ο γατόπαρδος

Ο γατόπαρδος είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογενείας των αιλουριδών. Ανήκει στην υποοικογένεια των αιλουρινών και εντάσσεται ανάμεσα στα μέλη μιας «ομάδας» που απαρτίζουν τις αποκαλούμενες αγριόγατες, που περιλαμβάνει διάφορα γένη και της οποίας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μέλη. Το είδος έχει την επιστημονική ονομασία Acinonyx jubatus, απαντά αποκλειστικά στην Αφρική και στο Ιράν και περιλαμβάνει 5 υποείδη[2]

Ο γατόπαρδος, ένα από τα λιγοστά ζώα της επονομαζομένης Χαρισματικής Μεγαπανίδας (Charismatic Megafauna), αποτελεί άμεσα αναγνωρίσιμο είδος, με το χαρακτηριστικό μοτίβο από μαύρες κηλίδες στο ξανθό-μπεζ υπόστρωμα του τριχώματος και τις λεπτές, μαύρες γραμμώσεις (δακρυικές λωρίδες) στις πλευρές του προσώπου του. Πολλές φορές, ιδιαίτερα από κάποια απόσταση συγχέεται με την λεοπάρδαλη λόγω παρόμοιου χρωματισμού στο τρίχωμα, η οποία όμως έχει εντελώς διαφορετικό σωματότυπο και οι κηλίδες που διαθέτει είναι ροζέτες και όχι απλές στίξεις.

  • Ο γατόπαρδος θεωρείται από τα πλέον δημοφιλή και αγαπητά αιλουροειδή, λόγω του ευγενικού «χαρακτήρα» του -είναι το μόνο μεγάλο αιλουροειδές που μπορεί να εξημερωθεί και δεν έχει καταγραφεί να επιτίθεται στον άνθρωπο [3]-, γι’ αυτό και είναι από τα πλέον μελετημένα, ως προς την ηθολογία τους, σαρκοφάγα. Ωστόσο, ο γατόπαρδος είναι κυρίως διάσημος λόγω της εκπληκτικής ταχύτητας την οποία μπορεί να αναπτύξει κατά την καταδίωξη της λείας του, στοιχείο που οφείλεται αποκλειστικά στην εξειδικευμένη του σωματοδομή, και του έχει αποδώσει, δικαίως, τον τίτλο του ταχύτερου χερσαίου οργανισμού στον Πλανήτη (βλ. Μορφολογία, Ταχύτητα). Επίσης, θετική εντύπωση δημιουργεί στους ερευνητές η αφοσίωση που δείχνουν μεταξύ τους τα αρσενικά, όταν σχηματίζουν τις σφιχτοδεμένες ομάδες που μένουν μαζί, συχνά για όλη τους τη ζωή (βλ. Ηθολογία).

Πέρα από την αναμφισβήτητη οικολογική σπουδαιότητά του, ο γατόπαρδος είναι από εκείνα τα ζώα πάνω στα οποία στηρίζεται η τουριστική «βιομηχανία» πολλών αφρικανικών χωρών. Τα περισσότερα σαφάρι που οργανώνονται περιλαμβάνουν στο «μενού» τους, μία από τις σπουδαιότερες εμπειρίες που μπορεί να βιώσει κάποιος, την παρακολούθηση αυτού του εκπληκτικού ζώου να κυνηγάει, κάτι που έχει αποτυπωθεί αμέτρητες φορές στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Πηγή βικειπέδια

Ο γκρίζος λύκος αποτελεί το πλέον εξειδικευμένο μέλος του γένους Canis, όπως αποδεικνύεται από προσαρμογές στην μορφολογία του, το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων, την πλήρως κοινωνική φύση του, [3] και την εξαιρετικά προηγμένη εκφραστική συμπεριφορά του. [4][5] Όπως και ο κόκκινος λύκος (Canis rufus), διακρίνεται από άλλα είδη του γένους, από το μεγάλο μέγεθος και τα λιγότερο αιχμηρά δομικά στοιχεία του κεφαλιού του, ιδιαίτερα τα αυτιά και το ρύγχος. [6] Είναι το μόνο είδος του γένους Canis που έχει εξάπλωση τόσο στον Παλαιό, όσο και τον Νέο Κόσμο. [7]

