Καγκουρό

Καγκουρό

Το καγκουρό είναι μαρσιποφόρο ζώο που απαντάται στην Αυστραλία και τη Νέα Γουινέα. Ανήκουν στην οικογένεια των μακρόποδων, που περιλαμβάνει 63 είδη καγκουρό.

Αποτελεί συμβολικό ζωο για την Αυστραλία και εμφανίζεται στο εθνόσημο αυτής της χώρας. Είναι επίσης ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της αυστραλιανής πανίδας.

Ο πρώτος Ευρωπαίος που είδε καγκουρό ήταν ο Ολλανδός ναυτικός Φραντσίσκο Πέλσαρτ, το 1629, όταν το πλοίο του ναυάγησε στην ακτή της Αυστραλίας. Το όνομά τους το πήραν από τον Άγγλο θαλασσοπόρο Τζέιμς Κουκ. Όταν ο Κουκ έφτασε, το 1770, στην Αυστραλία, παρατήρησε το ζώο και ρώτησε τους ιθαγενείς πώς λέγεται. Αυτοί απάντησαν: "Καν γκου ρό", που σημαίνει "πάνω-κάτω".[εκκρεμεί παραπομπή] Το αληθινό όνομα του Καγκουρό στη γλώσσα των Ιθαγενών είναι γολαρού και το λένε έτσι μέχρι και σήμερα. Αυτά που είχε δει ο Κουκ ήταν τα γουάλαμπι όπως τα λένε οι Ιθαγενείς, και ανήκουν και αυτά στην οικογένεια των μακρόποδων.

Όλα όμως τα ζώα που τα λένε καγκουρό, μικρά ή μεγάλα ανήκουν στην τάξη των μαρσιποφόρων. Το όνομα μαρσιποφόρα προέρχεται από την αρχαία λέξη μάρσιπος, που σημαίνει σάκος και δόθηκε στα ζώα αυτά επειδή η θηλυκή έχει ένα είδος σάκου στην κοιλιά, όπου τα μικρά τους περνούν τους πρώτους μήνες της ζωής τους. Στην κοιλιακή πλευρά του μαρσίπου υπάρχουν οι θηλές, από όπου τα μικρά καγκουρό θηλάζουν για μερικούς μήνες. Όταν γεννηθούν, η μητέρα γλείφει το τρίχωμα της κοιλιάς της κι ανοίγει ένα δρόμο ως τον σάκο, ώστε τα μικρά να μπορούν εύκολα να τον βρουν.

Η θηλυκή γεννάει ένα, και καμιά φορά δύο, μικρά. Μερικοί επιστήμονες λένε ότι τα καγκουρό ζούσαν σε δέντρα, και δεν είναι γνωστό πώς ή γιατί κατέβηκαν στο έδαφος. Ωστόσο ένα είδος, τα δενδρόβια καγκουρό, ξαναγύρισαν στα δέντρα όπου τρέφονται και κοιμούνται.

Tα καγκουρό, σε αντίθεση με πολλά ζώα, δεν φτιάχνουν συνήθως φωλιές ή λαγούμια. Ζουν χωρίς να έχουν κανένα καταφύγιο, τριγυρνούν ελεύθερα και τρέχουν εδώ κι εκεί με μεγάλα πηδήματα που φτάνουν τα 6 έως 8 μέτρα και τα βοηθούν να τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα, σχεδόν ως πενήντα χιλιόμετρα την ώρα. Στηρίζονται στα δυνατά πισινά πόδια και στην ουρά ως πρόσθετο υποστήριγμα.

Το ενήλικο, γκρίζο, γιγάντιο καγκουρό μπορεί να φτάσει τα δυόμισι περίπου μέτρα ύψος. Το βάρος του μπορεί να φτάσει τα 100 κιλά. Τα δενδρόβια καγκουρό δεν ξεπερνούν το ένα μέτρο ύψος. Από τον καιρό που οι άποικοι φέρανε στην Αυστραλία αλεπούδες και σκύλους, τα μικρότερα καγκουρό αποδείχτηκαν θανάσιμοι εχθροί τους.

Όλα τα καγκουρό είναι φυτοφάγα. Τα περισσότερα τρώνε φύλλα ή χορτάρι. Για να φτάσουν τα φύλλα, τα δενδρόβια καγκουρό σκαρφαλώνουν στα δέντρα, χρησιμοποιώντας για στήριγμα τις ουρές τους. Μπορούν να κοιμηθούν πολλές ώρες την ημέρα, στη διχάλα ενός δέντρου.

Kangaroo and joey03.jpg

Ζόφια Στριγένσκα

Η Ζόφια Στριγένσκα (πολωνικάZofia Stryjeńska, το γένος Λουμπάνσκα [Lubańska]) (13 Μαΐου 1891, Κρακοβία - 28 Φεβρουαρίου 1976, Γενεύη) ήταν Πολωνή ζωγράφοςγραφίστριαεικονογράφοςσκηνογράφος και εκπρόσωπος του αρ ντεκό. Μαζί με την Όλγκα Μποζνάνσκα και την Ταμάρα ντε Γουεμπίτσκα, ήταν μια από τις πιο γνωστές Πολωνές καλλιτέχνιδες της περιόδου του μεσοπολέμου. Στη δεκαετία του 1930, ήταν υποψήφια για την υψηλού κύρους Χρυσή Δάφνη της Πολωνικής Ακαδημίας Λογοτεχνίας, αλλά απέρριψε την προσφορά.[11]

