Συνοπτικά και χρήσιμα: Perfekt με haben

Perfekt με haben:

Wir haben viele Museen.......kennengelernt. (kennenlernen= γνωρίζω για πρώτη φορά, χωριζόμενο ρήμα)

Όταν το ρήμα που κλίνεται στη β' θέση είναι το haben και δε βγαίνει νόημα με αυτό ως κύριο ρήμα = έχω, θα υπάρχει Perfekt.

Άρα ψάχνουμε στο τέλος της πρότασης μια μετοχή παρακειμένου (ge...t ή ge...en).

Στα χωριζόμενα: πρόθεμα + ge + θέμα ρήματος +t/+en z.B. einkaufen--> eingekauft, mitkommen--> mitgekommen

Συνοπτικά και χρήσιμα: Warum?

Warum? = Γιατί;

1. , denn...

z.B. Ich bin froh, denn ich habe eine Eins in Mathe bekommen

(το denn έχει θέση "0" στην πρόταση, ακολουθεί υποκείμενο και ρήμα που κλίνεται στη δεύτερη θέση)

2., weil...

z.B. Ich bin froh, weil ich eine Eins in Mathe bekommen habe

(το weil είναι σύνδεσμος που εισάγει αιτιολογική πρόταση, άρα weil και υποκείμενο και στο τέλος της πρότασης το ρήμα που κλίνεται)

Γραμματική: Χωριζόμενα ρήματα (συνοπτικά)

Χωριζόμενα ρήματα

με προθέματα: ein-, mit-, fern-, aus-, vor-, auf-, an-, zu-, zurück- usw.

--> Χωρίζονται από το πρόθεμα, όταν κλίνονται:

fernsehen= βλέπω τηλεόραση

Am Wochenende sehe ich gern fern.

--> Με τα Modalverben, μπαίνουν ολόκληρα στο τέλος της πρότασης:

Ich möchte am Wochenende fernsehen.

--> Στην μετοχή παρακειμένου (Partizip Perfekt II) το ge- μπαίνει στη μέση μετά το πρόθεμα:

Am Wochenende habe ich lange ferngesehen.

Συχνά λάθη: zu Hause vs. nach Hause και οι προθέσεις zu και nach γενικά

Zu Hause vs. nach Hause και οι προθέσεις zu και nach σε άλλα συμφραζόμενα:

1.Ich bin zu Hause/ Zu Hause helfe ich meiner Mutter.

zu Hause = στο σπίτι μου με ρήματα στάσης, όπως sein, helfen usw.

2.Ich fahre zum Supermarkt/ zum Kino/ zur Schule (zu+Dativ = προς, με κατεύθυνση προς)

3.Nach der Schule (a) gehe ich nach Hause (b).

a: nach = μετά + Dativ b: (πηγαίνω) στο σπίτι μου

Χρήση συνώνυμων εκφράσεων ως στρατηγική κατανόησης κειμένων

Για την κατανόηση κειμένων είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε πότε εκφράσεις που αναφέρονται στο κείμενο και στα ερωτήματα κατανόησης είναι συνώνυμες, αποδίδοντας εν τέλει το ίδιο νόημα.

  1. Nora: Im Sommer fahre ich am liebsten nach Griechenland. Also: Nora mag Griechenland sehr.
  2. Ihre Mutter schwimmt nicht viel = Ihre Mutter schwimmt wenig (=λίγο).
  3. Luisas Bruder findet die Musik von Namika nicht gut = Mein Bruder hört Namika nicht gern.