Το σπίτι του ποιητή Καβάφη

Tο σπίτι μου

Κωστής Παλαμάς

(Πάτρα 1859 – Αθήνα 1943)

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα και καταγόταν από το Μεσολόγγι. Έχασε και τους δυο γονείς του το 1866 και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι σε συγγενικό σπίτι. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1877, ωστόσο από νωρίς είχε στραφεί προς τη λογοτεχνία. Το 1914 βραβεύτηκε για την προσφορά του με το κρατικό αριστείο γραμμάτων και τεχνών. Ήταν ένα από τα πρώτα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών και το 1930 εκλέχτηκε πρόεδρός της. Με αφορμή τον θάνατο του μικρότερου γιου του Άλκη το 1898 ο ποιητής έγραψε τα ποιήματα Τάφος και Παράδεισοι. Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943. Η κηδεία του στο πρώτο νεκροταφείο έμεινε στην ιστορία ως ένα είδος αντικατοχικής διαδήλωσης.

Ο Παλαμάς κάλυψε με το έργο του ολόκληρο το φάσμα του γραπτού λόγου. Ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τη δημοσιογραφία, την αρθρογραφία, τη μελέτη, την κριτική. Στο ποιητικό του έργο που ξεπερνά τις είκοσι συλλογές κυριαρχεί η Ελλάδα ως ιδανικό και αντικείμενο αγάπης, η πορεία του ελληνικού έθνους μέσα στους αιώνες, η προσπάθεια δημιουργικής αφομοίωσης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και της λαϊκής παράδοσης, το πνεύμα της οικουμενικότητας του πολιτισμού. Στάθηκε ο εμπνευστής και εισηγητής της λεγόμενης γενιάς του 1880 ή παλαμικής γενιάς στην ελληνική ποίηση, όταν γύρω στα 1879-1880, αντιδρώντας στη ρητορεία της ρομαντικής ποίησης της Α' Αθηναϊκής Σχολής και επηρεασμένος από το ρεύμα του γαλλικού Παρνασσισμού, ηγήθηκε της ανανέωσης της ποιητικής θεματολογίας και έκφρασης.

Σταθμοί στην ποιητική δημιουργία του θεωρούνται Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου και Η Φλογέρα του βασιλιά, γραμμένα στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας. Υπήρξε δια βίου ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής και κορυφαία μορφή του δημοτικιστικού κινήματος με το κύρος του αλλά και με τις κυρώσεις που υπέστη για τον γλωσσικό του αγώνα (προσωρινή απομάκρυνσή του από το πανεπιστήμιο). Αξιοσημείωτη είναι η στάση του στα «Ευαγγελικά» και τα «Ορεστειακά».

 

Oι σύγχρονοι Oλυμπιακοί Αγώνες αναβίωσαν για πρώτη φορά το 1896 στην Αθήνα. Με αφορμή την τέλεσή τους ανατέθηκε, ένα χρόνο πριν, στον Κωστή Παλαμά να γράψει τον ύμνο των Oλυμπιακών Αγώνων, ο οποίος μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο συνθέτη Σπυρίδωνα Σαμάρα. Από την Oλυμπιάδα του Τόκιο, το 1952, καθιερώθηκε ως ο επίσημος ύμνος των Αγώνων και ακούγεται στην ελληνική γλώσσα σε κάθε Oλυμπιάδα.

Tο σπίτι μου 

Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι
στη μοναξιά και στη σιωπή,
γύρω μια πράσινη ραχούλα
Δε θα το χτίσω εκεί.

Ξέρω στη χώρα τη μεγάλη
τον πλούσιο δρόμο τον πλατύ
με τα παλάτια και τους κήπους.
Δε θα το χτίσω εκεί.

Ξέρω το πρόσχαρο ακρογιάλι
όλο το κύμα το φιλεί,
κρινόσπαρτ΄είναι η αμμουδιά του.
Δε θα το χτίσω εκεί

Aτέλειωτη τραβά μια στράτα,
σκίζει μια χέρσα απλοχωριά,
σκληρά τη δέρνει τ' αγριοκαίρι
και ο λίβας τη χτυπά,

Μια στράτα χιλιοπατημένη
τον καβαλάρη νηστικό,
τον πεζοδρόμο διψασμένο
θάφτει στον κουρνιαχτό.

Eκεί το σπίτι μου θα χτίσω
με μια βρυσούλα στην αυλή·
πάντα η γωνιά του θα καπνίζει
κι η θύρα του ανοιχτή.

