουν οι κλασικοί κανόνες, δεν υπάρχει ο στενός βαθμολογικός καταμερισμός. Αντίθετα, ανακύπτει μια άλλη φιλοσοφία, μια άλλη παιδαγωγική προσέγγιση: της κριτικής σκέψης, της δημιουργικής έκφρασης, της ανθρώπινης επικοινωνίας (με το συγγραφέα, με τον εκπαιδευτικό, με τα παιδιά), της ενεργητικής και ανήσυχης σχολικής μικρο-κοινότητας, της φιλαναγνωσίας και του διαρκούς διαλόγου με τον εαυτό μας.

clip_image002[6]
* Ο Νίκος Τσούλιας είναι καθηγητής σε λύκειο. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003). Διδακτορικό στην Ειδική Αγωγή. Δύο βιβλία: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον».  Συνεργάστηκε με: «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986), «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996) και “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” (2010- σήμερα) καθώς και με αρκετά περιοδικά. (https://anthologio.wordpress.com/)