Βιογραφία [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Στριγένσκα ήταν το μεγαλύτερο από τα έξι παιδιά του Φραντσίσεκ Λουμπάνσκι. Ως παιδί, ζωγράφισε και σκιτσογραφούσε συχνά. Αρχικά, παρακολούθησε μια σχολή χειροτεχνίας, στη συνέχεια ένα σεμινάριο δασκάλου και μέχρι το 1909 την ιδιωτική σχολή τέχνης του Λεόναρντ Στροϊνόφσκι. Το 1909 άρχισε να μελετά ζωγραφική στη σχολή καλών τεχνών για γυναίκες της Μάρια Νιεντζιέλσκα. Αποφοίτησε το 1911 με πτυχία ζωγραφικής και εφαρμοσμένης τέχνης. Το 1910 πήγε ταξίδι με τον πατέρα της στην Ιταλία μέσω της Αυστροουγγαρίας, κατά τη διάρκεια του οποίου επισκέφτηκαν γκαλερί και μουσεία στη Βιέννη και τη Βενετία. Ως νεαρό κορίτσι δούλεψε σε περιοδικά όπως το «Ρόλος» και το «Φωνή του Λαού».

Την 1η Οκτωβρίου 1911 έγινε δεκτή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, όπου έγιναν δεκτοί μόνο 40 από τους περίπου 200 αιτούντες. Χρησιμοποίησε το όνομα του αδερφού της, Ταντέους Γκζιμάλα Λουμπάνσκι και ντυμένη σαν αγόρι, καθώς εκείνη την εποχή η ακαδημία δεν δέχοταν γυναίκες.[11] Μετά από ένα χρόνο, οι συμφοιτητές της άρχισαν να έχουν υποψίες. Επέστρεψε στην Κρακοβία, όπου εργάστηκε στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία. Η πρώτη καλλιτεχνική της επιτυχία ήρθε το 1912, όταν η Εταιρεία Φίλων των Καλών Τεχνών της Κρακοβίας περιέλαβε 18 από τις υδατογραφίες της των Πολωνικών Μύθων στην έκθεση της.

Τον Μάιο του 1913, ο Γέζι Βαρχαουόφσκι, κριτικός τέχνης του πολωνικού περιοδικού «Czas», συζήτησε εκτενώς για τη Ζόφια Λουμπάνσκα, καθιστώντας την γνωστή και ξεκινώντας την καριέρα της. Εκείνη την εποχή, η οικογένεια μετακόμισε στην μποεμική Κρακοβία, όπου συναντήθηκε τους Ζελένσκι, Ζντζίσουαφ Γιαχιμέτσκι, Πουσέτουφ και Βόιτσιεχ Κόσακ. Έγινε φίλος με τη Μαγκνταλένα Σαμοζβάνιετς και την αδερφή της, Μάρια Παβλικόφσκα-Γιασνοζέφσκα.

Μεσοπολεμική περίοδος [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια ιστορική κατοικία στην Αγορά της Παλιάς Πόλης της Βαρσοβίας, με νωπογραφίες ζωγραφισμένες από τη Στριγένσκα.

Το κτίριο εκδηλώσεων της Πολωνίας στο Παρίσι το 1925 διακοσμήθηκε από τη Ζόφια Στριγένσκα.

Στις 4 Νοεμβρίου 1916, η Ζόφια παντρεύτηκε τον Κάρολ Στριγένσκι, αρχιτέκτονα του στυλ Ζακοπάνε. Απέκτησαν τρία παιδιά: την Μάγκντα και τα δίδυμα αγόρια Γιάτσεκ και Γιαν. Ο Στριγένσκι παρουσίασε τη γυναίκα του στους φίλους του, τους καλλιτέχνες και τους εκπροσώπους της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η Ζόφια γνώρισε, μεταξύ άλλων, τον Βουαντίσουαφ Σκοτσίλας, τον Χένρικ Κούνα, τον Στέφαν Ζερόμσκι, τον Βουαντίσουαφ Ρέιμοντ, τον Στανίσουαφ Ιγκνάτσι Βιτκιέβιτς και αργότερα αρκετούς ποιητές της ομάδας Σκαμάντερ.

Την περίοδο 1921-1927, έζησε στο Ζακοπάνε, όπου ο σύζυγός της εργάστηκε ως διευθυντής της Σχολής Βιομηχανίας Ξυλείας. Εκείνη την περίοδο, ξεκίνησε χαρούμενη και με άφθονη δημιουργικότητα. Ωστόσο, με την πάροδο των ετών έγινε όλο και πιο απομακρυσμένη από τον Κάρολ, κάτι που τελικά οδήγησε σε ανοιχτές συγκρούσεις και διαζύγιο το 1927. Ο Κάρολ πέθανε το 1932.

Μετά το διαζύγιο, μετακόμισε στη Βαρσοβία, όπου το 1929 παντρεύτηκε τον ηθοποιό Άρτουρ Κλέμενς Σόχα. Ο γάμος ολοκληρώθηκε σύντομα, καθώς ανακάλυψε ότι ο Σόχα υπέφερε από σύφιλη. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930 είχε σχέση, επίσης, για μικρό χρονικό διάστημα, με τον αρχιτέκτονα και bon vivant, Αχίλες Μπρεζ και στη συνέχεια με τον ταξιδιώτη και συγγραφέαΑρκάντι Φίντλερ.

Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1930 η Στριγένσκα ήταν ξεχασμένη καλλιτέχνης και δεν ήθελε να αναζητήσει αναγνώριση. Χρειαζόταν απεγνωσμένα χρήματα, καθώς είχε πουλήσει λίγους πίνακες. Μόνο το 1938 έλαβε πολλές παραγγελίες από το πολωνικό Υπουργείο Εξωτερικών, συμπεριλαμβανομένης μιας για ένα κιλίμι για τον Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας Χιροχίτο. Συμμετείχε στην εσωτερική διακόσμηση των πολωνικών επιβατηγών πλοίων «Batory» και «Pilsudski» και στην εσωτερική διακόσμηση των καφετεριών E. Wedel. Οι άνθρωποι άρχισαν να αγοράζουν ξανά τα έργα της με σλαβικά και ιστορικά θέματα.