Kωστής Παλαμάς

Καταλαβαίνω τις δύσκολες λέξεις του ποιήματος

  • η ραχούλα (ουσ.): υποκοριστικό του ουσιαστικού ράχη, που, μεταξύ άλλων, σημαίνει και πλαγιά, κορυφογραμμή.
  • πρόσχαρος, -η, -ο (επίθ.): χαρούμενος, εγκάρδιος.
  • κρινόσπαρτος, -η, -ο (επίθ.): σπαρμένος με κρίνα.
  • η στράτα (ουσ.): ο δρόμος.
  • χέρσος, -α, -ο (επίθ.): άγονος, ακαλλιέργητος.
  • η απλοχωριά (ουσ.): πλάτωμα, άνοιγμα.
  • το αγριοκαιρι (ουσ.): η κακοκαιρία, οι άσχημες καιρικές συνθήκες.
  • ο λίβας (ουσ.): θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που έρχεται από τη Λιβύη.
  • ο κουρνιαχτός (ουσ.): η σκόνη, το σύννεφο της σκόνης που σηκώνει ο αέρας ή η μετακίνηση ανθρώπων, ζώων και οχημάτων.
  • πάντα η γωνιά του θα καπνίζει: εννοείται η γωνιά που είναι το αναμμένο τζάκι.
  • Καβάφης

Το σπίτι του ποιητή Καβάφη

Το σπίτι του Καβάφη βρίσκεται στην οδό Λέψιους, έναν δρόμο στην καρδιά της Αλεξάνδρειας. Ο ποιητής κατοικούσε στον δεύτερο όροφο ενός μεγάρου, βαμμένου σε πορτοκαλί χρώμα. Από εκεί φαινόταν απέναντι το νοσοκομείο, χτισμένο ανάμεσα σε μικρά χαμηλά σπιτάκια.   

Ο Καβάφης ήταν, χωρίς αμφιβολία, μανιώδης με την πρωτοτυπία. Από το διαμέρισμά του είχε βγάλει όχι μονάχα το τηλέφωνο και το ραδιόφωνο αλλά και το ηλεκτρικό και στη θέση του είχε βάλει κεριά και λάμπες πετρελαίου.

Το διαμέρισμα, όπως και η πρόσοψη του μεγάρου, δεν έχει τίποτα το ξεχωριστό, που να εντυπωσιάζει τον επισκέπτη, τίποτα το μοντέρνο. Επιπλωμένο, χωρίς πίνακες. Στην πλατιά ορθογώνια είσοδο, από το κατώφλι ακόμα, ένα μόνο πράγμα «χτυπάει»: η μακριά και ψηλή βιβλιοθήκη σαν ερμάρι, με τα περισσότερα φύλλα τζαμένια, που σκεπάζει όλο τον τοίχο, και τα στοιβαγμένα στα ράφια βιβλία, μεγάλα και μικρά, σχεδόν όλα δεμένα. 'Eνα έπιπλο επιβλητικό που και μόνο του χαρακτηρίζει τον ένοικο. Στο σαλόνι, εκεί όπου ο ποιητής συνήθιζε να δέχεται τους φίλους, ένας καναπές τούρκικος, αρκετές πολυθρόνες και καρέκλες, ντυμένες με παλιά χρυσοΰφαντα υφάσματα, μερικά τραπεζάκια από σκαλιστό ξύλο και πάνω τους ένα κηροπήγιο από ατόφιο ασήμι ή μια λάμπα πετρελαίου με θαμπό γυαλί. Πολλά χαλιά, μερικές φτηνές χαλκογραφίες στους τοίχους, μια κορνίζα από έβενο στολισμένη με φίλντισι, που πλαισιώνει ένα ανάγλυφο γύψινο με την αυτοκράτειρα Θεοδώρα, δουλειά ερασιτεχνική, και μια μεγάλη φωτογραφία, με τζάμι, κορνιζαρισμένη, που παριστάνει τη μητέρα του ποιητή, τη Χαρίκλεια Φωτιάδη.  

Χτυπητή αντίθεση με τούτη την επίπλωση αποτελεί το δωμάτιό του. 'Eνα στενό κι απλό κρεβάτι, ένα τραπεζάκι από ακατέργαστο ξύλο, μια καρέκλα ψάθινη κι ένα σιδερένιο τρίποδο σκουριασμένο που είχε πάνω του μια λεκάνη με μια κανάτα σμαλτωμένη. Τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού ο ποιητής προτιμούσε, αντί να πηγαίνει στο λουτρό και έτσι να διακόπτει την κουραστική δουλειά του, να βουτάει μια πετσέτα στο νερό αυτής της λεκάνης για να δροσίζει το πρόσωπό του. Γιατί συχνά έμενε εκεί ως αργά, σκυμμένος πάνω στο χοντροφτιαγμένο τραπεζάκι, να χτενίζει ένα στίχο ή να ψάχνει για μια λέξη που θα έδινε πιο πιστά την ιδέα του.

Σ' αυτό το γυμνό δωμάτιο, το κρυφό του σπουδαστήριο, γεννιούνται ύστερα από τις πρώτες δοκιμές, μέσα σ' ένα τέταρτο του αιώνα, τα ποιήματά του, που, ακατανόητα στην αρχή για πολύ καιρό, θα προκαλέσουν αργότερα τον θαυμασμό ακόμα και στις πιο μακρινές χώρες. Ο Καβάφης είναι, πραγματικά, ο περισσότερο μεταφρασμένος στο εξωτερικό Nεοέλληνας ποιητής.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος – Μαρία Στασινοπούλου, Ο βίος και το έργο του Κ.Π. Καβάφη,
εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2002 (διασκευή)

Επίθετα

Πώς περιγράφουμε ένα κτίσμα;

Leave a Reply