Παραμύθια

ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΖΙΝΙ 

Σε ένα μακρινό χωριά της Θράκης υπήρχε ένα χωράφι του κυρίου Γιάννη. Είχε φυτεμένα λουλούδια και καρπούς και στη μέση είχε ένα σκιάχτρο, για να διώχνει τα πουλιά.

Ένα πρωινό ένα παιδάκι έτρεχε για να γλυτώσει από τον φίλο του,  που παίζαν μαζί κυνηγητό. Ξαφνικά το ένα παιδάκι σκόνταψε πάνω σε ένα λυχνάρι. Από το λυχνάρι βγήκε ένα τεράστιο τζίνι, που κατευθύνθηκε πάνω στο σκιάχτρο, αφού νόμιζε πως αυτό τον ενόχλησε. Το τζίνι δεν το πίστεψε, όταν τον βεβαίωσε ότι δεν ήταν δικό του το φταίξιμο και του έστειλε έναν ανεμοστρόβιλο, για να τον καταστρέψει. Τα παιδιά τρέξανε να πάρουνε το λυχνάρι, για να βάλουν μέσα το τζίνι, ενώ ήταν με την πλάτη προς εκείνους. Ύστερα κατευθύνθηκαν προς εκείνον και χωρίς να το καταλάβει το έβαλαν μέσα.

Τα παιδιά πήγαν στο σκιάχτρο και εκείνο τους ευχαρίστησε που το σώσαν. Έτσι ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα .

Μαίρη, Ισιδώρα, Κατερίνα, Φωτεινή, Στέλλα.

 ΤΑ ΔΥΟ ΣΚΙΑΧΤΡΑ 

Κάποτε σε μια χώρα μακρινή, σε δυο χωράφια διπλανά υπήρχαν δύο σκιάχτρα. Αυτά τα δύο σκιάχτρα είχαν μια μεγάλη έχθρα, καθώς το καθένα πίστευε πως έκανε καλύτερα τη δουλειά του από το άλλο.

Αυτή η έχθρα συνεχίζονταν για χρόνια, μέχρι που μια μέρα το ένα σκιάχτρο βρήκε ένα λυχνάρι στο διπλανό χωράφι. Το σκιάχτρο αυτό το έλεγαν Άλεξ .  Ο Άλεξ πάντα ζήλευε το δίδυμο αδερφό του, τον Διονύση. Όταν ο Άλεξ βρήκε το λυχνάρι αποφάσισε να το χρησιμοποιήσει εναντίον του αδερφού του.

Μια μέρα που ο Διονύσης έλειπε, ο Άλεξ αποφάσισε να βάλει σε δράση το σχέδιό του. Λοιπόν, κάλεσε το τζίνι μέσα από το λυχνάρι. Όταν το τζίνι εμφανίστηκε του έδωσε την επιλογή να κάνει τρεις ευχές, η πρώτη του ευχή ήταν να σηκώσει έναν ανεμοστρόβιλο. Τη στιγμή που πραγματοποιούσε την ευχή του το τζίνι, πέρασε μια συμμορία παιδιών γύρω στα δέκα άτομα και άρχισαν να φωνάζουν «Βοήθεια !  Ένα τζίνι δημιουργεί έναν  ανεμοστρόβιλο» Μέχρι που ήρθε η αστυνομία από τις πολλές φωνές. Τότε η αστυνομία συνέλαβε το τζίνι και κατέστρεψε το λυχνάρι, ώστε να μην μπει μέσα.

Μετά απ’ αυτό ο Διονύσης κατάλαβε τι σκιάχτρο είναι ο αδερφός του και έτσι έφυγε από το διπλανό χωράφι.

Σοφία, Ευθύμης, Μαρίζα, Μάριος

Η ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΗ ΦΑΡΜΑ

Ήταν ένας γεροντάκος που το μόνο που είχε για να ζήσει ήταν η φάρμα του. Καθημερινά πουλούσε καρπούς και λαχανικά από αυτή, για να μπορεί να αγοράσει τα απαραίτητα. Είχε βάλει στο μυαλό του να φτιάξει ένα σκιάχτρο στη μέση της φάρμας για να διώχνει τα κοράκια που του κατέστρεφαν τα φυτά.

Όσο περνούσαν οι μέρες και μαθεύτηκε ότι αυτό ο γεροντάκος έχει πολύ καλά προϊόντα, κάποια παιδιά σκαρφίστηκαν να πάνε να αρπάξουν μερικά. Το επόμενο πρωί που τα παιδιά ξύπνησαν, πήγαν στη φάρμα του και καθώς έκλεβαν τους καρπούς του, αντίκρισαν μπροστά τους ένα μπουκάλι με περίεργο χρώμα και απόρησαν. «Τι είναι αυτό;». Από την περιέργειά τους το άνοιξαν και κατάλαβαν ότι ήταν ένα τζίνι. Την ίδια στιγμή που βγήκε το τζίνι, εμφανίστηκε ο γέροντας και τους ρώτησε τι θέλουν και τότε τα παιδιά άρχισαν να τρέχουν . Αλλά πριν φύγουν ευχήθηκαν στο τζίνι να γίνει ένας ανεμοστρόβιλος στη φάρμα.

Τότε από το πουθενά ξεπρόβαλε ένα ανεμοστρόβιλος που κατέστρεψε όλες τις καλλιέργειες του γέροντα, με αποτέλεσμα να μην του μείνει τίποτα. Μόλις το συνειδητοποίησε ο γέροντας έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Δεν πίστευε ποτέ ότι θα γίνει κάτι τέτοιο. Όταν τα παιδιά το ξανασκέφτηκαν, κατάλαβαν το λάθος και προσπάθησαν μια καινούργια φάρμα. Αφού την αγόρασαν πήγαν στο γεροντάκο, του ζήτησαν συγνώμη και του ανακοίνωσαν ότι του πήραν μια καινούρια φάρμα και από τότε ζούσε μια καλύτερη κι ευχάριστη ζωή

Ελευθερία, Σάρα, Κριστέλλα, Αντώνης

Leave a Reply