Πρόκειται για κοινωνικότατο ζώο, με πυρήνα την «οικογένεια», η οποία αποτελείται από ένα (1) κυρίαρχο αναπαραγωγικό ζεύγος, συνοδευόμενο από τους ενήλικους απογόνους του συγκεκριμένου ζευγαριού. [8] Τρέφεται κυρίως με μεγάλα οπληφόρα, μικρότερα ζώα κάθε είδους (λαγούς, πουλιά κ.α.), ζώα κτηνοτροφίας, θνησιμαία και απορρίμματα. [9] Ο τρόπος οργάνωσης και επικοινωνίας των μελών του, με κυρίαρχα ηθολογικά στοιχεία το ουρλιαχτό και τις οσμητικές σημάνσεις, προκαλεί τον θαυμασμό ακόμη και στους διώκτες του (βλ. Ηθολογία).

Ο γκρίζος λύκος είναι από τα ομορφότερα ζώα στην υφήλιο
  • Ο γκρίζος λύκος είναι, ίσως, το πλέον «πολυσυζητημένο» άγριο ζώο στον κόσμο, με περίοπτη θέση στην μυθολογία και λαογραφία, από αρχαιοτάτων χρόνων, καθώς και συνεχή ιστορική παρουσία στην λογοτεχνία [10] και τις καλές τέχνες, όπως και στον κινηματογράφο και τα σύγχρονα media. Έχει μελετηθεί διεξοδικά, είναι «διάσημος» για την ευφυΐα του, τα ιδιαίτερα μορφολογικά και ηθολογικά του χαρακτηριστικά, κυρίως για την διαπεραστική φωνή του και την «μυθική» κοινωνική ιεραρχία που επικρατεί στις αγέλες που σχηματίζει, όπως και για την κορυφαία θέση που κατέχει στην τροφική αλυσίδα των ενδιαιτημάτων του. Ωστόσο, η σχέση του με τον άνθρωπο, είναι εκείνη που χαρακτηρίζει αυτό το -καθ’ όλα αξιοθαύμαστο- ζώο και έχει συντελέσει στην δημιουργία μιας ιδιαίτερα «εύθραυστης» ισορροπίας μεταξύ τους. Ο άνθρωπος «οφείλει» στον λύκο την προέλευση και δημιουργία (sic) του σημαντικότερου κατοικιδίου ζώου της υφηλίου, του σκύλου, δεν μπορεί όμως να τού συγχωρήσει την «εισβολή» στον κόσμο του. Ιδιαίτερα στις απόμακρες, αγροτικές περιοχές όπου -αναμφίβολα- προξενεί ζημιές, ο άνθρωπος οδηγείται σε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις με τον λύκο, προσδίδοντάς του τον ρόλο του «κακού» (sic), αγνοώντας ή ξεχνώντας ότι το σκληροτράχηλο και ευφυές αυτό ζώο είναι καταλυτικός κρίκος στην οικολογική ισορροπία των ενδιαιτημάτων όπου απαντά [11] και, η απουσία του από αυτά, δημιουργεί σοβαρές και απρόβλεπτες συνέπειες στην τροφική αλυσίδα του συνολικού βιοτόπου (βλ. Λύκος και άνθρωπος, Λαογραφία).

Τα αλογα

0:00 / 3:00

Τα άγρια άλογα στη Βαλαώρα ευρυτανίας | wild horses

τα λιοντάρια

Το λιοντάρι (Panthera leo - Πάνθηρ ο λέων) ανήκει στο γένος Panthera της οικογένειας των Αιλουροειδών. Καθώς κάποια αρσενικά υπερβαίνουν τα 250 κιλά σε βάρος[4] είναι το μεγαλύτερο αιλουροειδές μαζί με την τίγρη που υπάρχει σήμερα (Το λιοντάρι διαθέτει το υψηλότερο, ενώ αντίστοιχα η τίγρης το μακρύτερο μήκος σώματος). Λιοντάρια σε άγρια κατάσταση υπάρχουν πλέον στην Υποσαχάρια Αφρική και στην Ασία που έχει μείνει ένας πληθυσμός στη βορειοδυτική Ινδία που κινδυνεύει άμεσα από αφανισμό ενώ έχει εξαφανιστεί από τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τη Δυτική Ασία, τα Βαλκάνια και τον Καύκασο στα ιστορικά χρόνια. Μέχρι το ύστερο Πλειστόκαινο, περίπου 10.000 χρόνια πριν, το λιοντάρι ήταν το πλέον διασκορπισμένο μεγάλο επίγειο θηλαστικό μετά τον άνθρωπο. Βρίσκονταν στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, μεγάλο μέρος της Ευρασίας από τη δυτική Ευρώπη έως την Ινδία, και στην Αμερική από το Γιούκον έως το Περού.