Πέρασε το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Κρακοβία. Το 1943 ανακάλυψε ότι είχε σύφιλη, η οποία επηρέασε τα μάτια της, ώστε κατά καιρούς να μην μπορούσε να ζωγραφίσει. Στις αρχές του 1945 οι Ρώσοι εισήλθαν στην πόλη, θεσπίζοντας ένα κομμουνιστικό καθεστώς. Η Στριγένσκα αποφάσισε να φύγει από την Πολωνία και ενώθηκε με τα παιδιά της στη Γενεύη. Μετά από πολλά χρόνια στο Παρίσι, εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου ζούσαν η κόρη και οι γιοι της. Προσπάθησε να πάει στις ΗΠΑ, ζητώντας βοήθεια από το Ίδρυμα Κοστσιούσκο. Ωστόσο, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος την απέρριψε και συνέχισε να ζει πολύ σεμνά στη Γενεύη, με τη βοήθεια των παιδιών της. Έμεινε συναισθηματικά συνδεδεμένη με την Πολωνία και τον πολωνικό πολιτισμό και η Ελβετία παρέμεινε ξένη χώρα γι΄ αυτήν. Πέθανε το 1976 στη Γενεύη και θάφτηκε στο τοπικό νεκροταφείο του Σένε-Μπουρ.

Έργα τέχνης [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Στριγένσκα ήταν μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Rytm» (ρυθμός). Μπορεί επίσης να είχε επηρεαστεί από τη Νέα Πολωνία (Młoda Polska), ένα στυλιστικά διαφορετικό κίνημα τέχνης που δραστηριοποιήθηκε μεταξύ 1890 και 1918. Χρησιμοποίησε κυρίως την τεχνική τέμπερας, παράγοντας λιθογραφίες, σχέδια, αφίσες, σχεδίαση παιχνιδιών, ταπισερί, σκηνικά, κοστούμια σκηνής και κάνοντας εικονογραφήσεις βιβλίων.

Μεταξύ των πιο γνωστών έργων της είναι τα: ποιμενικόςΚύκλος σλαβικών ειδώλων και Πάσχα, καθώς και εικονογραφήσεις του ποιήματος «Μοναχομάχοι» του επισκόπου Ιγκνάτσι ΚρασίτσκιΕποχέςΧριστουγεννιάτικα ΚάλανταΤέσσερις Πολωνικοί Χοροί και τα μυστήρια.

Δημιούργησε μέρος της διακόσμησης του πολωνικού κέντρου έκθεσης στο Exposition Internationale des Arts Decoratifs και Industriels Modernes στο Παρίσι το 1925, μια σειρά από έξι πίνακες για τους δώδεκα μήνες, δείχνοντας τη ζωή του αγροτικού χωριού και τις αλλαγές των εποχών. Αυτό το έργο της έφερε πανευρωπαϊκή φήμη και πέντε βραβεία Παγκόσμιου Εμπορίου. Δημιούργησε μια σειρά από πίνακες που απεικονίζουν Πολωνούς καλλιτέχνες παραδοσιακού χορού το 1927.

Σε πολλά έργα, απεικονίζει τους προχριστιανικούς σλαβικούς θεούς που λατρεύονταν στην Πολωνία. Ωστόσο, η ίδια η καλλιτέχνις θεωρούσε πάντα τον εαυτό της Χριστιανή. Μεγάλωσε ως Καθολική, αλλά μεταστράφηκε για λίγο στην Ευαγγελική Εκκλησία με σκοπό να χωρίσει και να ξαναπαντρευτεί. Το έντονο ενδιαφέρον της για τις πεποιθήσεις των αρχαίων Σλάβων πρέπει να θεωρείται αποκλειστικά καλλιτεχνικό ενδιαφέρον.

Συγγραφή [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Στριγένσκα ήθελε να δώσει στα παιδιά της μια καλή εκπαίδευση. Έγραψε ένα εγχειρίδιο για το savoir vivre της εποχής της, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Καθηγητής Χίλαρ». Τα απομνημονεύματα της, «ψωμί σχεδόν κάθε μέρα» δημοσιεύθηκε το 1995. Η γραφή της χαρακτηρίζεται από ελεύθερη γλώσσα και πλούσιο λεξιλόγιο.

Αναγνώριση [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μιετσίσουαφ Γκριντζέσκι της έδωσε το ψευδώνυμο «η αυτού εξοχότης, η πριγκίπισσα της πολωνικής τέχνης» στο Wiadomości Literackie. Το 1930, η κυβέρνηση της έδωσε το υψηλότερο βραβείο, το Τάγμα της Αναγέννησης της Πολωνίας. Το 1936, η Πολωνική Ακαδημία Λογοτεχνίας της απένειμε το Χρυσό Ακαδημαϊκό Στεφάνι για τη συμβολή της στην πολωνική τέχνη γενικότερα. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρνήθηκε να ενταχθεί στην κομμουνιστική Ένωση Πολωνών Συγγραφέων. Επομένως, η επίσημη πολιτική ήταν να την αγνοήσει ως καλλιτέχνη και να την αποκαλέσει συστηματικά ασήμαντη. Ωστόσο, η κυβέρνηση αναπαρήγαγε ευρέως την τέχνη της χωρίς να πληρώνει τα δικαιώματά της. Δεν διαμαρτυρήθηκε για το χαμένο εισόδημα, αλλά αποδοκίμασε τη χαμηλή ποιότητα των αναπαραγωγών. Το 1974, το Ίδρυμα Άλφρεντ Γιουζικόφσκι με έδρα τις ΗΠΑ της έδωσε ένα βραβείο. Μόνο το 1989 αποκαταστάθηκε στην Πολωνία και αναγνωρίστηκε ξανά ως μεγάλη Πολωνή καλλιτέχνιδα. Το 1991, η Μάρια Γκρόνσκα παρουσίασε το έργο της σε μονογραφία. Το 2008, το Εθνικό Μουσείο της Κρακοβίας διοργάνωσε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου της Στριγένσκα. Το 2009, η έκθεση επισκέφθηκε το Εθνικό Μουσείο του Πόζναν και το Εθνικό Μουσείο της Βαρσοβία. Η έκθεση συνοδεύτηκε από έναν πλούσιο εικονογραφημένο κατάλογο και βιβλιογραφία, που εκδόθηκε από τον Σβιατόσουαφ Λεναρτόβιτς, επιμελητή της έκθεσης. Το 2011, η Στριγένσκα ήταν το θέμα ενός αναμνηστικού νομίσματος των 2 ζλότι.

