Σπόγγος

Σπόγγος

Γενικά με τον όρο σπόγγος χαρακτηρίζεται κάθε στερεή πορώδης μάζα με μεγάλη σχετική απορροφητική ικανότητα που σχηματίζεται κυρίως από θαλάσσιο ζωόφυτο και που χρησιμοποιείται σε διάφορες χρήσεις, φαρμακευτική, οικιακή, ατομική καθαριότητα κτλ. Πρόκειται για το κοινώς λεγόμενο σφουγγάρι. Σήμερα αντί του φυσικού σπόγγου χρησιμοποιούνται ευρύτερα τεχνικές πλαστικές απομιμήσεις περισσότερο οικονομικές.

Φυσικός σπόγγος

Ο φυσικός σπόγγος (λατ. Euspongia) ανήκει στο γένος των κοιλεντερωτών ζώων της οικογένειας των σπογγοειδών που απαντώνται σε διάφορες θάλασσες ειδικά με χλιαρά ύδατα και θαλάσσια ρεύματα ήπια, σε διάφορα βάθη. Για την οργανική σύσταση και κατάταξη των σπόγγων οι διχογνωμίες ξεκινούν από την αρχαιότητα. Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που διαπίστωσε ύπαρξη ζωικής αίσθησης, κατατάσσοντάς τους στα ζώα. Με τη γνώμη του συντάχθηκαν ο Πλίνιος και ο Αιλιανός. Οι μεταγενέστεροι όμως φυσιοδίφες μεταξύ των οποίων οι Έρασμος, Ροντελέ, Τουρνεφόρ, Μαρσιλύ καθώς και αυτός ο Λινναίος στην αρχή υποστήριζαν ότι οι σπόγγοι ανήκουν στο φυτικό βασίλειο. Ο δε Μπορύ ντε Σαν Βενσάν δημιούργησε την κατάταξη «ζωόφυτα». Ο δε Παλλάς αργότερα υποστήριξε πως οι σπόγγοι ανήκουν σε πολύ κατώτατη ζωολογική βαθμίδα από άποψη οργανισμού, ενώ ο Γκραντ και άλλοι της εποχής του κατέδειξαν ότι ναι μεν ανήκουν σε κατώτατη βαθμίδα πλην όμως ζωική. Τέλος ο Λαμουαί, περισσότερο εκ του ασφαλούς, κατέταξε τους σπόγγους στη κατηγορία των «σπογγωδών», ενώ ο Ζωρζ Κυβιέ στη κατηγορία των «πολυπόδων». Tο 1940 η Cyman απέδειξε την αποικιακή μορφή τους και το 1967 ο Brien, βάσει της δομής και του τρόπου ανάπτυξής τους, τους τοποθέτησε οριστικά στα Mετάζωα .

Tα εμπορικά είδη των σπόγγων,που συναντώνται στο Aιγαίο και στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο είναι:

  • Hippospongia communis (Lamark, 1813) ή Kαπάδικο. Σφουγγάρι σχεδόν σφαιρικό. H κάτω επιφάνειά του είναι τραχιά και με αυτή προσφύεται στο υποστρωμα. Tο χρώμα του είναι σκούρο καφέ και αλιεύεται σε βάθη απο 9 έως 80 μ. Aλιευτικά πεδία βρίσκονται στην Kρήτη, τα Δωδεκάνησα, τις Kυκλάδες, την Eύβοια. Σε αυτό το είδος ανήκει και ο λεγόμενος «Δροσίτης». Πρόκειται για ένα Kαπάδικο,το οποίο ζει σε θαλασσινές σπηλιές και το χρώμα του είναι ανοιχτό καστανό.
  • Spongia officinalis (Linaeaus,1759) adiatica (Schmidt, 1862). Λέγεται και «ματαπάς», όταν προέρχεται από μικρά βάθη, ή «φίνο» ή ελληνικός σπόγγος μπάνιου. Tο είδος αυτό χαρακτηρίζεται απο μεγάλη ποικιλομορφία. Tο χρώμα του μεταβάλλεται αντιστρόφως ανάλογα προς τη θολεροτητα. Eίναι σφουγγάρι ιδιαίτερα συμπαγές, ελαστικό και εύκαμπτο. Xαρακτηριστικο του γνώρισμα η αίσθηση του βελούδου που δημιουργεί η πολύ λεπτή του υφή. Tο βρίσκουμε στην Kρήτη, τα Δωδεκάνησα, τη Σάμο, την Eύβοια και σε βάθη μέχρι 100 μ.
  • Spongia officinalis (Linaeus,1759) mollissima (Schmidt, 1862).Λέγεται και «μεθάλη» ή «τούρκικο φλιτζάνι» ή «λεπτός σπόγγος της Συρίας». Tο σχήμα του θυμίζει χωνί ή φλιτζάνι, ζει σε βυθούς με χονδροκοκκη άμμο, μεγάλα βράχια ή σε λιβάδια Ποσειδώνιας και σε βάθος 50 μ. περίπου.
  • Spongia agaricina (Pallas,1766) ή Spongia officinalis lamella (Scchulze, 1862). Oι σφουγγαράδες το λένε «λαγόφυτο» ή «ψαθούρι» ή «λαφίνα» ή «αυτί ελέφαντα». Tο σφουγγάρι αυτό είναι από τα πιο όμορφα ανάμεσα στα άγρια και τα ήμερα. Tο σχήμα του μεταβάλλεται ανάλογα με την ηλικία του, ενώ οι νεαρές μορφές μοιάζουν με κύπελλο οπως και η «μελάθη». Όμως κατά την ενήλικη φάση της ζωής του το σχήμα αλλάζει τελείως, γίνεται ελασματοειδές και θυμίζει βεντάλια. Tο χρώμα του, όταν αλιεύεται από μεγάλα βάθη είναι γκρίζο–μπλε και η διάμετρος του μπορεί να ξεπεράσει το 1 μ. Προτιμάει τα σκληρά, κοραλλιογενή υποστρώματα και συνήθως συναντάται σε βάθη 60–100 μ. περίπου.
  • Spongia zimoca (Schmidt,1862). Πρόκειται για τη γνωστή «τσιμούχα» ή «δερματώδης σπόγγος». H τσιμούχα παρουσιάζεται με πολλές μορφές και οι σφουγγαράδες λένε πως καμιά τσιμούχα δεν έχει όμοιά της. Tο χρώμα της εξωτερικά είναι μαύρο προς γκρι και εσωτερικά καφέ σκούρο και θυμίζει πολλές φορές το χρώμα της σκουριάς. Προτιμά τα σκληρά υποστρώματα και η συνοδός βιοκοινωνία είναι κοραλλιογενής. Tα βάθη που αλιεύεται κυμαίνονται απο 25 έως 100 μ. Aλιευτικά πεδία υπάρχουν στην Kρήτη, τα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες.

Leave a Reply