Η Εκάβη ήταν η βασίλισσα της Τροίας, σύζυγος του βασιλιά Πριάμου, την εποχή που ξέσπασε ο τρωικός πόλεμος. Σχετικά με την καταγωγή της οι αρχαίες πηγές διαφέρουν. Μερικοί την θεωρούν από τη Φρυγία ως κόρη του Δύμαντα. Οι τραγικοί, τη θέλουν κόρη του βασιλιά των Θρακών Κισσέα. Ως κόρη του Κισσέα μητέρα της θεωρείται η Τηλέκλεια. Η καταγωγή της ήταν θέμα συζήτησης έως τον 6ο αιώνα μ.Χ , ανάμεσα στους γραμματικούς της εποχής. Περιγράφεται ως: «σκοτεινό πρόσωπο και μάτια, γαμψή μύτη, όμορφη, ήρεμη και γενναιόδωρη» από τον χρονογράφο Ιωάννη Μαλάλα, ενώ ο Δάρυς της Φρυγίας την περιγράφει αντίστοιχα «όμορφη, με τέλεια χαρακτηριστικά, έμοιαζε σαν άνδρας, ήταν ειρηνική και δίκαιη». Η Εκάβη υπήρξε πιστή σύζυγος και φιλόστοργη μητέρα, διάσημη ως πολύτεκνη: εκτός από τον Έκτορα, απέκτησε άλλα 18 παιδιά, όλα με τον Πρίαμο. Σύμφωνα με την παράδοση, η Εκάβη λίγο πριν γεννήσει τον Πάρη, είδε ένα παράξενο όνειρο: ότι από τα στήθη της πετάχτηκε ένας αναμμένος δαυλός, Οι μάντεις τους οποίους συμβουλεύτηκε, της είπαν ότι το παιδί θα κατέστρεφε την πόλη και την συμβούλεψαν να το σκοτώσει, κάτι όμως που εκείνη δεν έκανε. Ο μύθος αυτός δημιουργήθηκε, προφανώς, για να αποδοθεί στην Εκάβη το κρίμα της καταστροφής της Τροίας, είτε επειδή γέννησε τον Πάρη, είτε επειδή δεν θέλησε να τον σκοτώσει. Μόνο έτσι δικαιολογούνται οι συμφορές που την βρίσκουν.
Η Εκάβη παρουσιάζεται στην τραγωδία «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Η τραγωδία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αρχαία Αθήνα. Άλλοι ήρωες είναι: η Κασσάνδρα, ο Ταλθύβιος, η Ανδρομάχη, η Ελένη, ο Μενέλαος. Στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη περιγράφεται ως μια τραγικότατη ηρωίδα, μεγάλης ηλικίας, η οποία έχει χάσει όλα της τα παιδιά και μετά την άλωση έχει δοθεί ως αιχμάλωτη/ υπηρέτρια στον Οδυσσέα. Όταν ξεβράστηκε το πτώμα του γιού της, Πολύδωρου, στις ακτές της Τροίας για να εκδικηθεί προσκάλεσε τον Αχαιό, Πολυμήστορα, να τον ρωτήσει δήθεν πού βρίσκεται κάποιος κρυμμένος θησαυρός, και τον τύφλωσε. Οι Έλληνες, για να την τιμωρήσουν, αποφάσισαν να την λιθοβολήσουν. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές όσον αναφορά τον θάνατο της, όλες όμως έχουν ως κοινό στοιχείο την μεταμόρφωση της σε σκύλο. Φαίνεται ότι η Εκάβη, λατρεύτηκε σαν θεά με ιερό ζώο το σκυλί. Μάλιστα, στη χερσόνησο της Καλλίπολης βρισκόταν μνημείο που ήταν γνωστό ως «Εκάβης μνημείον», «Κυνός σήμα» ή «Κυνόσημα» και το θεωρούσαν τάφο της Εκάβης.
Ο πόνος και η δυστυχία στο πρόσωπο των αιχμάλωτων Tρωαδιτισσών αποδεικνύουν το παράλογο του πολέμου και αποτελούν ταυτόχρονα προειδοποίηση προς την πόλη των Αθηνών, προανάκρουσμα της Σικελικής καταστροφής (αντιπολεμικό μήνυμα του Ευριπίδη, ο οποίος χαρακτηριζόταν «από σκηνής φιλόσοφος»). Oι Tρωαδίτισσες, μετά τη σφαγή των συζύγων τους, οδηγούνται στη σκλαβιά μαζί με την Εκάβη, την Ανδρομάχη και την Κασσάνδρα, ως λάφυρα των Αχαιών. O Aστυάνακτας, γιος του Έκτορα, εκσφενδονίζεται από το Νεοπτόλεμο από τους πύργους της Τροίας. H πόλη ολόκληρη τυλίγεται στις φλόγες. Το υψηλό φρόνημα των γυναικών αντιπαρατίθεται στην έπαρση των νικητών Ελλήνων και αιωρείται έμμεσα το ερώτημα ποιος είναι πραγματικά ο νικητής και ποιος ο νικημένος.