Κύκνος (πτηνό)

Οι κύκνοι είναι μεγαλόσωμα υδρόβια πτηνά της οικογένειας των Νησσιδών, στην οποία περιλαμβάνονται οι χήνες και οι πάπιες. Οι περισσότεροι κύκνοι κατατάσσονται στο γένος Κύκνος (Cygnus). Κατατάσσονται μαζί με το συγγενές είδος των χηνών στην υποοικογένεια των Anserinae και σχηματίζουν το φύλο Cygnini, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις θεωρούνται μέλη της ξεχωριστής υποοικογένειας Cygninae.

Χαρακτηριστικά [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχουν μακρύ λαιμό, αναλογικά βαρύ σώμα, μεγάλα πόδια, ενώ πετούν με αργά χτυπήματα τών φτερών και τον λαιμό εκτεταμένο. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι το μήκος τού λαιμού τους, ο οποίος φέρει 23-25 σπονδύλους, αντί των 18-19 που φέρουν τα υπόλοιπα Χηνόμορφα. Τα είδη που ζουν στο Βόρειο Ημισφαίριο έχουν μια πολύ επιμήκη τραχεία, η οποία συστρέφεται στο στέρνο, διάταξη που απαντάται και στα Γερανόμορφα.

Μεταναστεύουν πετώντας σε διαγώνιο σχηματισμό ή σε σχηματισμό V, πετώντας σε μεγάλο ύψος. Κανένα άλλο υδρόβιο πουλί δεν φτάνει την ταχύτητα με την οποία κινείται είτε στο νερό είτε σtον αέρα. Τρέφονται με υδρόβια φυτά τσαλαβουτώντας επιφανειακά στα ρηχά νερά, και όχι με κατάδυση. Είτε κολυμπούν είτε στέκονται, τα είδη Cygnus olor και Cygnus atratus συχνά διπλώνουν το ένα πόδι πίσω στην πλάτη. Το αρσενικό και το θηλυκό έχουν παρόμοια εμφάνιση.

Κύκνος του είδους Cygnus olorΣλοβενία.

Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, οι κύκνοι παράγουν μια ποικιλία φωνών. Είναι κοινωνικοί, εκτός από την περίοδο τής αναπαραγωγής. Τότε κάθε ζευγάρι απομονώνεται στην εδαφική του περιοχή, την οποία υπερασπίζεται σθεναρά εναντίον των καταπατητών. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η διαθέσιμη εδαφική ζώνη είναι περιορισμένη, τα πουλιά φωλιάζουν σε αποικίες. Η φωλιά, η οποία χτίζεται συνήθως στις όχθες και μερικές φορές επιπλέει, αποτελείται από έναν σωρό υδρόβιων φυτών, τα οποία συλλέγουν τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό. Τρέφονται με σπόρους και ρίζες φυτών, σκουλήκια και όστρακα.

Οι κύκνοι ζευγαρώνουν με έναν σύντροφο ισόβια. Η ερωτική συμπεριφορά τους περιλαμβάνει αμοιβαίο βύθισμα του ράμφους ή στάσεις με τα κεφάλια τους ενωμένα. Το θηλυκό επωάζει κατά μέσον όρο 6 αβγά, ανοιχτόχρωμα και χωρίς κηλίδες, ενώ το αρσενικό είναι άγρυπνος φύλακας, ενώ σε μερικά είδη το αρσενικό συμμετέχει και στην επώαση. Σε περίπτωση επίθεσης, αφού απωθήσουν τον εχθρό, οι κύκνοι παράγουν μια θριαμβευτική κραυγή, όπως και οι χήνες.

Τα μικρά γεννιούνται με κοντό λαιμό και χνουδωτά, αν και είναι ικανά να πετούν και να κολυμπούν μόλις μερικές ώρες αφού εκκολαφθούν. Οι γονείς τα φροντίζουν προσεκτικά για πολλούς μήνες, ενώ σε ορισμένα είδη η μητέρα τα μεταφέρει στην πλάτη της. Τα νεαρά, ανώριμα άτομα φέρουν γκρι ή καφέ στικτό φτέρωμα για 2 ή και περισσότερα χρόνια. Οι κύκνοι ενηλικιώνονται κατά το 3ο ή 4ο έτος και ζουν πιθανόν 20 χρόνια σε φυσική κατάσταση και μέχρι 50 χρόνια σε κατάσταση αιχμαλωσίας.

Είδη [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύκνος του είδους Cygnus olorΗνωμένο Βασίλειο.