Τα λιοντάρια στη φύση ζουν περίπου 10-14 χρόνια, ενώ σε αιχμαλωσία μπορούν να ζήσουν πάνω από 20 χρόνια. Σε άγρια κατάσταση τα αρσενικά σπανίως ζουν πάνω από 10 χρόνια, καθώς οι τραυματισμοί από τις συνεχόμενες μάχες με αντίπαλα αρσενικά μειώνουν δραστικά τη μακροζωία τους.[5] Ο συνηθισμένος τόπος διαμονής των λιονταριών είναι η σαβάνα και οι γρασιδότοποι, αν και μπορεί να βρεθούν και σε θαμνώδεις περιοχές και δάση. Είναι ασυνήθιστα κοινωνικά ζώα σε σχέση με τα υπόλοιπα αιλουροειδή. Μια αγέλη λιονταριών συνήθως αποτελείται από συγγενικά θηλυκά, τα νεογνά τους και ένα μικρό αριθμό ενήλικων αρσενικών. Τα θηλυκά συνήθως κυνηγούν μαζί σε ομάδες, κυρίως μεγάλα οπληφόρα. Τα λιοντάρια είναι κυρίαρχα αρπακτικά, παρόλο που τρώνε και θνησιμαία αν δοθεί η ευκαιρία. Ενώ συνήθως δεν κυνηγούν ανθρώπους επιλεκτικά, έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις λιονταριών που αναζητούσαν ανθρώπινα θηράματα.

Το λιοντάρι είναι εκτεθειμένο είδος, έχοντας υποστεί, πιθανώς μη αναστρέψιμη, μείωση του πληθυσμού του στην Αφρική 30 με 50 τοις εκατό τις δύο τελευταίες δεκαετίες.[6] Οι πληθυσμοί λιονταριών έξω από τα καθορισμένα καταφύγια και τα εθνικά πάρκα δεν μπορούν να διατηρηθούν. Παρόλο που η αιτία της παρακμής του πληθυσμού δεν είναι πλήρως κατανοητή. η απώλεια της φυσικής κατοικίας και οι επιπλοκές με τον άνθρωπο θεωρούνται σήμερα οι κυριότεροι παράγοντες ανησυχίας. Λιοντάρια αιχμαλωτίζονταν και κρατιόνταν σε θηριοτροφεία από τη ρωμαϊκή εποχή, ενώ είναι ένα από τα κύρια είδη που εκτίθενται σε ζωολογικούς κήπους από τα τέλη του 18ου αιώνα. Διάφοροι ζωολογικοί κήποι ανά τον κόσμο συνεργάζονται σε προγράμματα εκτροφής του απειλούμενου ασιατικού υποείδους.

Οπτικά το αρσενικό λιοντάρι είναι πολύ χαρακτηριστικό και αναγνωρίζεται εύκολα από τη χαίτη του. Το λιοντάρι, και συγκεκριμένα το πρόσωπο του αρσενικού, είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα ζωικά σύμβολα στην ανθρώπινη κουλτούρα. Απεικονίσεις του υπήρχαν από την Άνω Παλαιολιθική περίοδο, από το Λασκό (Lascaux) και το Σοβέ (Chauvet) μέχρι πρακτικά όλους τους αρχαίους και μεσαιωνικούς πολιτισμούς όπου ιστορικά εμφανίστηκαν. Έχει απεικονιστεί ευρύτατα στη λογοτεχνία, τη γλυπτική, τη ζωγραφική τις εθνικές σημαίες και στον κινηματογράφο.

Λιοντάρι
Ζώα

Περιγραφή

Περιγραφή

Το λιοντάρι ανήκει στο γένος Panthera της οικογένειας των Αιλουροειδών. Καθώς κάποια αρσενικά υπερβαίνουν τα 250 κιλά σε βάρος είναι το μεγαλύτερο αιλουροειδές μαζί με την τίγρη που υπάρχει σήμερα