Χάλκινο Άγαλμα Αθηνάς, τέλη 4ου αι. π. Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά

Πρόκειται για ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αγάλματα της θεάς Αθηνάς. Είναι χυτό και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Η θεά απεικονίζεται σε υπερφυσικό μέγεθος (ύψος 2.35 μ.) με τα γνωστά διακριτικά σύμβολά της. Φορά μακρύ πέπλο, του οποίου το απόπτυγμα πέφτει λοξά ως τη μέση του αριστερού μηρού, ενώ πίσω ανασηκώνεται στην πλάτη. Η αιγίδα της περνά διαγώνια από το στήθος και διακοσμείται με κεφαλή Μέδουσας στο κέντρο. Στο κατεβασμένο αριστερό χέρι, όπως δείχνει η στάση των δακτύλων, θα κρατούσε την ασπίδα και το δόρυ, ενώ στο δεξί κρατούσε κάτι που δεν σώζεται, ίσως τη γλαύκα ή μία Νίκη. Στο κεφάλι της φορά ανασηκωμένη κορινθιακή περικεφαλαία, που διακοσμείται με γλαύκες στις παραγναθίδες και γρύπες στην κορυφή, αριστερά και δεξιά του λοφίου.

Το έργο εκφράζει τις τάσεις της πλαστικής στους ύστερους κλασικούς χρόνους και αποδίδεται στο διάσημο γλύπτη Ευφράνορα. Πιθανότατα αποτέλεσε το πρότυπο της περίφημης Αθηνάς Mattei, που εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου.

Το άγαλμα ανήκει στον λεγόμενο "θησαυρό του Πειραιά" μαζί με άλλα τρία χάλκινα αγάλματα και άλλα αρχαιολογικά αντικείμενα. Ο θησαυρός ανακαλύφθηκε τυχαία τον Ιούλιο του 1959, εξαιτίας αποχετευτικών έργων στη διασταύρωση των οδών Βασιλέως Γεωργίου Α΄ και Φίλωνος, πίσω από τον Τινάνειο κήπο στον Πειραιά.

Το άγαλμα πιστεύεται ότι είχε αποθηκευτεί, μαζί με τα υπόλοιπα, σε κάποιο χώρο του αρχαίου λιμανιού και στη συνέχεια καταχώθηκε, ώστε να προστατευθεί κατά την πολιορκία και την καταστροφή του Πειραιά από το Ρωμαίο στρατηγό Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα, το 86 π.Χ. Μετά την ανεύρεσή του στάλθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για συντήρηση μέχρι το Φεβρουάριο του 1983, οπότε και επέστρεψε στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Πειραιά.