Από τα 7 είδη συνολικά (μερικά από αυτά αποτελούν για ορισμένους ορνιθολόγους υποείδη) τα 5 είναι ολόλευκα, με μαύρα πόδια και απαντούν στο Βόρειο Ημισφαίριο:

  1. Ο βουβόκυκνος (Cygnus olor), με ένα μαύρο εξόγκωμα στη βάση του πορτοκαλιού ράμφους, με καμπύλη στάση του λαιμού και με έντονη κύρτωση των φτερών. Το είδος αυτό είναι ιθαγενές της Ασίας, από όπου και εισήχθη στην Ευρώπη κυρίως ως διακοσμητικό κατά τον Μεσαίωνα και μετά σε όλο τον κόσμο.
  2. Ο αγριόκυκνος (είδος Cygnus cygnus) είναι ένα επιθετικό πουλί, με μαύρο ράμφος, που έχει μια διακριτή κίτρινη βάση. Το υποείδος Cygnus cygnus buccinator, ή «κύκνος-τρομπέτα», ονομάζεται έτσι εξαιτίας της δυνατής κραυγής που παράγει η οποία ακούγεται πολύ μακριά, ενώ το ράμφος του είναι ολόμαυρο.
  3. Ο νανόκυκνος (είδος Cygnus bewickii) έχει παρόμοια χαρακτηριστικά αλλά είναι μικρότερος και πιο ήσυχος.
  4. Το είδος Cygnus columbianus με μαύρο ράμφος και συνήθως μια κίτρινη κηλίδα κοντά στο μάτι. Ορισμένοι ορνιθολόγοι κατατάσσουν τα 3 τελευταία είδη στο γένος Olor, διατηρώντας την ονομασία Cygnus για τον βουβόκυκνο.

Κύκνος του είδους Cygnus olor, Ηνωμένο Βασίλειο.

Στο Νότιο Ημισφαίριο ζει ο μεγάλος κύκνος (στην Αυστραλία) και 2 είδη με ροζ πόδια (στη Νότια Αμερική): το είδος Cygnus melancoryphus, ένα ιδιαίτερα ευερέθιστο αλλά όμορφο πουλί, με λευκό σώμα, μαύρο λαιμό και κεφάλι και ένα προεξέχον κόκκινο φύμα στο ράμφος και τον κοσκορόμπα (είδος Coscoroba coscoroba), ένα ολόλευκο πουλί, που συχνά θεωρείται ως ο μικρότερος κύκνος, αν και θεωρείται επίσης ότι μπορεί να έχει συγγένεια και με τις αγριόπαπιες.

Στην Ελλάδα ζουν τρία είδη κύκνων:

  1. ο βουβόκυκνος[1],
  2. ο αγριόκυκνος και
  3. ο νανόκυκνος

Το πρώτο αποδεδειγμένα κλωσάει τα αβγά του στο Δέλτα του Έβρου, στην τεχνητή λίμνη του Άγρα στην Έδεσσα, στη λίμνη Ορεστιάδα της Καστοριάς και περιστασιακά, σε άλλους υγροβιότοπους. Τα δύο άλλα είδη κάνουν την εμφάνισή τους σπανιότερα, ως περιπλανώμενα ή διαβατικά.

Λεοπάρδαλη

Η λεοπάρδαλη (Panthera pardus - Πάνθηρ πάρδος) ή απλά πάνθηρας είναι σαρκοφάγο θηλαστικό ζώο που ανήκει στις αιλουρίδες. Είχε κυνηγηθεί πολύ από το άνθρωπο για την όμορφή της γούνα, αλλά πλέον προστατεύεται με ειδικούς νόμους.[3] Ζει στην Αφρική και στην Ν. Ασία, ενώ παλαιότερα ζούσε και στην Ευρώπη, ακόμα και στην Ελλάδα, μέχρι και την Ισπανία.[4][5] Η λεοπάρδαλη ανήκει στο γένος Panthera, στο ίδιο γένος ανήκουν το λιοντάρι (Panthera leo), η τίγρη (Panthera tigris) και το τζάγκουαρ (Panthera onca).[6]

Ετυμολογία [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αγγλικό όνομα «leopard» προέρχεται από το παλαιό γαλλικό leupart (λιουπάρτ), που προέρχεται από το λατινικό leopardus (λεοπάρντους) και απο το αρχαίο ελληνικό λέοπάρδος (λέων + πάρδος).[7][8] Το γενικό όνομα Πανθέρα (Panthera) προέρχεται απο το λατινικό panthera, το οποίο αναφέρεται σε ένα δίχτυ κυνηγιού άγριων θηρίων που χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους σε μάχες.[9] Το φωνητικά παρόμοιο σανσκριτικό pândara (πάνταρα) σημαίνει ωχροκίτρινο, υπόλευκο ή λευκό.[10] Το λατινικό όνομα pardus (πάρντους) αναφέρεται σε έναν αρσενικό πάνθηρα.[11] Η λέξη pardus πιστεύεται ότι προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό παρδαλωτός που σημαίνει "με κηλίδες.[12]

Χαρακτηριστικά [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πάνθηρας ή λεοπάρδαλη έχει μήκος σώματος κοντά στα 2,1 μέτρα, με την ουρά να καταλαμβάνει τα 90 εκ. Τα αρσενικά ζυγίζουν από 37 εως 90 kg με ύψος 60 εως 70 cm, ενώ τα θηλυκά είναι ελαφρύτερα, ζυγίζοντας από 28 εως 60 kg κιλά με ύψος 57 εως 64 cm.[13][14] Παρότι Θεωρείται το μικρότερο από τα τέσσερα μεγάλα αιλουροειδή του γένους panthera (Λιοντάρι, Τίγρης, Ιαγουάρος, Λεοπάρδαλη), είναι το δυνατότερο αναλογικά με το μέγεθος και το βάρος του (εάν δηλαδή είχαν όλα τα παραπάνω υπόείδη το ίδιο σωματικό βάρος και μέγεθος, η λεοπάρδαλη θα υπερτερουσε σε σωματική (μυϊκή) δύναμη).

Συνήθως, οι λεοπαρδάλεις είναι μεγαλύτερες σε περιοχές όπου βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, χωρίς περιορισμό του ανταγωνισμού από μεγαλύτερους θηρευτές όπως το λιοντάρι και η τίγρη.[15] Ορισμένες λεοπαρδάλεις στη Βόρεια Αφρική υποτίθεται ότι ήταν τόσο μεγάλες όσο τα Βερβερικά λιοντάρια. Το 1913, μια εφημερίδα της Αλγερίας ανέφερε ότι μια σκοτωμένη λεοπάρδαλη φαίνεται να υπολογίστηκε περίπου στα 275 εκατοστά συνολικού μήκους.[16] Προς σύγκριση, τα μεγέθη των αρσενικών λιονταριών κυμαίνονται απο 266 εως 311 cm από το κεφάλι μέχρι το τέλος της ουράς.[17]

Η ταχύτητα του εν λόγω αιλουροειδους φτάνει μέχρι και τα 58 χλμ. την ώρα, ενώ έχει επιπλέον την ικανότητα να πραγματοποιεί άλματα μήκους έως και 6 μέτρων. Ο συνδιασμος δύναμης, ταχύτητας αλλά κυρίως η εξαιρετική ικανότητα του συγκεκριμένου είδους να κινείται εντελώς αθόρυβα χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τα πιθανά θηράματα του, όπως και μοναδική δυνατότητα του (σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη αιλουροειδων του γένους panthera) να σκαρφαλώνει με ευκολία και να κινείται πάνω στα δέντρα και τα κλαδιά αυτών, καθιστούν τη λεοπάρδαλη ή πάνθηρα έναν από τους ικανοτερους και πιο επιτυχημένους θηρευτές του ζωικού Βασιλείου.[18]

Όσον αφορά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους, το τρίχωμα των πανθήρων μπορεί να έχει δύο χρώματα: να είναι μαύρο (τα άτομα αυτού του είδους είναι γνωστοί και ως μαύροι πάνθηρες, ή πάνθηρες σκέτο), ή σκούρο κίτρινο, με μαύρες κηλίδες που στο κέντρο τους έχουν κίτρινο.[6]

Η λεοπάρδαλη ζευγαρώνει όλη την διάρκεια του χρόνου. Η εγκυμοσύνη διαρκεί γύρω στις 100 μέρες, και στο τέλος το θηλυκό γεννάει απο 2 εώς 4 μικρά (συνήθως 3), τα οποία αρχικά είναι τυφλά. Τα μικρά μένουν με τους γονείς τους μέχρι να ενηλικιωθούν.[4]

Υποείδη [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αραβική λεοπάρδαλη, ιθαγενής στην Αραβική Χερσόνησο.

Όταν ο Κάρολος Λινναίος δημοσίευσε την περιγραφή μιας λεοπάρδαλης το 1758 τα τότε 27 υποείδη λεοπάρδαλης περιγράφονταν από φυσιοδίφες από το 1794 ως το 1956. Μετά το 1996, σύμφωνα με ανάλυση DNA, κατά τη δεκαετία του 1990, μόνο οκτώ από τα 27 υποείδη θεωρήθηκαν έγκυρα. Αργότερα όμως μία ανάλυση αποκάλυψε κι ένα ένατο έγκυρο υποείδος, την Αραβική λεοπάρδαλη κι έκτοτε, μετά από μελέτες κρανίων αποκαλύφθηκαν άλλα δύο υποείδη.[19]

Τα εννέα αναγνωρισμένα υποείδη λεοπάρδαλης:[6]

Μετά από μία μορφολογική ανάλυση κρανίων λεοπάρδαλης θεωρήθηκαν έγκυρα δύο ακόμα υποείδη λεοπάρδαλης:

Τα τρία παρακάτω αφρικανικά υποείδη θεωρούνταν έγκυρα μέχρι το 1996. Έκτοτε αναγνωρίζονται ως εκπρόσωποι του υποείδους (P. p. pardus):

  • Λεοπάρδαλη του Άτλαντα (P. p. panthera(Σρέμπερ, 1777)
  • Λεοπάρδαλη του Σινά (P. p. jarvasi(Πόκοκ, 1932)
  • Λεοπάρδαλη της Ζανζιβάρης (P. p. adersi(Πόκοκ, 1932)                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                       https://www.youtube.com/watch?v=u7UxQOMufYE                                                                                                                                                                                                                                                                              

Anime animo

Αυτή τη στιγμή θα σας παρουσιάσω τα υπεροχα Anime Animo!!!                                                                                    Είμαι σήγουρη, κορίτσια, ότι τα λατρέψατε με την πρώτη ματιά!!! Μπορείτε να αποθηκεύσετε μερικές εικόνες και να τις βάλετε για προφίλ!!! Τι γλυκά και όμορφα κορίτσια!!!

Οι πρώτες εικονες: ζωα

Όμορφα παπαγαλάκια                το σκαντοχοιράκι της άνοιξης            γλυκα σπουργητακια                              

πανέμορφα φλαμίγκο                                     φανταστικό πλάσμα: Μονόκερος                                                     

εκπληκτικά ηλιόλουστα τοπια

Αλήθεια, υπάρχουν στιγμές που όταν είστε στην εξοχή, νιώθετε σαν να πετάτε στον κόσμο της   φαντασίας; Για παράδειγμα οταν ο ήλιος λάμπει!                                                                                       Σταύρος Κούστας: Υπέροχες εικόνες.Εντυπωσιακά ηλιόλουστα τοπία         Ακόμη και πεταλούδες να πεταρίζουν!!!      Είναι θεαματικό!!!                                                                                                                                                Η  ΔΥΣΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Τα χρώματα

Ηλιοβασίλεμα από ταράτσα στο Μενίδι.

Κατά τη διάρκεια του ηλιοβασιλέματος (όπως και της ανατολής του Ήλιου), ο ουρανός φέρει πορτοκαλί-κόκκινο χρώμα. Αυτό είναι αποτέλεσμα της σκέδασης. Μια ακτίνα φωτός αποτελείται από διάφορα μήκη κύματος, με αποτέλεσμα να γίνεται αντιληπτή ως λευκή. Τα μικρότερα μήκη κύματος (μπλε, πράσινο) διασκορπίζονται πιο έντονα από τα σωματίδια και μόρια του αέρα, απομακρυνόμενα από την ακτίνα.[1] Κατά την ανατολή ή δύση του Ηλίου, όταν η απόσταση που η ακτίνα διανύει στην ατμόσφαιρα είναι μεγαλύτερη, τα μικρά μήκη κύματος έχουν διασκορπιστεί τελείως, με αποτέλεσμα να γίνονται πιο αντιληπτά αυτά μεγαλύτερου μήκους κύματος (κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο), τα οποία στη συνέχεια σκεδάζονται από τα σταγονίδια των νεφών και σχετικά μεγάλα σωματίδια, με αποτέλεσμα ο ορίζοντας να αποκτά κόκκινο και πορτοκαλί χρώμα.[2] Η σκέδαση των μικρότερων μηκών φωτός οφείλεται στη σκέδαση Ρέιλι από μόρια με μέγεθος μικρότερο από αυτό το μήκος κύματος του φωτός. Σωματίδια με μέγεθος παρόμοιο ή μεγαλύτερο με αυτό το μήκους φωτός προκαλούν τη σκέδαση Μι.

Πράσινη λάμψη

Μερικές φορές ακριβώς πριν την ανατολή ή τη δύση του Ήλιο εμφανίζεται μια πράσινη λάμψη, καθώς τα μικρότερα μήκη κυμάτων διαθλώνται περισσότερο, με αποτέλεσμα να γίνονται αντιληπτά 1-2 δευτερόλεπτα αργότερα. Αν και η λάμψη μπορεί να περιλαμβάνει και άλλα χρώματα, η απόχρωση του πράσινου είναι αυτή που επικρατεί συνήθως.[3]

Η ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Ηλιακή ανατολή

Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση

Ανατολή του ηλίου

Η Ηλιακή ανατολή ενός αστέρα (ή άλλου ουράνιου σώματος όπως της σελήνηςπλανήτη ή αστερισμού[1]), συμβαίνει όταν γίνεται ορατός πολύ σύντομα στον ανατολικό ορίζοντα λίγο πριν την ανατολή του ηλίου, μετά από μια περίοδο κατά την οποία δεν ήταν ορατός[2].

Κάθε μέρα που περνάει μετά την ηλιακή ανατολή, το άστρο θα ανατέλλει και λίγο νωρίτερα και θα παραμένει ορατό και για περισσότερο χρόνο πριν χαθεί από τις ακτίνες του ήλιου (ο ήλιος φαίνεται να μετακινείται προς τα δυτικά σε σχέση με τα άστρα περίπου μία μοίρα ανά μέρα πάνω σε μια διαδρομή που ονομάζεται εκλειπτική). Τις επόμενες μέρες το άστρο θα μετακινείται όλο και πιο δυτικά (περίπου κατά μία μοίρα ανά μέρα), ώσπου δεν θα είναι πλέον ορατό στον ουρανό κατά την ανατολή του ηλίου, καθώς θα έχει ήδη δύσει στον δυτικό ορίζοντα. Αυτό ονομάζεται "κοσμική δύση" (η δύση ενός άστρου στον δυτικό ορίζοντα την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος). Το ίδιο άστρο θα ξαναεμφανιστεί στον ανατολικό ορίζοντα την αυγή περίπου μετά από έναν χρόνο από την προηγούμενή του ηλιακή ανατολή. Επειδή η ηλιακή ανατολή εξαρτάται από την παρατήρηση του αντικειμένου, η ακριβής μέτρησή της μπορεί να εξαρτηθεί από τις καιρικές συνθήκες [3].

Κάποια άστρα όταν παρατηρούνται από συγκεκριμένο γεωγραφικό πλάτος στη Γη δεν έχουν ηλιακή ανατολή ή δύση. Οι παραπόλιοι αστέρες παραμένουν πάνω από τον ορίζοντα καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, και έτσι είναι πάντα ορατοί κατά την ανατολή του ηλίου. Αντίστοιχα, κάποιοι αστέρες δεν είναι ποτέ ορατοί, ανάλογα με την τοποθεσία. Για παράδειγμα, ο Πολικός Αστέρας δεν είναι ορατός στην Αυστραλία, ενώ ο αστερισμός του Σταυρού του Νότου δεν είναι ορατός στην Ευρώπη, γιατί πάντα παραμένουν κάτω από τον ορίζοντα.

Αστερισμοί που έχουν αστέρες με ηλιακή ανατολή και δύση είχαν ενσωματωθεί στα πρώτα ημερολόγια ή ζωδιακούς κύκλους. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν βασίσει το ημερολόγιό τους στην ηλιακή ανατολή του Σείριου, και είχαν διαμορφώσει μια μέθοδο για να βρίσκουν την ώρα κατά τη διάρκεια της νύχτας που βασιζόταν στην ηλιακή ανατολή 36 αστέρων που ονομαζόταν δεκανοί (ένας για κάθε τμήμα 10° μοιρών του ζωδιακού κύκλου των 360° μοιρών). Οι ΣουμέριοιΒαβυλώνιοι και οι αρχαίοι Έλληνες, χρησιμοποιούσαν επίσης την ηλιακή ανατολή διάφορων άστρων για να προσδιορίζουν τον χρόνο για γεωργικές εργασίες. Στην γλώσσα των Μαορί της Νέας Ζηλανδίας οι Πλειάδες ονομάζονται Matariki, και η ηλιακή τους ανατολή σηματοδοτεί την αρχή του νέου έτους (περίπου τον Ιούνιο).

Η φυλή Μαπούτσε ονομάζει τις Πλειάδες Ngauponi που χρονικά κοντά με το we tripantu ("νέα ανατολή", το νέο έτος των Μαπούτσε) θα κάνoυν για λίγο την εμφάνισή τους στα ανατολικά την αυγή, λίγες μέρες πριν την αρχή της αναγέννησης της φύσης, με τον ερχομό της άνοιξης. Η ηλιακή ανατολή των Ngauponi (Πλειάδες), δηλαδή η εμφάνισή τους στον ορίζοντα περίπου μια ώρα πριν τον ήλιο, και περίπου 12 μέρες πριν το χειμερινό ηλιοστάσιο (που στο νότιο ημισφαίριο είναι τον Ιούνιο), αναγγέλλει το we tripantu, το νέο έτος.                                                                                                Αστρονομική και παρατηρούμενη ανατολή και δύση[4]

Αλήθεια, ξέρατε τόοσα πολλα;

Ιωάννης Γουτεμβέργιος

Γουτεμβέργιος

Ο Ιωάννης Γουτεμβέργιος (Johannes Gutenberg1400 - 3 Φεβρουαρίου 1468) ήταν Γερμανός σιδηρουργός, χρυσοχόος, τυπογράφος και εκδότης, ο οποίος εισήγαγε την τυπογραφία στην Ευρώπη. Παρόλο που ο Γουτεμβέργιος δεν εφηύρε ο ίδιος την μηχανική εκτύπωση με κινητά στοιχεία, ήταν ο πρώτος που συνέταξε και ολοκλήρωσε τη μέθοδο για τη μαζική εκτύπωση βιβλίων. Η τυπογραφική μέθοδος του Γουτεμβέργιου θεωρείται ευρέως ως η πιο σημαντική εφεύρεση της δεύτερης χιλιετίας και το γεγονός που εγκαινίασε τη νεότερη Εποχή της ανθρώπινης ιστορίας[9]. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αναγέννησης, τη Μεταρρύθμιση, τον Διαφωτισμό και την επιστημονική επανάσταση και έθεσε τη βάση για τη σύγχρονη -βασισμένη στη γνώση- οικονομία και τη διάδοση της μάθησης στις μάζες[10].                                  Gutenberg.jpg

Βιογραφία [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε κατά την επικρατέστερη εκδοχή το 1397 και απεβίωσε στις 3 Φεβρουαρίου του 1468 σε ηλικία 71 ετών. Τόπος γέννησής του είναι το Μάιντς (Mainz) της Γερμανίας και θεωρείται ο «πατέρας» της τυπογραφίας. Περίπου στα 1430 εγκαταστάθηκε στο Στρασβούργο. Τον Μάρτιο του 1434, ένα γράμμα του υποδεικνύει ότι εκείνη την εποχή διέμενε εκεί, όπου είχε κάποιους συγγενείς από την πλευρά της μητέρας του. Στο Στρασβούργο άρχισε να πειραματίζεται στη μεταλλουργία και στα 1434 έκανε τα πρώτα του βήματα στην τυπογραφία.

Ο Γουτεμβέργιος θεωρείται ο «πατέρας» της μηχανικής εκτύπωσης μολονότι είχαν ήδη κατασκευαστεί κινητά τυπογραφικά στοιχεία από τον Ολλανδό Λαυρέντιο Κοστέρ στο Χάρλεμ, γιατί εκείνος συνέλαβε πρώτος την ιδέα της τυπογραφικής μεθόδου στο σύνολό της.

Ο εκπαιδευμένος χρυσοχόος, μέλος της αντίστοιχης συντεχνίας, πειραματίζεται από το 1434 με κινητούς ξύλινους χαρακτήρες. Τα πρώτα αποτελέσματα διαφαίνονται το 1436 οπότε εκτυπώνει λαϊκά, θρησκευτικά βιβλία.

Μετά από διάφορες προσπάθειες πετυχαίνει, το 1441, με τη βοήθεια ενός βελτιωμένου μελανιού, να αξιοποιήσει εκτυπωτικά και τις δύο όψεις μιας σελίδας χαρτιού.

Η τελική επιτυχία για την αξιοποίηση της εφεύρεσής του ήρθε με την εκτύπωση, το 1455, της Βίβλου των 42 γραμμών στα λατινικά, σε 180 αντίτυπα, τα περισσότερα σε κοινό χαρτί και μερικά σε χαρτί εξαιρετικής ποιότητας (vellum), μία αισθητικά άριστη τυπογραφική εργασία, αν και αποτελεί μόλις το πρώτο τυπογραφικό προϊόν του. Είναι ευρέως γνωστή ως η Βίβλος του Γουτεμβέργιου. Αποτελεί το πρώτο βιβλίο μαζικής παραγωγής.

Το Project Gutenberg (εγχείρημα Γουτεμβέργιος) ονομάστηκε εις μνήμην του και είναι μια εθελοντική προσπάθεια ψηφιοποίησης, αρχειοθέτησης και διανομής πολιτισμικών έργων μέσω Διαδικτύου. Ξεκίνησε το 1971 και είναι, σήμερα, η αρχαιότερη ψηφιακή βιβλιοθήκη.